Δύο εγχειρίδια κυνηγιού της αρχαίας Ελλάδας που σώζονται σήμερα είναι γραμμένα από δύο Έλληνες ιστορικούς, τον Ξενοφώντα και τον Αρριανό και έχουν αρκετές πληροφορίες και συμβουλές.
Στην κλασσική αρχαιότητα το κυνήγι (λαγού, ελαφιού, αρκούδας, αγριογούρουνου) για τροφή και για διασκέδαση ήταν αρκετά διαδεδομένο, και όσοι κυνηγοί χρησιμοποιούσαν σκύλους για αυτό το σκοπό τους φρόντιζαν ιδιαίτερα.
Αν, λοιπόν, ζούσατε στην Αθήνα την εποχή του Σωκράτη και ήσασταν ιδιοκτήτης ενός κυνηγόσκυλου από τη Λακωνία, σαν αυτά που απεικονίζονται σε Ελληνικά αγγεία, τι θα το ταΐζατε; Τα συνηθισμένα κουτάβια τρέφονταν με κριθαρένιο ψωμί που είχε μαλακώσει μέσα σε αγελαδινό γάλα ή ορό γάλακτος.
Τα κουτάβια, όμως, που ήταν πιο ιδιαίτερα έτρωγαν το ψωμί τους μαλακωμένο μέσα κατσικίσιο ή προβατίσιο γάλα. Συνήθως πρόσθεταν και λίγο από το αίμα του ζώου εκείνου που ήθελαν να εκπαιδεύσουν το κουτάβι να κυνηγήσει.
Στη διάρκεια του δείπνου, ο ιδιοκτήτης έκοβε μεγάλα κομμάτια από την ψίχα του ψωμιού για να σκουπίσει τα δάκτυλά του και μετά τα έδινε στο σκύλο του μαζί με κόκαλα και άλλα αποφάγια από τα πιάτα, ίσως μαζί και με ένα πιατάκι από ζωμό κρέατος. Μετά από μία θυσία ή ένα τραπέζι, ετοίμαζαν μια ιδιαίτερη λιχουδιά: ένα κομμάτι από βοδινό συκώτι πασπαλισμένο με κριθάρι και ψημένο στα κάρβουνα. Ήταν ακόμα φυσικό, ότι σαν δείγμα ευγνωμοσύνης μοιράζονταν μαζί με τους πιστούς τετράποδους φίλους κομμάτια από τα θηράματα, όπως κουνέλια, ελάφια ή αγριογούρουνα.
Η άποψη ότι στην ημερήσια διατροφή του σκύλου πρέπει να συμπεριλαμβάνεται κόκκινο, ωμό κρέας είναι μία διαδεδομένη, αλλά λανθασμένη ιδέα. Έξω στη φύση, οι σκύλοι κυνηγούν καρποφάγα και φυτοφάγα ζώα. Όταν τα σκοτώνουν, πρώτα τρώνε το στομάχι τους που είναι γεμάτο με χορτάρι (που έχει ήδη περάσει το πρώτο στάδιο της πέψης) και δημητριακά, μετά τα όργανά τους και τέλος προτιμούν να τραφούν με την σάρκα τους. Συχνά, ροκανίζουν τα οστά και έτσι ισορροπούν το γεύμα τους παίρνοντας τις βιταμίνες και τα άλατα που χρειάζονται.
Αν ο σκύλος υπέφερε από σκουλήκια στο έντερο, τότε του έδιναν να φάει τα μουστάκια από το στάρι. Μία πιο αποτελεσματική θεραπεία ήταν η Αρτεμισία, γνωστό σαν το φυτό αψιθιά, ένα βότανο με την ιδιότητα να απομακρύνει τα σκουλήκια του εντέρου.
Το γεγονός ότι οι Ελληνικοί σκύλοι έχαιραν άκρας υγείας με το να διατρέφονται με σιτηρά και κρέας το επιβεβαιώνει και ο Αριστοτέλης, ο οποίος σημειώνει σε ένα από τα έργα του ότι τα Λακωνικά κυνηγόσκυλα ζούσαν έως 10 με 12 χρόνια, ενώ άλλες ράτσες έφθαναν έως και τα 14 με 15 χρόνια.
Σήμερα, ένα σκυλί περίπου 25 κιλών έχει το ίδιο προσδόκιμο ζωής.
Είχε σεβαστή θέση στην καθημερινή ζωή των προγόνων μας και υπήρξε αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτισμού μας. Αυτό μπορούμε εύκολα να το διαπιστώσουμε από τις αναρίθμητες αναφορές που γίνονται για το σκύλο, στα έργα τους, την τέχνη τους, τους μύθους και τις ιστορίες τους.
Απο την ελληνική μυθολογία βλέπουμε ότι πολλά τέρατα είχαν τη μορφή σκύλου, όπως η Σκύλλα και η Χάρυβδη, ο Κέρβερος κ.ά. Αυτό ίσως να οφείλεται στο ότι την εποχή δημιουργίας της μυθολογίας ο σκύλος ήταν ακόμα άγριο και μη εξημερωμένο ζώο. Με την πάροδο όμως του χρόνου, ο σκύλος εξημερώθηκε και αποτέλεσε πολύτιμο και χρήσιμο συνοδό σε αρκετές εργασίες.
Ένας από τους μύθους που αφορούν το σκύλο, αναφέρει ότι ο σκύλος είναι αναπαραγωγή του Κέρβερου, την οποία επέτυχε ο εγγονός του Αχιλλέα ονόματι Μολοσσός. Γι’ αυτόν το λόγο και η Εκάτη συντροφευόταν πάντα από μαύρα σκυλιά ονόματι «Μολοσσοί». Η αρχαία ονομασία των κατοίκων της Ηπείρου είναι Μολοσσοί.
Άλλος μύθος αναφέρει ότι ο σκύλος είναι δημιούργημα του θεού Ηφαίστου, τον οποίο ο θεός Απόλλωνας εξημέρωσε και τον έκανε δώρο στην αδελφή του θεά Αρτέμιδα για να τη συντροφεύει στο κυνήγι της. Άλλη μία ιστορία που δείχνει τη σχέση που είχαν οι αρχαίοι Έλληνες με το σκύλο, μία σχέση βασισμένη στην αγάπη, την πίστη και την αφοσίωση, είναι η γνωστή συγκινητική ιστορία του γέρικου σκύλου Άργους, του σκύλου του Οδυσσέα, που παρ’ όλα τα 10 χρόνια απουσίας του αφέντη του κατάφερε να τον αναγνωρίσει, να κουνήσει την ουρά του από χαρά και να ξεψυχήσει στα πόδια του αφεντικού του.
Ο σκύλος αποτέλεσε έμπνευση για την ίδρυση της φιλοσοφικής Σχολής του Κυνισμού και εκείνων που την ακολούθησαν, γνωστοί ως «κυνικοί φιλόσοφοι». Οι κυνικοί φιλόσοφοι γύριζαν στους δρόμους των Αθηνών ζώντας μιμούμενοι τη ζωή των σκύλων. Ο γνωστός κυνικός φιλόσοφος Διογένης περιφερόταν μεσημέρι στο κέντρο των Αθηνών κρατώντας ένα φανάρι και έχοντας συντροφιά ένα σκύλο, φωνάζοντας «άνθρωπο ζητώ», υπονοώντας τη φιλοσοφική έννοια της λέξης «άνθρωπος».
Σύμφωνα με το Σωκράτη, ο σκύλος είναι ένας «αληθινός φιλόσοφος».
Ο σκύλος τότε, όπως και σήμερα, χρησίμευε για τσοπανόσκυλο (ποιμενικός κύων), φύλακας (πυλωρός, θυρωρός, οικουρός ή δέσμιος κύων όταν ο φύλακας σκύλος ήταν δεμένος), κυνηγόσκυλο (θηρευτικός, αγρευτικός κύων) δίπλα στον Έλληνα κυνηγό. Αλλά και η ίδια η λέξη «κυνηγός» προέρχεται από την παρουσία του: Κυναγός > Κυνηγός = ο άγων τον κύνα, αυτός που οδηγεί το σκύλο).Υπή ρχαν επίσης οι πολεμισταί κύνες, οι άθλοι των οποίων αναφέρονται σε περιγραφές μαχών όπως του Μαραθώνα, της Μαντινείας κ.ά. Ο ζωγράφος Μίκων τίμησε το σκύλο που συνόδευε τον Αθηναίο κύριό του στη μάχη του Μαραθώνα, απεικονίζοντάς τον μεταξύ των καλύτερων Ελλήνων πολεμιστών. Υπήρχαν ακόμη οι μαχηταί κύνες, οι οποίοι πάλευαν με τα θηρία στο στίβο, παρέχοντας θέαμα, ιδιαίτερα στους Ρωμαίους. Υπήρχαν, τέλος, μικρόσωμα σκυλιά, όπως αυτά της Μάλτας, που συνόδευαν τις πλούσιες κυρίες τους στον περίπατο, στο φαγητό, ακόμη και στον ύπνο τους.
Ο Αλέξανδρος είχε τον ινδικό του σκύλο Περίττα, που «η γενιά του κρατούσε από λιοντάρι» και στη μνήμη του ίδρυσε πόλη. Τον είχε αγοράσει 100 μνες. Σε μια μάχη με τους στρατιώτες του Δαρείου του Γ΄, δεν είχε χρόνο να αντιμετωπίσει έναν ελέφαντα που τον πλησίαζε επιθετικά.
Ο Περίττας, τότε, έτρεξε και δάγκωσε τον ελέφαντα και με αυτόν τον τρόπο έσωσε τον Αλέξανδρο από βέβαιο θάνατο. Έναν άλλο σκύλο παιονικής καταγωγής, με το όνομα Τρίακος, είχε δωρίσει στον Αλέξανδρο ο σατράπης της Παιονίας. 65 φυλές αναφέρεται πως υπήρχαν στην αρχαία Ελλάδα… Πληροφορίες μάς παρέχουν: ο Ξενοφών στα «Κυνηγετικά», ο Ηρόδοτος στις περιηγήσεις του και ο Αριστοτέλης στο «Περί Ζώων Ιστορίαι».
Οι σκύλοι συνόδευαν τους αρχαίους Έλληνες όχι μόνο στο κυνήγι, αλλά και στο τραπέζι που ετοίμαζαν μετά. Εκεί μοιράζονταν με τους τετράποδους φίλους τους κομμάτια από τα θηράματα όπως κουνέλια, ελάφια και αγριογούρουνα. Μετά το τραπέζι, ο ιδιοκτήτης σκούπιζε τα χέρια του με ένα κομμάτι ψωμί και το έδινε στο σκύλο του μαζί με μία ιδιαίτερη λιχουδιά, βοδινό συκώτι ψημένο στα κάρβουνα πασπαλισμένο με κριθάρι. Αν ο σκύλος του υπέφερε από παράσιτα στο έντερο, του έδινε το φλοιό από το σιτάρι.
Ο Ξενοφώντας, ο Έλληνας ιστορικός που έγραψε για τα κυνηγόσκυλα τον 4ο αιώνα π.κ.ε. υποστήριζε ότι τα πιο καλά ονόματα είναι τα σύντομα, μονοσύλλαβα ή δισύλλαβα, για να μπορεί κάποιος να τα προφέρει με ευκολία. Η σημασία του ονόματος ήταν επίσης σημαντική για το ηθικό, τόσο του ιδιοκτήτη όσο και του σκύλου: ονόματα που είχαν σχέση με την ταχύτητα, τη γενναιότητα, τη δύναμη, την εμφάνιση και άλλες αρετές ήταν προτιμητέα. Ο Ξενοφώντας, για παράδειγμα, φώναζε το σκύλο του Ορμή.
Η μυθική κυνηγός Αταλάντη φώναζε το σκύλο της Αύρα. Σε ένα αρχαίο Ελληνικό αγγείο του 560 π.κ.ε. απεικονίζεται η Αταλάντη και άλλοι ήρωες μαζί με τα κυνηγόσκυλά τους, κυνηγώντας τον περίφημο Καλυδώνιο Κάπρο. Πάνω στο αγγείο ο αγγειογράφος κατέγραψε τα ονόματα επτά σκύλων: Ορμένος, Μεθέπων, Εγέρτης, Κόραξ, Μάρψας, Λάβρος και Εύβολος.
Στην κλασσική αρχαιότητα το κυνήγι (λαγού, ελαφιού, αρκούδας, αγριογούρουνου) για τροφή και για διασκέδαση ήταν αρκετά διαδεδομένο, και όσοι κυνηγοί χρησιμοποιούσαν σκύλους για αυτόν το σκοπό, τους φρόντιζαν ιδιαίτερα.
Όλες οι πηγές αρχαίων κειμένων μας δείχνουν ότι ο «κύων» είχε εξαίσια θέση στην κοινωνική ζωή των προγόνων μας και καλό θα ήταν να του δώσουμε κι εμείς την ίδια στις ζωές μας!