Το ημερολόγιο έγραφε 17 Απριλίου 1962. Στις 07.30 το πρωί ο 35χρονος Στέφανος θα στήσει καρτέρι στην εσοχή της πολυκατοικίας της οδού Μουρούζη 4. Το βλέμμα του ήταν στραμμένο στην είσοδο της απέναντι πολυκατοικίας, όπου για περίπου 45 λεπτά περίμενε να βγει ο άνθρωπος που είχε βάλει στόχο.
Όταν στις 08.15 ο γιατρός Νίκος Γιαννόπουλος βγήκε αμέριμνος από την πολυκατοικία του σπιτιού του, ο Στέφανος άρχισε να τον ακολουθεί. Δύο λεπτά αργότερα ο χειρουργός έφτασα στη διασταύρωση των οδών Μουρούζη κυριλέ και πλησίασαν γραμματοκιβώτιό για να ρίξει ένα γράμμα προς την κόρη του Κλαίρη, η οποία σπούδαζε στην Γερμανία. Το γράμμα έπεσε μέσα στο γραμματοκιβώτιό και μόλις ο γιατρός έστρεψε το κεφάλι του για να φύγει αντίκρισε την κάνει του μονόκαννο κυνηγετικού όπλου που κρατούσε ο Στέφανος. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα ακούστηκε ο πυροβολισμός. Ο άτυχος χειρουργός έπεσε νεκρός και αιμόφυρτος στο πεζοδρόμιο με σχεδόν πολτοποιημένο το κεφάλι.
Ο δράστης θα πετάξει το όπλο του και θα αρχίσει να τρέχει. Όμως λίγα δευτερόλεπτα νωρίτερα είχε γίνει αντιληπτός από τον υπαρχιφύλακα της αστυνομίας Βασίλειο Σίλλη, ο όποιος ήταν πρωταθλητής της αστυνομικής ομάδας στους δρόμους ημιαντοχής. Ο τριανταπεντάχρονος θα προσπαθήσει να τρέξει γρηγορότερα, όμως αστυνομικός κερδίζει συνεχώς έδαφος. Θα καταφύγει στην είσοδο μίας οικοδομής, όμως η κίνησή του θα γίνει αντιληπτή από τον αστυνομικό που τον ακολούθησε μέσα στο κτίριο.
Τον ανακάλυψε πίσω από μερικά σακιά με τσιμέντο και αφού τον αφόπλισε από το μαδέρι που κρατούσε τον συνέλαβε και τον οδήγησε στο Γ´Αστυνομικό Τμήμα. «Μπορούσα να σε χτυπήσω κι εσένα! Γιατί όμως; Αφού δεν μου είχες κάνει τίποτα; Εκείνος έφταιξε! Έστειλε τη γυναίκα μου στον άλλο κόσμο από την κουταμάρα του. Είναι αλήθεια πως σκέφτηκα να μη σ’ αφήσω να με πιάσεις και να σε ξαπλώσω και σένα χαμό, νεκρό. Δεν πρόλαβα όμως, με έπιασες» θα πει στον αστυνομικό αποκαλύπτοντας το κίνητρο του φόνου που είχε προηγηθεί.
«Δεν είμαι φονιάς, αλλά ένας άνθρωπος που αγάπησε πολύ και ειλικρινά την σύντροφό της ζωής του. Τίποτα άλλο δεν είχα στον κόσμο από αυτή. Η γυναίκα μου η Τζούλια ήταν όλος ο κόσμος για μένα. Ξαφνικά τον περασμένο Φεβρουάριο αρρώστησε από το στομάχι της. Ένα πρωί μου είπε «δεν μπορώ, κάτι έχω, νιώθω πόνο στο στομάχι, θα με χάσεις αντρούλη μου». Λες και προαισθανόταν το κακό, που επρόκειτο να μας συμβεί. Δεν έχεις τίποτα της είπα και το άλλο πρωί την πήγα σε ένα γιατρό στην Καβάλα. Μας έδωσε κάτι φάρμακα και μας είπε να κάνει δίαιτα. Οι μέρες όμως περνούσαν και τα φάρμακα και η δίαιτα δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Ξαναπήγα στο γιατρό. Την κοίταξε και πάλι και μου είπε πως δεν θα έκανα άσχημα να την πήγαινα στην Αθήνα, να την έβλεπαν σε ένα νοσοκομείο. Αφού ήταν έτσι τα πράγματα την πήρα και ξεκινήσαμε για την πρωτεύουσα, όπου τα μέσα είναι περισσότερα» είπε στους αστυνομικούς.
Το ζευγάρι έφτασε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου. Κατευθύνθηκαν στο νοσοκομείο, όπου η Τζούλια θα έμενε μέσα για μερικές ημέρες προκειμένου να την παρακολουθήσουν οι γιατροί, καθώς έπρεπε να κάνει επέμβαση. «Την έβαλαν σε ένα κρεβάτι στην κλινική που ήταν διευθυντής ο Γιαννόπουλος. Μου είχαν πει πως αυτός ήταν σπουδαίος γιατρός, γι’ αυτό και εγώ του εμπιστεύτηκα ότι πολύτιμο είχα. Εκεί την κοίταξαν, την ξανακοίταξαν, της έβγαλαν πλάκες και στις 5 Μαρτίου μου είπαν πως την άλλη μέρα θα της έκαναν εγχείρηση. «Τρίτη γιατρέ μου είναι. Δεν αφήνεις καμιά άλλη μέρα; Ας αναβάλουμε για μια δυο μέρες». Μη λες ανοησίες, όλες οι μέρες ίδιες είναι, μου απάντησε. Τι θα πει Τρίτη…Την ημέρα εκείνη πρέπει να τα σταυρώσουμε και να μην κάνουμε τίποτα στο νοσοκομείο;».
Το επόμενο πρωί, λίγο πριν η Τζούλια μπει στο χειρουργείο, ο Στέφανος την φίλησε και την αποχαιρέτησε λέγοντας της πω σε λίγες μέρες θα είναι καλά και θα πάνε στο σπίτι τους. «Μου έσφιξε το χέρι, μου χαμογέλασε και μου είπε «θα γυρίσουμε στο σπίτι μας και δεν θα ξανά πονέσω πια». Το χαμόγελο της εκείνο, μου φάνηκε πολύ παράξενο. Δεν ξέρω ίσως να ήμουν εκείνη τη στιγμή επηρεασμένος από το γεγονός που ήταν Τρίτη, μπορεί και να ξανά έφερα στο μυαλό μου τα λόγια της, που μου έλεγε στην Καβάλα πως θα πέθαινε και όλα αυτά να με έκαναν να τα βλέπω όλα παράξενα» περιέγραψε ο δράστης.
Το χειρουργείο ολοκληρώθηκε και οι γιατροί μετέφεραν την Τζούλια στο δωμάτιο της. Το άγχος του Στέφανου είχε φύγει. Βγήκε ζωντανή από το χειρουργείο. Η Τζούλια ήταν ακόμη ναρκωμένη αλλά θα συνερχόταν και ο Στεφανος από την χαρά του πήγε να ευχαριστήσει το γιατρό που έσωσε «το πολυτιμότερο του». Η χαρά του δεν κράτησε για πολύ. Λίγες ώρες αργότερα η Τζούλια θα αφήσει την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο, στην αγκαλιά του Στέφανου.
«Τι χτυπιέσαι; Δεν είναι δα και τόσο φοβερό αυτό που έγινε. Θα πέθαινε οπωσδήποτε. Δεν θα ζούσε παραπάνω από πέντε έως έξι μέρες. Τι κάθεσαι λοιπόν και στεναχωριέσαι. Πέθανε μια ώρα γρηγορότερα και γλίτωσε από τους πόνους και τα βάσανα» είπε σύμφωνα με Στέφανο ο γιατρός, προκαλώντας την έκπληξη του αφού λίγες βρες νωρίτερα του είχε πει ότι θα επέστεψαν στο σπίτι τους στην Καβάλα.
«Όλα αυτά για μένα ήταν μυστήρια. Πήρα την νεκρή και έφυγα για την Καβάλα. Όλοι εκεί πάνω κύριε αστυνόμε μου έλεγαν πως έφταιγε ο γιατρός και κανένας άλλος, πως εκείνος την είχε πάρει στο λαιμό του. Οι συγγενείς μου, οι φίλοι μου, οι γνωστή μου, όλοι τα ίδια μου έλεγαν. Ο Γιαννόπουλος έσφαξε νομίμως την γυναικούλα μου, και εγώ τον σκότωσα παρανόμως. Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Δεν είμαι εγκληματίας αλλά ένας αισθηματίας άνθρωπος που την αγαπούσα με πάθος. Όλοι είχαν να λένε για την αγάπη μας στην Καβάλα» ανέφερε κλαίγοντας στον αστυνομικό.
Από κείνη τη στιγμή και έπειτα ιδέα της εκδίκησης είχε σφηνωθεί στο μυαλό του 35χρονου Στέφανου. Μόλις πραγματοποιήθηκε το μνημόσυνο της γυναίκας του, αποφάσισε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να εκτελέσει τον όρκο του. Πήρε την καραμπίνα από το σπίτι του και κατέβηκε στην Αθήνα συνοδεία ενός φίλου του, ο οποίος είχε υποπτευθεί ότι ερχόταν στην Αθήνα με σκοπό να σκοτώσει το γιατρό, αλλά κατάφερε να τον παραπλανήσει και να μείνει για λίγες ώρες ελεύθερος.
«Δεν μετανιώνω για ότι έκανα, γιατί ο Γιαννόπουλος ήταν ο υπεύθυνος για το θάνατο της γυναίκας μου. Διότι, αφού την σκότωσε, άρχισε μετά να διαδίδει ότι γυναίκα μου είχε καρκίνο του ήπατος, ενώ αυτή έπασχε από το στομάχι της» θα πει ο 35χρονος κουρέας με τους γιατρούς του Ευαγγελισμού να τον διαψεύδουν λέγοντας: «Η σύζυγος του δράστη διαπιστώθηκε ύστερα από παρατήρηση αρκετών ημερών ότι πάσχει από καρκίνο στο ήπαρ. Ο σύζυγος της ενημερώθηκε σχετικά, αλλά επέμενε οπωσδήποτε να γίνει εγχείρηση διότι απέκλειε να είχε γυναίκα του καρκίνο. Με την συγκατάθεση του στις 6 Μαρτίου έγινε η επέμβαση και έπειτα από 3 ώρες η ασθενής εξέπνευσε».
Η φιλία του Γιαννόπουλου με τον Καραμανλή και η Αμαλία Μεγαπάνου
Η είδηση της δολοφονίας του Νίκου Γιαννόπουλου προκάλεσε τεράστια θλίψη στον ιατρικό κόσμο, που ζητούσε την παραδειγματική τιμωρία του δράστη, αλλά και νομοθετική κατοχύρωση της απρόσκοπτης και ήρεμης ασκήσεως του λειτουργήματος του γιατρού. Το πλήγμα ήταν ακόμη μεγαλύτερο για την κόρη του Γιαννόπουλου, Κλαίρη, η οποία λίγους μήνες νωρίτερα είχε χάσει τη μητέρα της από καρκίνο. Έτσι, ο θείος της νεαρής κοπέλας αποφάσισε να πάει ο ίδιος στη Γερμανία για να της ανακοινώσει την είδηση της δολοφονίας του πατέρα της. Κατά την επιστροφή της Κλαίρης Γιαννοπούλου στην Αθήνα, θα την υποδεχτεί στο αεροδρόμιο η σύζυγος του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος ήταν συμμαθητής και φίλος του γιατρού και παρευρέθηκε στην κηδεία του στις 19 Απριλίου 1962.
Η δίκη
Τρεις μήνες μετά την δολοφονία του Γιαννόπουλου, ο 35χρονος θα καθίσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Συνάδελφοι και φίλοι του θύματος, θα περιγράψουν έναν εξαιρετικό γιατρό και σπουδαίο άνθρωπο, που είχε προειδοποιήσει τον δολοφόνο του για τις μηδαμινές πιθανότητες επιβίωσης της συζύγου του.
«Δεν θέλω να δικαιολογήσω τον εαυτό μου. Δικάστε με σαν κακούργο. Σκοτώστε με τώρα. Αφήστε με να πάω στην Τζούλια μου», είπε κλαίγοντας ο 35χρονος κατά την απολογία του. Καταδικάστηκε σε κάθειρξη 20 ετών, καθώς το δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου, ενώ τον Οκτώβριο του 1970 η ποινή του μειώθηκε στα 15 χρόνια.
Όταν η δικαιοσύνη υπολειτουργει η αυτοδικια είναι ΝΟΜΟΣ.