Την εξέλιξη και τις επιπτώσεις της κρίσης στη δημόσια και ιδιωτική δαπάνη για την εκπαίδευση στο διάστημα 2000-2016, εξετάζει έρευνα του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ).
Όπως προκύπτει από την έρευνα, η οποία βασίστηκε σε στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και της EUROSTAT και έχει τίτλο «Εκπαίδευση στην Ελλάδα: Κρίση και εξέλιξη της δημόσιας και ιδιωτικής δαπάνης», ύστερα από μια περίοδο ισχυρής επέκτασης της δημόσιας εκπαιδευτικής δαπάνης (2000-2008), υπήρξαν μετά το ξέσπασμα της κρίσης σημαντικές περικοπές, με αποτέλεσμα η συνολική δημόσια εκπαιδευτική δαπάνη, σε πραγματικές τιμές, να επανέλθει το 2016 στο επίπεδο των αρχών της δεκαετίας του 2000 ως ποσοστό του ΑΕΠ και ως ποσοστό της συνολικής δαπάνης της γενικής κυβέρνησης.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η ιδιωτική δαπάνη των νοικοκυριών για την εκπαίδευση (σε πραγματικές τιμές) έχει μειωθεί κατακόρυφα από το 2009 και μετά, ακολουθώντας σε γενικές γραμμές την εξέλιξη της συνολικής ιδιωτικής δαπάνης, ύστερα από μια περίοδο σημαντικής αύξησής της (από 2,8 δισ. ευρώ το 2004 σε 3,3 δισ. ευρώ το 2009 και 2,1 δισ. ευρώ το 2016). Ως αποτέλεσμα των αυξομειώσεων που σημειώθηκαν πριν και μετά την έναρξη της κρίσης, η ιδιωτική δαπάνη, από 26% της συνολικής (δημόσιας και ιδιωτικής) δαπάνης το 2008 μειώθηκε σε 20% το 2016, καθώς η ιδιωτική δαπάνη μειώθηκε περισσότερο από τη δημόσια.
Η δημογραφική πρόκληση
Στη μελέτη τονίζεται ότι, πέρα από τη δημοσιονομική προσαρμογή, η κρίση έχει μεταβάλει τα δημογραφικά δεδομένα της χώρας και του εκπαιδευτικού συστήματος. Προβλέπεται σταδιακά, μεγάλη μείωση του μαθητικού πληθυσμού τα επόμενα χρόνια, από 1,47 εκατ. το 2018 σε 1,05 εκατ. το 2035, δηλαδή κοντά στο 30%. Η εξέλιξη αυτή αναμένεται να μεταβάλει τα χαρακτηριστικά της δημόσιας δαπάνης, αυξάνοντας τη δαπάνη ανά μαθητή, εκπαιδευτικό και σχολική μονάδα (έως και 37%), ενώ θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ιδιωτική και τη συνολική εκπαιδευτική δαπάνη (μείωση έως 27%).
Έτσι, το ΙΟΒΕ, με βάση τα στοιχεία αυτά, τόνισε την ανάγκη για χάραξη εθνικής στρατηγικής για την ανεύρεση πρόσθετων πόρων για την αύξηση της χρηματοδότησης της εκπαίδευσης τα προσεχή χρόνια, την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων με στόχο τη βελτίωση της απόδοσης και της αποτελεσματικότητας της σημερινής δημόσιας δαπάνης, και την αναδιάρθρωσή της με ανακατανομή μεταξύ εκπαιδευτικών βαθμίδων και μεταξύ κατηγοριών δαπάνης (μισθοί εργαζομένων, υποδομές, λειτουργικές δαπάνες, κοινωνικές παροχές).
Η αποζημίωση των εργαζομένων στην εκπαίδευση για το διάστημα από το 2000 έως το 2016, αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής εκπαιδευτικής δαπάνης, καταγράφοντας το μεγαλύτερο μερίδιο (83%) το 2008, στο τέλος δηλαδή της περιόδου δημοσιονομικής επέκτασης, πριν την έναρξη της κρίσης. Για το σύνολο της εκπαιδευτικής δαπάνης, η δαπάνη για σχολικά κτήρια, υποδομές κ.ά., αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη κατηγορία εκπαιδευτικής δαπάνης που έλαβε τις μεγαλύτερες τιμές της στην αρχή (πάνω από το 15% το 2000-2005) και το τέλος (11-12% το 2013-2016) της υπό εξέτασης περιόδου.
Η συνολική δημόσια εκπαιδευτική δαπάνη στην Ελλάδα, συγκριτικά με τις άλλες χώρες, ως ποσοστό του ΑΕΠ και της συνολικής δαπάνης της γενικής κυβέρνησης, υστερεί διαχρονικά έναντι των χωρών της Ευρώπης, ακόμα και χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά την τριτοβάθμια εκπαίδευση, η δαπάνη στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ, κινείται στο μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης.
Γενικά, η συνολική εκπαιδευτική δαπάνη στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2000-2016, κυμάνθηκε μεταξύ 3,6%-4,6% και υπολείπεται διαχρονικά του μέσου όρου της δαπάνης των χωρών της ΕΕ (από 4,7% έως 5,3%) και της Ευρωζώνης (από 4,6% έως 5%) την ίδια περίοδο.