Η συζήτηση για το άνοιγμα ή όχι των σχολείων συνεχίζεται και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, συνεχίζει να συνιστά να καταβάλλονται οι μέγιστες δυνατές προσπάθειες για να αποφεύγεται το μαζικό κλείσιμο των σχολείων.
Ακολουθούν τα κύρια συμπεράσματα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας από ένα κεφάλαιο της εβδομαδιαίας επιδημιολογικής έκθεσής του που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα και είναι αφιερωμένη στα διδάγματα που αντλήθηκαν από έναν χρόνο πανδημίας στην εκπαίδευση.
– Πότε να κλείνουν τα σχολεία;
«Το κλείσιμο σχολείων πρέπει να είναι ένα ύστατο μέτρο, πρέπει να είναι προσωρινό και να επιβάλλεται μόνο σε τοπικό επίπεδο στις ζώνες έντονης μετάδοσης» του ιού, υπογραμμίζει ο ΠΟΥ, μαζί με την UNESCO ή την UNICEF, αναφορικά με τον αντίκτυπο στους μαθητές, ιδιαίτερα στους λιγότερο προνομιούχους ή στους πιο ευάλωτους.
Επιπλέον, «πολλές μελέτες έχουν δείξει πως η επαναλειτουργία των σχολείων δεν οδήγησε σε σημαντικές αυξήσεις της μετάδοσης στην κοινότητα ούτε σε κορυφώσεις των μολύνσεων».
«Οι αποδείξεις της χρησιμότητας του κλεισίματος των σχολείων για να μειωθεί η μετάδοση στους κόλπους της κοινότητας δεν είναι ξεκάθαρες»,
επισημαίνει ο ΠΟΥ υπογραμμίζοντας πάντως ότι η ανακάλυψη στο τέλος της χρονιάς νέων περισσότερο μεταδοτικών παραλλαγμένων στελεχών του κορονοϊού «απαιτεί περισσότερες αναλύσεις ανά φύλο και ανά ηλικία για να μετρηθεί αν και πώς θα μπορούσε να διαφέρει η επίδραση αυτών των νέων παραλλαγμένων στελεχών στα παιδιά» σε σχέση με εκείνη του αρχικού στελέχους του νέου κορωνοϊού.
«Αν διαπιστώσουμε ότι τα παιδιά προσβάλλονται περισσότερο, τα μέτρα δημόσιας υγείας μπορεί να πρέπει να προσαρμοσθούν», συνιστά ο ΠΟΥ.
– Τα σχολεία είναι εστίες μόλυνσης;
«Τα σχολεία δεν αποδεικνύεται πως αποτελούν εστίες υπερμετάδοσης, παρά μόνο σε μερικές περιπτώσεις που τα μέτρα προστασίας δεν εφαρμόζονται καλά», επισημαίνει ο ΠΟΥ.
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, το ποσοστό μετάδοσης στην κοινότητα αντανακλά στο σχολείο. «Όταν η μετάδοση στην κοινότητα είναι ασθενής και έχουν ληφθεί τα κατάλληλα μέτρα πρόληψης, είναι λίγο πιθανό τα παιδιά και τα σχολεία να βρεθούν στην αιχμή της μετάδοσης», επισημαίνει ο οργανισμός.
Το αντίθετο συμβαίνει όμως όταν οι μολύνσεις αυξάνονται, «όπως συμβαίνει αυτούς τους τρεις τελευταίους μήνες, οπότε τα μέτρα πρόληψης και προστασίας είναι κρίσιμης σημασίας για να προληφθεί η μετάδοση».
Τα σχολεία οφείλουν επίσης να συμμετέχουν πολύ ενεργά στα μέτρα πρόωρου εντοπισμού και περιορισμού της μετάδοσης (τεστ, ιχνηλάτηση των επαφών και καραντίνα), που αποτελούν μέρος του οπλοστασίου που συνέστησε ο οργανισμός του ΟΗΕ στην προσπάθεια να χαλιναγωγήσει την πανδημία.
Ο ΠΟΥ σημειώνει πως στο σύνολο των καταγεγραμμένων κρουσμάτων Covid το 2020, οι κάτω των 18 ετών αποτελούν το 8% των περιπτώσεων ενώ αποτελούν το 29% του παγκόσμιου πληθυσμού, πως τα παιδιά κάτω των 10 ετών «είναι λιγότερο πιθανό να προσβληθούν και να μεταδώσουν απ’ ό,τι τα μεγαλύτερα παιδιά». Επικαλείται μια νορβηγική μελέτη που δείχνει «πολύ χαμηλό» ποσοστό μετάδοσης από παιδί σε παιδί και από παιδί σε ενήλικο στα σχολεία που υποδέχονται παιδιά ηλικίας 5 εώς 13 ετών και λαμβάνουν τα κατάλληλα υγειονομικά μέτρα.
Οι έφηβοι ηλικίας 16-18 ετών μεταδίδουν τον ιό τόσο συχνά όσο και οι ενήλικες, σύμφωνα με τον ΠΟΥ.
– Ποιοί είναι οι κίνδυνοι για τους εκπαιδευτικούς;
Ο ΠΟΥ βασίζεται σε μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο και δέιχνει πως «το προσωπικό των σχολείων διατρέχει μικρότερο κίνδυνο στο σχολείο, όταν γίνει σύγκριση με τον ενήλικο πληθυσμό γενικά».
Μια άλλη μελέτη που έγινε στις Ηνωμένες Πολιτείες μεταξύ 57.000 εργαζομένων σε παιδικούς σταθμούς «δείχνει πως δεν υπάρχει αυξημένος κίνδυνος μόλυνσης για τους εργαζομένους».
– Ποια μέτρα χρειάζονται για να τιθασσευτούν οι μολύνσεις;
Για να προστατευθούν, ο ΠΟΥ ζητάει από τα σχολεία να εξασφαλίσουν πως υπάρχουν καλός εξαερισμός και πρακτικές υγιεινής (πλύσιμο των χεριών, καθάρισμα επιφανειών).
Ο ΠΟΥ συνιστά τη χρήση μάσκας: τα παιδιά 12 ετών και άνω «θα πρέπει να φορούν μάσκα, όπως και οι ενήλικοι» ενώ οι εκπαιδευτικοί και το σχολικό προσωπικό «θα πρέπει να φορούν μάσκα όταν δεν μπορούν να εξασφαλίσουν πως βρίσκονται σε απόσταση τουλάχιστον 1 μέτρου στις ζώνες με υψηλά ποσοστά μετάδοσης».
Οι φυσικές αποστάσεις πρέπει να εξασφαλίζονται, για παράδειγμα περιορίζοντας τον αριθμό των μαθητών σε κάθε τάξη, αποφεύγοντας την ανάμιξη τάξεων ή ακόμη με την εφαρμογή διαφορετικών ωραρίων.
Περισσότερο υποχρεωτικά μέτρα μπορεί να αποδειχθούν απαραίτητα για μεγαλύτερους μαθητές και ιδιαίτερα για τους εφήβους.