Η οικογένεια της και οι επίσκοποι που ήταν υπεύθυνοι για τον εξορκισμό της, ήταν σίγουροι ότι την σκότωσαν οι δαίμονες που την είχαν κυριέψει για πάνω από τρία χρόνια. Ανελίζε Μίχελ Η Ανελίζε Μίχελ γεννήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου του 1952 στην περιοχή Λείμπφινγκ στη Βαυαρία της Γερμανίας. Οι γονείς και τα αδέρφια της από μικρή ηλικία μεγάλωσαν σε ένα βαθιά θρησκευόμενο περιβάλλον.
Μέχρι το 1968, η Ανελίζε ζούσε μια τυπική εφηβική ζωή. Τότε, εντελώς ξαφνικά η Ανελίζε εμφάνισε προβλήματα επικοινωνίας, ενώ οι πόνοι και οι κρίσεις δεν της επέτρεπαν να ελέγξει το κορμί της και να περπατήσει χωρίς τη βοήθεια κάποιου στηρίγματος. Οι γιατροί της διέγνωσαν επιληψία και για την ταχύτερη θεραπεία της, η Ανελίζε εισήχθη σε ψυχιατρικό νοσοκομείο. Η διαμονή της δεν είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Η Ανελίζε έπασχε κι από κατάθλιψη. «Βλέπω στους τοίχους πρόσωπα δαιμονικά, με 7 στέμματα και 7 κέρατα» Η Ανελίζε ακολουθούσε ιατρική περίθαλψη. Της είχαν χορηγηθεί αντι-επιληπτικά κι αντικαταθλιπτικά χάπια. Ωστόσο, στη νεαρή κοπέλα δημιουργήθηκε η έμμονη ιδέα ότι υπάρχουν δαίμονες κι ότι τους βλέπει γύρω της και στους δρόμους. Το ανέφερε πολλές φορές στους γονείς και τον φίλο της. Επικεντρώθηκε στην καθολική πίστη και τις προσευχές. Σύντομα όμως, απέκτησε μια αποστροφή σε ότι ήταν θρησκευτικό, ενώ σύμβολα όπως ο σταυρός της προκαλούσαν αηδία. Το 1973 η Ανελίζε κατάφερε να αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο, αλλά ήταν πλέον πεπεισμένη ότι είχε δαιμονιστεί. Η κατάσταση της υγείας της χειροτέρευε.
Οι παραισθήσεις κατά τη διάρκεια των προσευχών της πλήθαιναν, ενώ όλο και πιο συχνά φώναζε ότι έχει «κυριευθεί από δαίμονες» κι ότι «θα σαπίσει στην κόλαση». Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου ζήτησε να της κάνουν την τελετή του εξορκισμού. Τα πρώτα συμπτώματα Οι γονείς της Ανελίζε και κυρίως η μητέρα της, Ανν, ήταν θετικοί με την επιθυμία της κόρης τους. Το αίτημα τους στην Καθολική Εκκλησία για τέλεση εξορκισμού απορρίφθηκε πολλές φορές.
Η Ανελίζε χρειάστηκε να επισκεφτεί πάρα πολλούς νευρολόγους και ψυχίατρους, ώστε να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς της συνέβαινε.
Το Βατικανό δεν μπορούσε να επιτρέψει να γίνει ο εξορκισμός, μία επίπονη διαδικασία, αν τα συμπτώματα μπορούσαν να δικαιολογηθούν επιστημονικά. Οι γιατροί αποφάνθηκαν ότι η Ανελίζε έπασχε από κάτι «παρόμοιο με την επιληψία» και ότι βέβαια δεν μπορούσε να θεραπευτεί με τον εξορκισμό. Έως τον θάνατο της, η Μίχελ έπαιρνε τα φάρμακα που της είχαν γράψει οι γιατροί της. Για δύο χρόνια η Ανελίζε βασανιζόταν από συνεχείς κρίσεις.
Η γελαστή, φιλική και αγαθή κοπέλα που όλοι γνώριζαν και συμπαθούσαν δεν έμοιαζε σε τίποτα με αυτό που είχε μετατραπεί η Ανελίζε. Έγινε επιθετική κι επικίνδυνη, βλάπτοντας σωματικά τους δικούς της και τον εαυτό της. Περνούσε ώρες κλεισμένη στο δωμάτιο της ουρλιάζοντας, τραυματίζοντας το σώμα της και σπάζοντας σταυρούς.
Για τρία χρόνια κοιμόταν στο πέτρινο δάπεδο του σπιτιού της. Το γόνατά της ήταν κομματιασμένα. Έσκιζε τα ρούχα της και κυκλοφορούσε γυμνή. Η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο, όταν η Ανελίζε ξεκίνησε να τρέφεται με αράχνες κι άλλα έντομα και να πίνει τα ίδια της τα ούρα. Υπήρχαν στιγμές που η Ανελίζε είχε διαύγεια των πράξεων της, όμως κι αυτές τελικά λιγόστεψαν.
Τελικά η εκκλησία πείστηκε να γίνουν εξορκισμοί. Στις 24 Σεπτέμβρη του 1974, ξεκίνησε ο εξορκισμός της Ανελίζε Μίχελ. Για δέκα συνεχόμενους μήνες υπέστη πάνω από 65 εξορκισμούς. Η Καθολική Εκκλησία, αφού πείστηκε ότι τα συμπτώματα της Ανελίζε υποδήλωναν δαιμονισμό, ανέθεσε στον πατέρα Άρνολντ Ρεντς και τον πάστορα Ερνστ Αλτ τον «Μεγάλο Εξορκισμό» της Ανελίζε Μίχελ.
Ο εξορκισμός βασίστηκε στο Rituale Romanum, την τελετή εξορκισμού που ακολουθούσε η Καθολική Εκκλησία από το 1614. Ο εξορκισμός έγινε με άκρα μυστικότητα. Το πρόσωπο της Ανελίζε είχε μεταμορφωθεί και κατά τη διάρκεια των τελετών, η κοπέλα μιλούσε με μία απόκοσμη, βαθιά φωνή.
Ο πατέρας Άρνολντ Ρεντς από κάποιο σημείο κι έπειτα ηχογράφησε τον εξορκισμό της κοπέλας, καθώς ήταν αδύνατο να απομνημονεύσει ό,τι έλεγε η Ανελίζε. Μεταξύ άλλων, η κοπέλα φώναζε ότι είχε κυριευθεί από δαίμονες που δεν μπορούσαν να φύγουν από το σώμα της. Ο Άρνολντ Ρεντς μέσα από ερωτήσεις, όπως «ποιος είσαι» και «ποια είναι τα ονόματα σου», απευθυνόταν στους δαίμονες που βρίσκονταν στο σώμα της Ανελίζε. Τελικά κατέληξε ότι έξι δαίμονες κυριαρχούσαν στην Ανελίζε.
Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ο Εωσφόρος, ο Χίτλερ, ο έκπτωτος ιερέας Φλάισμαν, ο Νέρων κι ο Κάιν. Υπήρχαν φορές που χρειάστηκε να αλυσοδέσουν την Ανελίζε προκειμένου να μη βλάψει τον εαυτό της και τους γύρω της, καθώς η δύναμή της ήταν τόση, που ακόμη και τρεις άνδρες δεν μπορούσαν να την συγκρατήσουν. Μάρτυρες του εξορκισμού ανέφεραν ότι το σώμα της κοπέλας, κυριευμένο από παραφυσικά πλάσματα, είχε γεμίσει εκδορές και μελανιές, ενώ υπήρχαν φορές που το κορμί της αιωρούταν κι έπειτα έπεφτε με δύναμη στο πέτρινο δάπεδο. Στις 30 Ιουνίου του 1976 τελέστηκε ο τελευταίος εξορκισμός.
Το βράδυ, η εξαθλιωμένη Ανελίζε είπε στην μητέρα της ότι κάτι θα συμβεί. Το πρωί ήταν νεκρή. Τα τελευταία της λόγια προς τους εξορκιστές ήταν «ικετεύστε για την άφεση», ενώ στην μητέρα της είπε: «μητέρα, είμαι φοβισμένη». Απόσπασμα από τον εξορκισμό της Ανελίζε Μίτσελ, από τις ηχογραφήσεις του πατέρα Άρνολντ Ρεντς: «Υπόθεση Κλίνγκερμπεργκ» Τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στην περιοχή Κλίνγκερμπεργκ της Βαυαρίας μεταφέρθηκαν δικαστικά δύο χρόνια αργότερα, το 1978.
Ο γιατρός που επισκέφτηκε την οικεία των Μίχελ, την ημέρα πέθανε η Ανελίζε, κατηγόρησε τους γονείς της για τον θάνατο της κόρης τους. Την εποχή που πέθανε η Ανελίζε έκανε πρεμιέρα στη Γερμανία η ταινία του Γουίλιαμ Φρίντκιν, «Ο εξορκιστής». Η ταινία προκάλεσε κύμα εμμονών γύρω από τα μεταφυσικά γεγονότα. Κρούσματα περί δαιμονισμού και παρόμοιων ιδεών αυξήθηκαν ακαριαία στη Γερμανία.
Η δίκη ξεκίνησε στις 30 Μαρτίου του 1978, δύο χρόνια αργότερα από την κινηματογραφική προβολή του «Εξορκιστή» για να αποφευχθεί τυχόν σύγκριση του εξορκισμού της Ανελίζε με τα γεγονότα που περιέγραφε η ταινία. Από την πλευρά της Εκκλησίας, ο πατέρας Άρνολντ Ρετς, προσπάθησε να αποδείξει μέσα από τις κασέτες που είχε ηχογραφήσει τον εξορκισμό της Ανελίζε, ότι η κοπέλα ήταν όντως δαιμονισμένη. Από την πλευρά της επιστήμης, γιατροί που παρακολουθούσαν την υγεία της Ανελίζε υποστήριξαν ότι συμπτώματα της 24τετράχρονης Μίχελ ήταν συμπτώματα επιληψίας κι ότι με την κατάλληλη ιατροφαρμακευτική αγωγή, ήταν δυνατό να περιοριστούν.
Η απόφαση του δικαστηρίου έκρινε τους γονείς και τους εξορκιστές της Ανελίζε ένοχους για φόνο εξ’ αμελείας. Καταδικάστηκαν σε έξι μήνες φυλάκιση. Η κακή διατροφή και η μη λήψη υγρών κατά τη διάρκεια όλων των ιεροτελεστιών, ήταν τα αίτια από τα οποία πέθανε η Ανελίζε.
Εκταφή
Ήδη από εκείνη την εποχή, η επιρροή της Εκκλησίας και της θρησκείας γενικά άρχισε να αμφισβητείται κι όλο και περισσότεροι άνθρωποι έψαχναν εξηγήσεις μέσα από την επιστήμη. Σύντομα, ξεκίνησε η σύγκρουση της θρησκευτικής πίστης με την αυτήν της επιστημονικής απόδειξης. Παρόλο που τα αίτια θανάτου της Ανελίζε δεν ήταν μεταφυσικά, οι γονείς της κοπέλας ζήτησαν να γίνει εκταφή του σώματός της λίγο πριν από τη δίκη.
Ο λόγος ήταν ότι η ταφή είχε γίνει πρόχειρα. Στην πραγματικότητα, μία καλόγρια είχε εκμυστηρευτεί στους γονείς της νεαρής ότι το σώμα της Ανελίζε παρέμενε άθικτο από την αποσύνθεση επειδή ήταν δαιμονισμένη. Το σώμα της Ανελίζε ωστόσο είχε αποσυντεθεί. Αν και αργότερα μια επιτροπή της Γερμανικής Εκκλησίας παραδέχτηκε ότι ο θάνατος της Ανελίζε Μίχελ δεν προήλθε από δαιμονισμό, υπάρχουν ακόμη και σήμερα αναρίθμητοι πιστοί που πιστεύουν το αντίθετο. Η Ανν Μίχελ, το 2007 ανέφερε ότι «ακόμη κάτι υπάρχει μέσα στο σπίτι. Κάτι δεν έχει φύγει».
Λίγα χρόνια μετά το σπίτι που έμενε η Ανελίζε έπιασε φωτιά κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Σύμπτωση ή όχι, ιστορίες δαιμονισμού και μεταφυσικών γεγονότων πάντα θα συνεπαίρνουν τους πιστούς και πάντα θα «ιντριγκάρουν» τους επιστήμονες.