Ο Παύλος Μάτεσις τέσσερα χρόνια πριν τον θάνατό του, σε μια συνάντηση με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη και τον Κώστα Γεωργουσόπουλο, είχε την ευκαιρία να καταθέσει τις φιλοσοφικές και υπαρξιακές αναζητήσεις του, το θεατρικό πιστεύω του, την προσωπική οπτική του για τον αρχαιοελληνικό λόγο.
Τα βαθυστόχαστα λόγια του, η απολογία του, όπως τη βάφτισε ο ίδιος, ήταν τα εξής:
Επάγγελμα συγγραφέας. Επάγγελμα το δηλώνω. Αποφεύγω τις λέξεις «τέχνη», «καλλιτέχνης» επειδή ενοικιάζονται – εκτός από την τηλεόραση και από πολλά άλλα εκτός αισθητικής σκευάσματα. Η θεατρική πράξη συνιστά τελετουργία κατά τον αγαπητό μας Βάλτερ Πούχνερ και οι τελετουργίες δεν εξηγούνται διά της λογικής. Οι τελετουργίες μόνον τελούνται. Έργο μας, και χρέος ημών των επαγγελματιών συγγραφέων, είναι να οδηγούμε προς την έκσταση. Πώς; Το παραγγέλλει και ο Λογγίνος όταν λέει: «Ό,τι ξεπερνά τα συνήθη μέτρα δεν πείθει, οδηγεί το κοινό προς την έκσταση, προς τα υπερφυά». Κυριολεκτικά: «Ου γαρ εις πειθώ τους ακροωμένους αλλ’ εις έκστασιν άγει τα υπερφυά».
Στη θεατρική πράξη συντελείται μία ανθρωποθυσία. Ο ηθοποιός θυσιάζεται, σφαγιάζεται στον βωμό του ήρωα τον οποίον ερμηνεύει. Σε παλαιές χιλιετίες, προτού ο άνθρωπος εφεύρει τον τροχό, εξευμενίζει τις άγνωστες δυνάμεις, το θείον, θυσιάζοντας ό,τι πολυτιμότερο, την ανθρώπινη ζωή. Τελεί ανθρωποθυσία. Σε μετέπειτα χιλιετίες, με την ανακάλυψη του τροχού και την εξασφάλιση τροφής, ο πρόγονός μας εξακολουθεί να θυσιάζει στις άγνωστες δυνάμεις ζώα. Και όταν πλησιάζει προς τον χρυσούν αιώνα θυσιάζει προσφέροντας καρπούς της γης. Το επόμενο βήμα θυσίας είναι η γέννηση του θεάτρου. Τώρα η πράξη είναι μίμηση πράξεως. Το θέατρο λόγω αυτών των προγεννητόρων είναι σεβαστό, είναι μία από τις σεμνές Ευμενίδες που θυμάται πώς κάποτε ήταν Ερινύς. Το ελληνικό θέατρο ήταν πάντα πλούσιο σε θεατρικά έργα.
Σήμερα θα μιλήσω για το θέατρο μετά τον Καμπανέλλη, εποχή στην οποία κι εγώ ενέχομαι. Οι ευάριθμοι συγγραφείς αυτής της περιόδου δεν αποτελούμε ούτε σχολή ούτε ενιαίο κίνημα. Τα έργα του καθενός διαφέρουν κτυπητά από αυτά των υπολοίπων. Όμως υπάρχει σε όλα κοινή μυστική βοή, όπως αναφέρει ο Καβάφης. Εδώ ο ορθολογισμός δεν κυβερνάει. Στον ορθολογισμό τα όρια της αλήθειας είναι κοινά. Ταυτίζονται με τα όρια που θέτει η λογική απόδειξη. Στα έργα αυτά η μεγάλη τους αλήθεια δεν αποδεικνύεται, μόνον δείχνεται.
Συμπορευόμενα με έργα θεατρικά που στόχο τους είχαν την ανώδυνη ψυχαγωγία του θεατή, υποστηριζόμενα από δημοφιλείς, αγαπητούς στο κοινό, ηθοποιούς, έργα αθώα –δεν είναι υποτιμητικός ο όρος– εκεί μέσα, ξαφνικά, θριαμβικά εμφανίζονται τα θεατρικά κείμενα, με προεξάρχοντα τον Καμπανέλλη, και με αυτά ο θεατής δεν συνευρίσκεται ανώδυνα. Καθίσταται συνένοχος. Σε αυτά συνυπάρχουν ο μοντερνισμός, ο υπερρεαλισμός, το παράλογο, η εκτροπή από την καθεστηκυία θεατρική μορφή, η αλλαγή δηλαδή στη γεωμετρία της φόρμας. Συνυπάρχει το μυστηριώδες και το τρομώδες χιούμορ των πινάκων του Γκόγια της τελευταίας του παραγωγής, υπάρχει η παραφορά του κλασικού ισπανικού θεάτρου του Λόπε ντε Βέγα και του Καλντερόν ντε λα Μπάρκα – κείμενα που θα ήθελα πάρα πολύ να μεταφράσω.
Δεν πρόκειται για μίμηση, ούτε για αντιγραφή. Διαλεκτικώς αναπόδραστα, θα έλεγα, οι τροχιές μας διασταυρώθηκαν μαγικά, πρόβαλαν ομόφθογγα, είχαν όμοιο τόνο με τη λοιπή ευρωπαϊκή θεατρική γραφή. Ίσως είχε φτάσει η ώρα της ωρίμανσης. Φτάσαμε στο απροσδόκητο ίσως επειδή δεν φοβηθήκαμε την τόλμη μας. Σε τούτο μάς ενθαρρύνει ο Ηράκλειτος: «Όποιος δεν προσδοκά το απροσδόκητο δεν θα το ανακαλύψει, θα παραμένει ανεξερεύνητο και απλησίαστο».
Εγκαταλείψαμε ή παραγκωνίσαμε τα κοινωνικά προβλήματα, την αποτύπωση προσωπικών εμπειριών ή και πολιτικών διαταραχών της χώρας μας, ή μάλλον τα εκμεταλλευτήκαμε προκειμένου να ορθώσουμε με αυτά για πρόπλασμα ως θέμα τον ψυχικό χώρο του ανθρώπου με τη συνενοχή της φαντασίας και αίτημα την επαφή με την αιωνιότητα. Θέμα που παραμένει σύγχρονο και άλυτο από την εποχή του Ηράκλειτου.
Και πρώτα-πρώτα ξένισε η εκτροπή στη μορφή του θεατρικού μας γίγνεσθαι. Διατυπώθηκαν απορίες και ενστάσεις για την αλλαγή της γεωμετρίας της μορφής. Στα έργα μας αυτά η φωτογραφική πιστότης εγκαταλείπεται ως περιττή, έρχεται στη σκηνή η ζωγραφική πιστότης. Διαθέτουμε και τη συνηγορία του Λεονάρντο ντα Βίντσι, που είπε: «Η τέχνη έχει τη δύναμη να παράγει μορφές τις οποίες η φύση δεν γνωρίζει και αδυνατεί να παραγάγει».
Το υπέδαφος τώρα. Μέσα στα κείμενά μας διαφαίνονται ερωτήματα θέσης που ενυπάρχουν στους προσωκρατικούς αλλά και στον Όμηρο ή στον Ευριπίδη. Να θυμίσω εδώ ότι δεν είμαι ελληνομανής, ούτε πάσχω από ελληνολαγνεία, ούτε και τους διεκδικώ όλους αυτούς ως προγόνους μου. Είναι πρόγονοι ολόκληρης της Ευρώπης. Όρισαν την πορεία της. Αλλά ενώ η σπονδυλική στήλη του εβραϊκού, χριστιανικού και ισλαμικού πολιτισμού είναι οι θρησκείες με διαταγές και ποινές, η σπονδυλική στήλη του ελληνικού πολιτισμού δεν είναι ο Θεός αλλά η ποίηση. Στον Όμηρο, στην Ιλιάδα, η ποίηση δεν απειλεί, δεν υπόσχεται. Οι προσωκρατικοί θέτουν τον άνθρωπο ως ηγέτη της μοίρας του, παραμερίζουν σιωπηλά το θείον. Μας το αναγγέλλει πανηγυρικά και ο Πίνδαρος: «Μιας μητέρας τέκνα είμαστε, θεοί και άνθρωποι», κατά λέξη «εν ανδρών, εν θεών γένος, εκ μιας δε πνέομεν ματρός αμφότεροι».
Τα έργα μας τα συνοδεύει η αποδοχή της λύπης ως αναγκαίου συστατικού της ζωής. Σε αυτό συμπαρίσταται ο Όμηρος, που λέει ότι «τα φύλλα των δέντρων είναι το γένος των ανθρώπων», αλλά και ο Ευριπίδης, που αναρωτιέται «ποιος ξέρει αν η ζωή δεν είναι θάνατος, κι αν ό,τι εμείς αποκαλούμε θάνατο εκεί κάτω, δεν λέγεται ζωή». Ακόμη υφέρπει ανατριχιαστικά η ήρεμη ρήση του Θέογνη «το άριστον για τον άνθρωπο θα ήταν να μη γεννηθεί και να μη δει τις ακτίνες του ήλιου».
Τα ρεαλιστικά συστατικά, τα ανταλλακτικά του θεατρικού οχήματός μας είναι το ένδυμα με το οποίο καλύπτεται ή καμουφλάρεται η ψυχή. Παράδειγμα οι ήρωες εντός ρεαλιστικού κυκλώματος του συγγενούς μας Φραντς Κάφκα.
Επειδή, όπως γράφει ο Ηράκλειτος, «τα πέρατα της ψυχής δεν θα τα ανακαλύψεις ποτέ, απ’ όσους δρόμους κι αν την περιτρέξεις» και επειδή τα εν λόγω έργα μας αποτελούν κατάδυση στον ψυχικό βυθό, ο οποίος είναι επίφοβος, επικίνδυνος, ανεξερεύνητος και ύπουλος, ενίοτε γι’ αυτό, ο συγγραφέας που θα επιχειρήσει αυτή την κατάδυση οφείλει να διαθέτει πνευματική ρώμη, ψυχική υγεία και ισορροπία. Είναι σφάλμα να θεωρούμε τη διαταραγμένη ψυχολογία ως ευαισθησία και ταλέντο. Φυσικά υπάρχουν και ελάχιστες εξαιρέσεις. Ο ψυχικός χώρος ως μη εξερευνήσιμος παρέχει υλικό αενάως σύγχρονο και μη εξαντλούμενο και αενάως εξελισσόμενο.
Βεβαίως, οι μεγάλοι του θεάτρου, όπως ο Μπέκετ, έχουν υποψιαστεί την ηρακλείτειο σκέψη, γνωρίζουν ότι η ψυχή συγγενεύει με το άπειρον – το άπειρον ως χώρος και ως χρόνος. Γιατί ο Ηράκλειτος μάς λέει πάλι «ψυχή ίσον υλικά συμβαίνοντα εν εξελίξει».
Των έργων μας ρυθμιστής είναι ο άνθρωπος όπως τον είδε ο Πρωταγόρας, «πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος». Ήτοι ο άνθρωπος είναι το κριτήριο όλων όσων ισχύουν. Όλο αυτό το ορυχείο παραστέκει μαγικά ως θεμέλιο στο θεατρικό έργο της εποχής για την οποία ως συνένοχος μιλώ.
Και εδώ τελειώνει η απολογία μου.