Μπορεί να υπήρχε διάχυτος ενθουσιασμός στη Νέα Δημοκρατία, που πριν την έναρξη της τουριστικής σεζόν, θεωρούσαν πως το 2019, έτος αναφοράς για τον τουρισμό, θα ξεπεραστεί σε εισπράξεις από τη φετινή τουριστική σεζον.
Οι προβλέψεις, ωστόσο, του Μαξίμου έπεσαν έξω, καθώς η τουριστική κίνηση στην Ελλάδα την περίοδο Ιανουαρίου – Αυγούστου 2022 παρουσίασε μείωση κατά 12,4%, σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο το 2019, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε η Τράπεζα της Ελλάδας για τα οικονομικά τεκταινόμενα στον τουρισμό.
Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις παρουσίασαν μείωση κατά το συγκεκριμένο εξάμηνο της τάξεως του 3,6% σε σχέση με το 2019.
Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία και για τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους σε σχέση με το 2019, καθώς οι ταξιδιωτικές εισπράξεις σημείωσαν μείωση κατά 1,5%, η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση μειώθηκε κατά 13,3%. Το μόνο που αυξήθηκε ήταν η μέση δαπάνη ανά ταξίδι, αύξηση της τάξεως του 14%.
Συγκεκριμένα τον Αύγουστο, τα έσοδα ήταν 4,04 δισ. ευρώ, ενώ το 2019, 4,1 δισ. ευρώ.
Την ίδια ώρα, φέτος ήρθαν 5,865 εκατομμύρια τουρίστες έναντι 6,762 εκατομμυρίων το 2019.
Αν κάτι μπορεί να θεωρηθεί ως επιτυχία για την κυβέρνηση είναι τα αυξημένα έσοδα φέτος σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές, όταν ο πλανήτης ήταν σε καθεστώς lockdown και τα ταξίδια ήταν περιορισμένα.
Με βάση τα στοιχεία της ΤτΕ, τον Αύγουστο του 2022, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις αυξήθηκαν κατά 28,1% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2021. Αναλυτικότερα, αύξηση κατά 14,0% εμφάνισαν οι εισπράξεις από κατοίκους των χωρών της ΕΕ-27, οι οποίες διαμορφώθηκαν στα 2.457,0 εκατ. ευρώ, ενώ οι εισπράξεις από κατοίκους των χωρών εκτός της ΕΕ-27 αυξήθηκαν κατά 58,9% (Αύγουστος 2022: 1.523,8 εκατ. ευρώ, Αύγουστος 2021: 959,1 εκατ. ευρώ).
Η άνοδος των εισπράξεων από κατοίκους των χωρών της ΕΕ-27 ήταν αποτέλεσμα της αύξησης των εισπράξεων από κατοίκους των χωρών της ζώνης του ευρώ κατά 8,8% (Αύγουστος 2022: 1.907,7 εκατ. ευρώ, Αύγουστος 2021: 1.753,0 εκατ. ευρώ), καθώς και των εισπράξεων από κατοίκους των χωρών της ΕΕ-27 εκτός της ζώνης του ευρώ κατά 36,8%, οι οποίες διαμορφώθηκαν στα 549,3 εκατ. ευρώ.