«Εγώ είμαι η Γαβριέλλα Ουσάκοβα, εκ Ρωσίας ιερόδουλος Αθηνών. Δεν μου αρέσουν οι πρόλογοι. Κουράζουν τον αναγνώστη… Εγεννήθην το 1916 και μην Μάιος παρακαλώ. Ανήκω στους Διδύμους. Έγινα ιερόδουλος διότι εγεννήθην έτσι»…
Με αυτά τα λόγια η θρυλική Γαβριέλλα, η πιο ξακουστή ιερόδουλη της πρωτεύουσας, ξεκινά την αυτοβιογραφίας της, η οποία εκδόθηκε το 1981.
Στις επόμενες αράδες περιγράφει ότι η πρώτη επαφή της με το επάγγελμα ήρθε στην ηλικία των 5 ετών, καθώς εξιστορεί πώς δούλεψε με αντίτιμο 5 λίρες προσφέροντας τις υπηρεσίες της σε εναν Τούρκο, που όπως χαρακτηριστικά λέει, της έμαθε τι έπρεπε να κάνει με τα χέρια της και τα «τραγανά και άσπρα-ροζέ μπουτάκια της».
Το περιστατικό συνέβη στο καράβι που μετέφερε την οικογένειά της στην Ελλάδα, όταν έπιασε λιμάνι για επισκευές στην Κωνσταντινούπολη. Στον ίδιο χώρο και περίπου στον ίδιο χρόνο έλαβε χώρα και ένα δεύτερο γεγονός που την καθόρισε.
«Πρόσεχε το παιδί και μην τρέχεις με το καρότσι και αναποδογυρίσει» της είπε η μητέρα της, ζητώντας της να έχει στο νου της τον μικρότερο αδελφό της. Η Γαβριέλλα εξιστορεί ότι το έσπρωξε με όλη της τη δύναμη, όταν η μαμά τους γύρισε την πλάτη. Στο κατάστρωμα μια μπανανόφλουδα έφερε την καταστροφή και τον θάνατο του παιδιού. Από τα χέρια ενός άλλου παιδιού. Της αδελφής του…
Θα περίμενε κανείς πως ξεκινώντας από μια τέτοια βάση και ασκώντας για μισό αιώνα το επάγγελμα της ιερόδουλης, η Γαβριέλλα θα περιγραφόταν από όσους την γνώρισαν ως ανθρωπόμορφο τέρας. Όταν, όμως, λόγω του βίαιου θανάτου της το 1991, αστυνομία και ρεπόρτερ ξεκίνησαν έρευνες και ερωτήσεις, όλοι είχαν μόνο καλά λόγια να πουν για εκείνη.
Παρά την τόσο παράδοξη εκκίνησή της στην ζωή, η Γαβριέλλα ήταν ένα καλλιεργημένο και μορφωμένο άτομο. Μιλούσε 5 γλώσσες, δίδασκε μάλιστα για ένα διάστημα γαλλικά, έπαιζε πιάνο, είχε ασχοληθεί με την κοπτική-ραπτική και το θέατρο, αλλά τελικά επέλεξε την ζωή της εταίρας. Δίχως πίσω από την απόφασή της να κρύβεται οποιοδήποτε άλλος εκτός από την ίδια.
Δεν είχε προστάτες, δεν είχε άλλες κοπέλες στο σπίτι της και –όπως έλεγε- προσέφερε στους πελάτες της κάτι που εκ προοιμίου δεν συναντά κανείς στον αγοραίο έρωτα. Στοργή, τρυφερότητα, ακόμη και αγάπη. Εφόσον ίσχυαν όλα αυτά, δεν είναι καθόλου περίεργο που αποκλήθηκε «πλανεύτρα των Αθηνών» ξαπλώνοντας με άντρες στην ιδιόκτητη νεοκλασική μονοκατοικία της στον Λυκαβηττό.
Εκεί είχε και το τελευταίο ραντεβού της. Με τη μόνη διαφορά πως ήταν με τον θάνατο. Το πρωί της 25ης Αυγούστου 1991 βρέθηκε εκεί νεκρή, στραγγαλισμένη για την ακρίβεια, με τις Αρχές να καταλήγουν ότι κίνητρο του εγκλήματος ήταν η ληστεία.
Οι γείτονες δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι πίσω από τον θάνατό της κρυβόταν κάποιος που την γνώριζε προσωπικά. Σύμφωνα με τις καταθέσεις τους η 75χρονη γυναίκα, που εξασκούσε το επάγγελμα μέχρι τα γεράματά της, δεν είχε εχθρούς. Θρησκευόμενη και φιλάνθρωπη, βοηθούσε έμπρακτα πολλούς κατοίκους της περιοχής, μοιράζοντας πολλά από όσα κέρδιζε με τον τρόπο ζωής της. Μια συνήθεια που είχε ξεκινήσει από την περίοδο της Κατοχής κιόλας.
Εκείνα τα δύσκολα σχεδόν για το σύνολο του πληθυσμού τότε, η Γαβριέλλα υπήρξε περιζήτητη μεταξύ των Γερμανών κατακτητών. Αποτέλεσμα της προτίμησής τους ήταν όχι μόνο να κερδίσει πολλά χρήματα, αλλά να μπορεί να αποσπά πληροφορίες τις οποίες στη συνέχεια μετέφερε στις δυνάμεις της Αντίστασης. Εκείνο πάντως που είναι σίγουρο πέρα από κάθε αμφιβολία είναι πως αυτή η γυναίκα ελευθερίων ηθών συχνά περνούσε από κάθε σπίτι της περιοχής αφήνοντας τα τόσο δυσεύρετα τρόφιμα στις πόρτες όσων είχαν ανάγκη, ενώ συχνά κάλυπτε τα έξοδα ακόμη και για την ιατρική περίθαλψή τους. Η αλήθεια είναι πως το δικό της κρεβάτι έσωσε πολλές ζωές.
Για όλα τα παραπάνω, η «μαντάμ Ορτάνς της πρωτεύουσας» έφτασε στο σημείο να περάσει το κατώφλι του Προεδρικού Μεγάρου και να τιμηθεί για την προσφορά της στο πέρασμα του χρόνου. Μια ιερόδουλος από επιλογή, όπως ξεκαθάριζε στις σπάνιες συνεντεύξεις της. Όπως είχε πει και λίγο πριν τον φρικτό θάνατό της, μιλώντας στο περιοδικό «Ένα»:
«Κανένα απολύτως παράπονο δεν έχω, ούτε από την κοινωνία, ούτε από κανέναν, τι μου φταίει δηλαδή η κοινωνία; Αφού το είπαμε, από μικρή, πώς να το εξηγήσω, τον ήθελα τον άντρα, τον λιγουρευόμουνα. Όχι, όχι, δεν μετάνιωσα για τίποτε», είχε πει το 1990 η γυναίκα που κατάφερε να κάνει τους άντρες να βλέπουν το σπίτι της ως ένα καταφύγιο παρηγοριάς…
Δν σε λυπάμαι γτ στο τέλος με τέτοιες καταλήγεις! Φιλάκια
Το γνωστό τέλος όλων των πουτ@ν@ριών..