Σάββατο, 7 Αυγούστου 1988. Οδός Τυρνάβου, νούμερο 26, Κολωνός. Η ελληνική κοινωνία καλείται να αντιμετωπίσει μια θλιβερή πραγματικότητα με θύμα έναν άνθρωπο του πνεύματος. Έναν ιδιόρρυθμο συγγραφέα που δεν έκρυψε ποτέ ούτε την αγάπη του προς το ίδιο φύλο, ούτε τα πάθη του.
Στραγγαλισμένος και γυμνός στο κρεβάτι του
Η σορός του Κώστα Ταχτσή εντοπίζεται στο διαμέρισμά του, 48 ώρες μετά τον θάνατό του. Ήταν αδερφή του, Ελπίδα Αρτέμη, εκείνη που τον βρήκε νεκρό. Νεκρό στα 61 του χρόνια.
Όπως θα δήλωνε αργότερα στις Αρχές, οδηγήθηκε στο να τον αναζητήσει στο διαμέρισμά του, ύστερα από αγωνιώδεις προσπάθειες δύο ημερών να επικοινωνήσει μαζί του. Ο αδερφός της δεν απαντούσε στο τηλέφωνο. Κάτι που δεν συνήθιζε. Έτσι, εκείνη έφτασε στο σπίτι του και άνοιξε την πόρτα με τα κλειδιά που ο ίδιος της είχε δώσει . Τα φώτα της εισόδου ήταν αναμμένα και ο χώρος ακατάστατος. Έλειπαν πράγματα. Πιθανότατα –όπως είπε- να περίμενε κάποιον φίλο. Τον βρήκε νεκρό και γυμvό στο κρεβάτι του.
Βάσει της ιατροδικαστικής γνωμάτευσης, ο συγγραφέας είχε στραγγαλιστεί κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Οι έρευνες οδήγησαν στο συμπέρασμα πως ο ίδιος είχε δολοφονηθεί το βράδυ της περασμένης Πέμπτης.
Οι μαρτυρίες των γειτόνων, όμως, ήθελαν τον εκκεντρικό συγγραφέα να έχει φτάσει στο σπίτι του το τελευταίο 24ωρο που εθεάθη ζωντανός, με τρεις διαφορετικούς νεαρούς άνδρες, με τον τελευταίο, ξημερώματα Παρασκευής. Όσοι γνώριζαν, θεώρησαν βέβαιο πως επρόκειτο για εραστές που είχαν φτάσει μέχρι το σπίτι του με σκοπό τη συνουσία.
Ο τρίτος εξ’ αυτών παρουσιάστηκε από τους μάρτυρες ως καλοντυμένος μελαχρινός, με μουστάκι, γύρω στα 30. Σε αυτά ακριβώς τα στοιχεία στηρίχτηκαν και οι έρευνες, μάταια όμως. Η περιγραφή, βλέπεις, θα μπορούσε να ταιριάζει στον καθένα. Κυρίως από τη στιγμή που όλοι γνώριζαν πως ο Ταχτσής συνήθιζε να συχνάζει στα επικίνδυνα στέκια του αγοραίου έρωτα…
Ο Πάνος Σόμπολος περιγράφει παρόμοιο σκηνικό με την αδερφή του θύματος:
«Όταν έφτασα στο σπίτι της οδού Τιρνάβου, μπήκα μέσα και είδα τον Ταχτσή γυμνό, γυρισμένο στη δεξιά πλευρά, με ίχνη αίματος στο πρόσωπο. Στην ντουλάπα του ήταν κρεμασμένα γυναικεία ρούχα, αλλά και περούκες. Ο ιατροδικαστής Μπάμπης Σταμούλης μου είπε πως τον στραγγάλισαν με τα χέρια».
Όπως αποδείχτηκε από την ιατροδικαστική έρευνα, το θύμα δεν προέβαλλε την παραμικρή αντίσταση, με το αίμα του να «προδίδει» την υψηλή κατανάλωση αλκοόλ. Υπάρχει περίπτωση να μην καταλάβαινε τι ακριβώς συνέβαινε την ώρα του βίαιου θανάτου του.
Από τον στραγγαλισμό του Ταχτσή στη σφαγή του Σεργιανόπουλου
Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι ο εμπειρότατος δημοσιογράφος του αστυνομικού ρεπορτάζ, δηλώνει πως οι ομοιότητες της δολοφονίας Ταχτσή με αυτής του Σεργιανόπουλου -20 χρόνια αργότερα- είναι τεράστιες.
«Η περίπτωση του Σεργιανόπουλου ξύπνησε μνήμες από την υπόθεση Ταχτσή. Είναι από τα σπάνια εγκλήματα τέτοιου είδους που εξιχνιάστηκαν», λέει και συνεχίζει αναφερόμενος στο φρικτό έγκλημα με θύμα τον ηθοποιό:
«Ήταν 07:40 το πρωί της Κυριακής 8 Ιουνίου του 2008, όταν πληροφορήθηκα τη δολοφονία και πήγα αμέσως στην οδό Μετεώρων, στο Παγκράτι, με το συνεργείο του Mega, ώστε να μεταδώσω την έκτακτη αυτή είδηση. Όταν ανέβηκα στο σπίτι, είδα τον Νίκο Σεργιανόπουλο σε ύπτια θέση, με τα γόνατα ελαφρώς λυγισμένα. Ήταν κατασφαγμένος, γυμνός, με αίματα στο πρόσωπο, μέσα σε μια λίμνη αίματος. Είχε μαχαιριές σε λαιμό, κοιλιακή χώρα, θωρακική χώρα και διάφορα άλλα σημεία. Το σπίτι ήταν άνω κάτω και η οικιακή βοηθός, που ανακάλυψε πρώτη το πτώμα, ήταν σε κακό χάλι».
Ιδού λοιπόν πώς έχουν τα πράγματα: Ταχτσής και Σεργιανόπουλος βρέθηκαν από οικεία τους πρόσωπα δολοφονημένοι στο σπίτι τους. Τον πρώτο εντόπισε η οικιακή βοηθός και τον δεύτερο η καθαρίστρια. Μιλάμε για εγκλήματα σεξ0υαλικής φύσης. Ήταν γυμνοί. Και οι δύο είχαν ανοίξει την πόρτα τους σε αγνώστους νεαρούς με σκοπό την ερωτική συvεύρεση. Ήταν λάτρεις του αγοραίου έρωτα.
Είχαν καταναλώσει αλκοόλ και στην περίπτωση του Σεργιανόπουλου, ουσίες. Τα σπίτια τους ήταν ακατάστατα και έλειπαν πράγματα. Από το διαμέρισμα του Ταχτσή έλειπαν πολλές δακτυλογραφημένες σελίδες της αυτοβιογραφίας του –η οποία αναμενόταν να εκδοθεί-, ο αυτόματος τηλεφωνητής, ένα βίντεο και μία φωτογραφική μηχανή.
Ο Γεωργιανός δολοφόνος του Νίκου Σεργιανόπουλου φεύγοντας πήρε μαζί του το κινητό του τηλέφωνο, 100 ευρώ από το πορτοφόλι του, δύο ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τα κλειδιά του σπιτιού και του αυτοκινήτου του.
Και αυτό που δυσκόλεψε περισσότερο την Αστυνομία; Ο προσωπικός χώρος και των δύο ήταν γεμάτος αποτυπώματα συγγενών και φίλων. Όλοι και κανείς ήταν ύποπτοι. Ή υπεράνω πάσης υποψίας.
Οι σημαντικές διαφορές είναι δύο: Πρώτον, ο Σεργιανόπουλος -σε αντίθεση με τον Ταχτσή- αντιστάθηκε, καθώς έφερε αμυντικά τραύματα και δεύτερον, η υπόθεσή του έκλεισε με το όνομα του δράστη να αναγράφεται στα πρακτικά της. Την ώρα που ο δολοφόνος του καταξιωμένου συγγραφέα κυκλοφορεί ακόμα ελεύθερος… Αν είναι ζωντανός.
«Ποιος, πώς και γιατί σκότωσε τον Κώστα Ταχτσή»
Η φράση αυτή θα μπορούσε να αποτελεί τίτλο εφημερίδας της εποχής. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Αυτός είναι ο υπότιτλος του βιβλίου «Η δολοφονία του Συγγραφέα» που έγραψε ο δημοσιογράφος και καλός φίλος του Κώστα Ταχτσή, Κώστας Τσαρούχας, 20 χρόνια μετά τη δολοφονία του.
Ο ίδιος, έχει διαμορφώσει μια ξεκάθαρη άποψη όσον αφορά στο θλιβερό τέλος του συγγραφέα, «φωτογραφίζοντας» τον δολοφόνο του. Σε δημοσιογραφικό πάντα επίπεδο. Ο θάνατός του μπορεί να μην παρουσιάζεται ως προμελετημένος στην προσωπική έρευνα που διεξήγαγε, ήταν όμως αναμενόμενος.
Και ιδού ο λόγος.
«Δεν είμαι Αστυνομία. Οι Αρχές έχουν τον λόγο. Δουλειά του δημοσιογράφου δεν είναι να συλλαμβάνει, αλλά να δίνει στοιχεία. Τον μεγάλο Έλληνα συγγραφέα, τον άνθρωπο με τα τόσα χαρίσματα και τις εξαιρετικά παρακινδυνευμένες επιλογές σ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, που είχε επιλέξει, τον σκότωσε ο τελευταίος πελάτης του, στο διαμέρισμα της οδού Τυρνάβου.
Τον στραγγάλισε όταν διαπίστωσε πως στο κρεβάτι δεν βρισκόταν με μία γυναίκα, αλλά με άντρα», έγραψε, αναφερόμενος φυσικά στην εμμονή του Ταχτσή να «ψαρεύει» νεαρούς στις πιάτσες παριστάνοντας τη γυναίκα:
«Είχε μια ειδική ζώνη στο χρώμα του σώματος, με την οποία έκρυβε τα γεννητικά του όργανα. Είχε κάνει πλήρη αφαίρεση των τριχών. Είχε προβεί σε ειδική εγχείρηση στήθους στο Μιλάνο. Με ειδική κολλητική ταινία τραβούσε προς τα πάνω το πρόσωπό του, προτού βάλει περούκα. Χρησιμοποιούσε μια δική του τεχνική στον έρωτα, που κατάφερνε να ξεγελάει τους πελάτες και να τους μένει η εντύπωση ότι έχουν πάει με γυναίκα.
Πολλές φορές ζήτησε τη βοήθειά μου. Τον είχα συνοδεύσει καταματωμένο στο νοσοκομείο, όταν τον έδερνε ο ‘Αλόμας’ και άλλοι τραβεστί, γιατί τους έκλεβε τη δουλειά. Του είχα πει: ‘Κώστα, πρόσεχε! Αν κάποιος αντιληφθεί ότι δεν έχει να κάνει με γυναίκα, αλλά με άντρα, θα σε σκοτώσει’. Και αυτός αντιδρούσε, λέγοντάς μου: ‘Μη φοβάσαι, ανήσυχε ρεπόρτερ, κανείς δεν πρόκειται να το καταλάβει’».
Όσο τις τελευταίες του στιγμές, όταν ο χρόνος ξεκίνησε να μετρά αντίστροφα για εκείνον;
«Εκείνο το βράδυ πήρε τρεις πελάτες, τους οποίους δεν πήγε στο ξενοδοχείο ‘Εστία’, αλλά στο σπίτι του, της οδού Τυρνάβου στον Κολωνό. Ήταν τύφλα στο μεθύσι. Από τα στοιχεία προκύπτει ότι το αίμα και τα ούρα παρουσίαζαν υψηλή συγκέντρωση οινοπνεύματος, με αποτέλεσμα να έχει καταστεί άθυρμα στις διαθέσεις του πελάτη του. Κάποια στιγμή, που ο νεαρός αντιλήφθηκε ότι έχει μπροστά του έναν άντρα, τον έπνιξε».
Ωστόσο, μέχρι σήμερα επικρατεί η άποψη πως τον συγγραφέα είχαν πολλοί λόγο να μην τον θέλουν ζωντανό. Πρόκειται για άτομα της υψηλής κοινωνίας που «φωτογραφίζονταν» με διόλου κολακευτικούς χαρακτηρισμούς στην αυτοβιογραφία που με τόσο ανυπομονησία ετοίμαζε…
Η υπόθεση δεν εξιχνιάστηκε ποτέ κι έτσι τόσο τα κίνητρα όσο και η ταυτότητα του δράστη, επισήμως παραμένουν άγνωστα.
Δύο παρόμοιες δολοφονίες, δύο αγαπητά στο κοινό θύματα, δύο υποθέσεις που συντάραξαν την ελληνική κοινωνία. Όχι μόνο λόγω του τόσο ξαφνικού θανάτου δύο ανθρώπων της Τέχνης, μα κυρίως διότι οι δυο τους προδόθηκαν από τα ακατανόητα για τη συντηρητική ελληνική κοινωνία πάθη τους.