Το ουκρανικό ζήτημα και ειδικά την επιστροφή στην κανονικότητα των σχισματικών της Ουκρανίας αναλύει σε κείμενό του ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ.
Η ανακοίνωση αναφέρει:
«Με αφορμή την εξέλιξη του Ουκρανικού λεγομένου ζητήματος τίθεται αναποδράστως το ανωτέρω ερώτημα προς διερεύνησι και διασάφησι διότι αποτελεί την «λυδία λίθο» κατανοήσεως του προβλήματος όπως τίθεται σήμερον.Ασφαλώς το Σεπτό Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως κατά το Κανονικό Δίκαιο της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας έχει κατά τους θείους και ιερούς κανόνας Γ΄ της Β Οικουμενικής Συνόδου και ΚΗ΄ της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου τα πρεσβεία τιμής μεταξύ των Πατριαρχικών Θρόνων,μετά τον Θρόνο της πρεσβυτέρας Ρώμης στην Αδιαίρετη Εκκλησία. Μετά δε την σχάσι και έκπτωσι εξ Αυτής του Θρόνου της Πρεσβυτέρας Ρώμης τυγχάνει ο πρώτος Θρόνος στην Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία και έχει το κανονικό και έννομο δικαίωμα της τιμητικής προεδρίας των Ορθοδόξων Εκκλησιών και ο Οικουμενικός Πατριάρχης της προεδρίας συγκληθησομένης Οικουμενικής Συνόδου και κατά ταύτα του συντονισμού των Ορθοδόξων Εκκλησιών, ως συμβαίνει με όλες τις προεδρίες ανά τον κόσμο διιστορικώς. Απονέμει δε αυτοκεφαλία και αυτονομία σε εκκλησιαστικές δομές, υπό τον όρο της εγκρίσεως των αποφάσεών Του, από την οποθενδήποτε συγκληθησομένη Οικουμενική Σύνοδο.
Τα ανωτέρω βεβαίως ισχύουν επειδή δεν κατορθώθηκε εισέτι η συναπόφαση των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών για την αποδοχή διαδικασίας απονομής της αυτοκεφαλίας και του αυτονόμου που συζητείται επί πενήντα έτη και προβλέπει αίτησι του Εκκλησιαστικού σώματος, συναίνεσι της Μητέρας Εκκλησίας και έγκρισι των λοιπών αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Κατά ταύτα το Σεπτό Οικουμενικό Πατριαρχείο δύναται να χορηγήσει αυτοκεφαλία σε εκκλησιαστική δομή που το ζητεί και που πληροί τους κανονικούς όρους, αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση της Ουκρανίας εγείρεται το θέμα ότι η μόνη κανονική εκκλησιαστική δομή της χώρας, που με απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχου Διονυσίου Δ΄από το 1686 διοικείται από το Πατριαρχείο Μόσχας δεν επιθυμεί και δεν επιδιώκει σήμερα την ανακήρυξη της σε αυτοκέφαλη Εκκλησία. Την αυτοκεφαλία της Ουκρανικής Ορθοδόξου Εκκλησίας επιδιώκουν ο δυτικόφιλος ουνίτης Πρόεδρος της χώρας Πέτρο Ποροσένκο, το κοινοβούλιο της χώρας και δύο σχισματικές εκκλησιαστικές δομές, η«Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία-Πατριαρχείο Κιέβου», που αποσπάστηκε το 1992 από το Ρωσσικό Πατριαρχείο με σκληρές επιθέσεις και αναθέματα κατά του Πατριαρχείου της Μόσχας με επικεφαλής τον καθηρημένο και αναθεματισμένο πρώην Μητροπολίτη Κιέβου μοναχό Φιλάρετο (Ντενισένκο) και η«Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία», που δημιουργήθηκε το 1921 από τις Σοβιετικές Αρχές και ένεκεν της συμπράξεώς της με τους Ναζί κατακτητές της χώρας κατεδιώχθη και συνέπτυξε «εκκλησία των κατακομβών» και μετά ταύτα ανεβίωσε το 1980 από τον αυτοπροσδιοριζόμενο ως «Πατριάρχη» Μστισλάβ που ζούσε στη Δύση και σήμερα διοικείται από τον αυτοπροσδιοριζόμενο ως «Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας» Μακάριο Μαλέτιτς.
Το Σεπτό Οικουμενικό Πατριαρχείο απέστειλε δύο εξάρχους για την διερεύνηση του θέματος και απεφάσισε Συνοδικώς να χορηγήσει αυτοκεφαλία στην Ορθόδοξη Εκκλησίας της Ουκρανίας απροσδιορίστως προς το παρόν και βέβαια όχι στην αναγνωριζομένη υπό πάντων και υπό του Σεπτού Οικουμενικού Πατριαρχείου κανονική Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας υπό τον Μητροπολίτη Ονούφριο που κανονικώς εξαρτάται από το Πατριαρχείο της Μόσχας που δεν το επιθυμεί και δεύτερον απεκατέστησε στην κανονική τάξη τις δύο σχισματικές «Εκκλησιαστικές» δομές με τους επικεφαλής των, των οποίων την κανονική κατάσταση ουδεμία ορθόδοξη Εκκλησίας ανεγνώριζε. Ειδικώτερα ο μοναχός Φιλάρετος Ντενισένκο, κληρικός τυγχάνων του Πατριαρχείου Μόσχας ως Μητροπολίτης Κιέβου το 1992 καθηρέθη εκ του υψηλού της Αρχιερωσύνης υπουργήματος και μετά ταύτα ανεθεματίσθη για την πρόκλησι σχίσματος αλλά και για ετέρας αντικανονικάς αυτού ενεργείας, ο δε έτερος ουδεμία κανονική χειροτονία κέκτηται προερχόμενος εξ «Ιεραρχίας» μιάς μορφής «ζώσης Εκκλησίας» του Σοβιετικού Καθεστώτος που συνεστήθη το 1921.
Το κρίσιμο επομένως θέμα που τίθεται από κανονικής επόψεως στο συγκεκριμένο ζήτημα είναι εάν η απόφασις τελείας συνόδου προεδρευομένης υπό Πατριάρχου ως είναι η σύνοδος του Πατριαρχείου Μόσχας είναι ανέκκλητος ή δύναται να εκκληθή ενώπιον άλλης Πατριαρχικής συνόδου. Το θέμα αυτό απησχόλησε την οικουμενική Εκκλησία μετά την σύνοδο της Σαρδικής και τους κανόνες Γ΄, Δ΄ και Ε΄. Πρώτος ο επίσκοπος Ρώμης Ζώσιμος επικαλούμενος τους κανόνες της Σαρδικής, ως κανόνες δήθεν της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας, διεξεδίκησε δικαιώματα υπάτου δικαστού επί των εκκλησιών της Β. Αφρικής και αξίωσε την αποκατάσταση του καθαιρεθέντος από τον επίσκοπο SiccaΟυρβανό πρεσβυτέρου Απιαρίου. Οι αφρικανοί επίσκοποι απέκρουσαν διαρρήδην το υπό του επισκόπου της πρεσβυτέρας Ρώμης Ζωσίμου και του διαδόχου του Βονιφατίου Κελεστίνου Α΄ αξιούμενο δικαίωμα υπάτου δικαστού των εκκλησιών τους το 424. Προηγουμένως η εν Καρθαγένη τοπική σύνοδος με τον ΛΣΤ (31) κανόνα της (κατ’ αρίθμησιν «Πηδαλίου»), ο οποίος επαναλαμβάνεται απαράλακτος και με τον ΡΛΔ (129)κανόνα της ιδίας συνόδου νομοθέτησε: «Ομοίως ήρεσεν, ίνα οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι και οι λοιποί κατώτεροι κληρικοί, εν αίς έχουσιν αιτίαις, εάν τα δικαστήρια μέμφωνται των ιδίων επισκόπων, οι γείτονες επίσκοποι ακροάσωνται αυτών και, μετά συναινέσεως του ιδίου επισκόπου, τα μεταξύ αυτών διαθώσιν οι προσκαλούμενοι παρ’ αυτών επίσκοποι. Διό, ει και περί αυτών έκκλητον παρέχειν νομίσωσι, μη εκκαλέσωνται εις τα πέραν της θαλάσσης δικαστήρια, αλλά προς τους πρωτεύοντας των ιδίων επαρχιών, ως και περί των επισκόπων πολλάκις ώρισται.
Οι δε προς περαματικά δικαστήρια διεκκαλούμενοι, παρ᾽ ουδενός εν τη Αφρική δεχθώσιν κοινωνίαν» και το σημαντικόν είναι ότι οι κανόνες της εν Καρθαγένη Συνόδου επικυρώθησαν ορισμένως και ονομαστικώς από τον Β΄ κανόνα της αγίας Στ΄ Οικουμενικής Συνόδου απλώς δε από τον Α΄ της Δ΄ και τον Α΄ της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Επομένως η αδιαίρετος Εκκλησία εδέχθη ότι τα υπό του Γ΄,Δ΄ και Ε΄ κανόνων της Σαρδικής, οριζόμενα αφορούσαν ειδικό προνόμοιο που απενεμήθη στον τότε Ορθόδοξο επίσκοπο της πρεσβυτέρας Ρώμης διά τους υπ’ αυτόν υπαγομένους Επισκόπους και μόνον και όχι περί αναθέσεως υπερτάτης εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας σε αυτόν. Σχετικά ο Ζωναράς λέγει: «Ούτε ούν της εν Νικαία συνόδου εστίν ο κανών, ούτε πάσας τας εκκλήτους ανατίθησι αυτώ αλλά των υποκειμένων αυτώ» (Σ.Γ.241), ο δε Βαλσαμών αναφέρει: «ειδικόν γαρ εστί τούτο εις τας εκκλησιαστικάς υποθέσεις του Πάπα και κρατείν οφείλει ένθα εξεφωνήθη» (Σ.Γ.239). Συνεπώς η απαίτησις του τότε Ορθοδόξου επισκόπου της πρεσβυτέρας Ρώμης για προνόμιο υπερτάτης εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας απερρίφθη υπό της Εκκλησίας διότι έγινε δεκτή η κανονική διάταξι της Συνόδου της Καρχηδόνος διά της Αγίας Στ΄ Οικουμενικής Συνόδου ότι θα αφορίζονται οι κληρικοί ετέρου εκκλησιαστικού κλίματος που θα εκκαλούν ενώπιον του επισκόπου της πρεσβυτέρας Ρώμης τας υποθέσεις των.
Στην Ορθόδοξο Καθολική Εκκλησία επί τη βάσει των Θ. και Ι. Κανόνων Θ΄ και ΙΖ΄ της αγίας Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου που διακελεύουν: «Ει δε προς τον της αυτής επαρχίας μητροπολίτην, επίσκοπος ή κληρικός αμφισβητοίη, καταλαμβανέτω τον έξαρχον της διοικήσεως, η τον της βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, και επ’ αυτώ δικαζέσθω», σε προσβολή δι’ εκκλήτου δεν υπόκειται, δηλ. τυγχάνει ανέκκλητος εκδοθείσα καταδικαστική απόφασις υπό τελείας Συνόδου,συνελθούσης κατ’ ορθήν εφαρμογή του ΚΗ΄αποστολικού Κανόνος και του Δ΄ κανόνος της εν Αντιοχεία Συνόδου, όπως είναι η υπό την προεδρία του Εξάρχου της Διοικήσεως τελούσα Γενική Σύνοδος των Μητροπολιτών ή η υπό την Προεδρία του Πατριάρχου τελούσα Σύνοδος του οικείου Πατριαρχικού κλίματος.
Τόσον ο Θ΄ όσο και ο ΙΖ΄ κανόνες της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου θέτουν διαζευκτικό ή στην ίδια κανονική πρόβλεψη για τον Έξαρχο της Διοικήσεως και τον Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως και παρέχουν δυνατότητα ισοτίμου προσφυγής και επομένως δεν ανιδρύουν οι κανόνες για τον Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως υπερτάτη δικαστική αρμοδιότητα και έτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Έξαρχο δε της Διοικήσεως θεωρούν τον Πρόεδρο του οικείου Πατριαρχικού κλίματος. Ο Βαλσαμών αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αι ψήφοι των Πατριαρχών εκκλήτω ουχ υπόκεινται, Ν ΡΚΓ΄, κβ, Β.Γ.α.λη «ο μακαριώτατος πατριάρχης εκείνης της διοικήσεως μεταξύ αυτών ακροάσθω, κακείνα οριζέτω άτινα τοις εκκλησιαστικοίς κανόσι, και τοις νόμοις συνάδει, ουδενός μέρους κατά της ψήφου αυτού αντιλέγειν δυναμένου», στην δε «Επαναγωγή» ΙΑ΄,6(J.G.R. τ Β΄, 260) «Το του Πατριάρχου κριτήριον εκκλήτω ουχ υπόκειται, ουδέ αναψηλαφάται υφ’ ετέρου, ως αρχή και αυτών των εκκλησιαστικών κριτηρίων», ο δε Ιερός και Μέγας Φώτιος στα «Νομοκανονικά» του Θ, α΄ (Σ.Α. 169) γράφει: «ούτε γαρ εκκαλούντο αι των Πατριαρχών ψήφοι». Κατά ταύτα η δικαστική κρίσις οιασδήποτε Αγίας και Ιεράς Πατριαρχικής Συνόδου που αποτελεί κατά το κανονικό μας δίκαιο τελεία Σύνοδο και εκφέρεται μετά από εκδίκαση ποινικής υποθέσεως τυγχάνει ανέκκλητος δυναμένη μόνον να εκκληθή ενώπιον Οικουμενικής Συνόδου (Π. Παναγιωτάκου «Σύστημα του Εκκλησιαστικού Δικαίου, Το ποινικό Δίκαιο της Εκκλησίας» σελ. 836 επ., ΑΘΗΝΑΙ 1962).
Υπομνηματίζων ο θεοφώτιστος Αγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης τον Θ΄ Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου στις σελ. 192-193 «Πηδάλιο» εκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλ. 1998, «απαντών» στον εξωμότη και εξουνιτισθέντα Βησσαρίωνα και στους όπως αναφέρει Παπιστές Βίνιον και Βελαρμίνον, αναφέρεται στο ζήτημα με εξαίρετη κανονική ανάλυση λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ότι μεν γαρ ο Κωνσταντινουπόλεως ουκ έχει εξουσίαν ενεργείν εις τας διοικήσεις και ενορίας των άλλων Πατριαρχών, ούτε εις αυτόν εδόθη από τον Κανόνα τούτον η έκκλητος εν τη καθόλου Εκκλησία δήλόν εστι α. διατί εν τη δ΄. πράξει της εν Χαλκηδόνι ταύτης Συνόδου ο Κωνσταντινουπόλεως Ανατόλιος ενεργήσας υπερόρια, και λαβών την Τύρον από τον Επίσκοπόν της Φώτιον, και δούς αυτήν εις τον Βηρυτού Ευσέβιον, και καθελών και αφορίσας τον Φώτιον, εμέμφθη και από τους άρχοντας, και από όλην την Σύνοδον διά τούτο. Και αγκαλά επροφασίσθη πολλά, με όλον τούτο όσα εκεί ενήργησεν, ακυρώθησαν υπό της Συνόδου, και ο Φώτιος εδικαιώθη, και τας επισκοπάς της Τύρου έλαβε.Διό και ο Εφέσου Ισαάκ έλεγεν εις Μιχαήλ τον πρώτον των Παλαιολόγων, ότι ο Κωνσταντινουπόλεως ουκ εκτείνει την εξουσίαν αυτού επί τα Πατριαρχεία της Ανατολής (κατά τον Παχυμέρην βιβλ. στ’. κεφ. α)· β’. ότι οι πολιτικοί και βασιλικοί νόμοι δεν προσδιορίζουσιν ότι η του Κωνσταντινουπόλεως μόνον κρίσις και απόφασις δεν δέχεται έκκλητον, αλλ΄ αορίστως εκάστου Πατριάρχου και των Πατριαρχών πληθυντικώς.
Λέγει γαρ Ιουστινιανός Νεαρά ρκγ΄, ο Πατριάρχης της Διοικήσεως εκείνα οριζέτω, άτινα τοις εκκλησιαστικοίς Κανόσι και τοις νόμοις συνάδει, ουδενός μέρους κατά της ψήφου αυτού αντιλέγειν δυναμένου. Και ο σοφός Λέων εν τω α. τιτλ. της νομικής αυτού επιτομής, λέγει, το του Πατριάρχου κριτήριον εκκλήτω ουχ υπόκειται, ουδέ αναψηλαφάται από άλλον, ως αρχή ον των εκκλησιαστικών εξ αυτού γαρ πάντα τα κριτήρια, και εις αυτό αναλύει. Και ο Ιουστινιανός πάλιν βιβλ. γ. κεφ. β. της συναγωγής της εκκλησιαστικής ο αρμόδιος Πατριάρχης εξετάσει την ψήφον, μη δεδιώς έκκλητον, και βιβλ. α. τιτλ. δ΄ της εκκλησιαστικής διαταγής, ουκ εκκαλούνται αι των Πατριαρχών ψήφοι, και πάλιν βιβλ. α. τιτλ. δ’. κεφ. κθ΄ κατά των αποφάσεων δε των Πατριαρχών, ενομοθετήθη από τους προ ημών Βασιλείς να μη γίνεται έκκλητος. Λοιπόν ανίσως κατά τους Βασιλείς τούτους, οίτινες συμφωνούσι με τους ιερούς Κανόνας, αι ψήφοι των Πατριαρχών πάντων δεν δέχονται έκκλητον, ήτοι δεν αναβιβάζονται εις άλλου Πατριάρχου κριτήριον, πως ο Κωνσταντινουπόλεως δύναται ταύτας να ανακρίνη; και αν ο παρών Κανών της δ΄αλλά και ιζ΄ αυτής, σκοπόν είχε να έχη οΚωνσταντινουπόλεως την έκκλητον των λοιπών Πατριαρχών, πως οι Βασιλείς ήθελαν θεσπίσουν εκ διαμέτρου όλον το εναντίον, εις καιρόν όπου αυτοί εγίνωσκον ότι οι μη συμφωνούντες τοις Κανόσι πολιτικοί νόμοι μένουσιν άκυροι;γ΄. ότι, αν δώσωμεν κατά τους ανωτέρω Παπιστάς ότι ο Κωνσταντινουπόλεως κρίνει τους Πατριάρχας, και ανακρίνει τας κρίσεις αυτών, επειδή ο Κανών δεν κάμνει εξαίρεσιν τίνος και τίνος Πατριάρχου, άρα κρίνει ο αυτός και ανακρινεί και τον Ρώμης, και ούτως έσται οΚωνσταντινουπόλεως και πρώτος και έσχατος και κοινός κριτής πάντων των Πατριαρχών και αυτού του Πάπα».
Συνεπώς κανονικό δικαίωμα επανεξετάσεως της υποθέσεως του Μοναχού Φιλαρέτου Ντενισένκο μετά τις αποφάσεις της τελείας Πατριαρχικής Συνόδου του Πατριαρχείου Μόσχας, έχει μόνον η Οικουμενική Σύνοδος, όπως άλλωστε ο Σεπτός Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος με το υπ’ αριθμ. 1203/29.8.1999 Πατριαρχικόν Του Γράμμα προς τον Μακαριστόν Πατριάρχην Μόσχας κυρόν Αλέξιον αποδέχεται γράφων: «Εις απάντησιν προς σχετικό τηλεγράφημα και γράμμα της Υμετέρας λίαν αγαπητής και περισπουδάστου Μακαριότητος, επί του ανακύψαντος προβλήματος εν τη καθ’Υμάς αδελφή Αγιωτάτη Εκκλησία της Ρωσσίας, όπερ πρόβλημα ωδήγησε την Ιεράν Σύνοδον αυτής όπως προβή, δι’ούς οίδεν αύτη λόγους, εις την καθαίρεσιν του άχρι πρότινος εκ των τα πρώτα φερόντων Συνοδικού μέλους αυτής Μητροπολίτου Κιέβου κυρίου Φιλαρέτου, επιθυμούμεν ίνα γνωρίσωμεν τη Υμετέρα Αγάπη αδελφικώς ότι η καθ’ ημάς Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία αναγνωρίζουσα εις το ακέραιον την επί του θέματος αποκλειστικήν αρμοδιότητα της υφ’ Υμάς αγιωτάτης Εκκλησίας της Ρωσσίας αποδέχεται τα Συνοδικώςαποφασισθέντα περί του εν λόγω, μη επιθυμούσα το παράπαν ίνα παρέξη οιανδήτινα δυσχέρειαν εις την καθ’ Υμάς αδελφήν Εκκλησίαν».