«Πελόμα Μποκιού»: Η μπάντα – θρύλος της ελληνικής ροκ ψυχεδέλειας και ο Βλάσης Μπονάτσος

Κοινοποίηση:
350075-1600-peloma-mpokiou

Μπορεί ο Βλάσσης Μπονάτσος (30 Νοεμβρίου 1949 – 14 Οκτωβρίου 2004) να έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό μέσα από την τηλεοπτική πορεία του και τις μεγάλες θεατρικές παραγωγές, ωστόσο, βαθύ είναι το αποτύπωμά του στην ελληνική ροκ σκηνή και, μάλιστα, στην εγχώρια ψυχεδελική εκδοχή της, η οποία όμως δεν πέρασε απαρατήρητη ακόμη και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Πολύπλευρο ταλέντο που «οσμιζόταν» εγκαίρως το νέο – από την μουσική, μέχρι τις περισσότερο εμπορικές επιλογές του με την έκρηξη της ιδιωτικής τηλεόρασης την δεκαετία του ’90 – ο Μπονάτσος δεν είχε καλλιτεχνικά στεγανά και τόλμησε να δοκιμαστεί σε μία ευρύτατη γκάμα ειδών στον τομέα της ψυχαγωγίας και της διασκέδασης, με την ίδια μεγάλη επιτυχία, την οποία «σφράγιζε» η εκρηκτική προσωπικότητά του και η φυσική αίσθηση μιας διαχρονικής «εφηβείας» που απέπνεε.

Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από την γνώμη που μπορεί να έχει κάποιος/α για την καλλιτεχνική προσφορά του, μία βασική, αντικειμενική σταθερά της καριέρας του Μπονάτσου, είναι η ιδρυτική συμμετοχή του στη ρηξικέλευθη, όσο και σύντομη, ύπαρξη και πορεία του συγκροτήματος των «Πελόμα Μποκιού».

Οι «Πελόμα Μποκιού» είναι μια ιδιαίτερη και ξεχωριστή περίπτωση στο ελληνικό ροκ – ένα κεφάλαιο μόνοι τους ουσιαστικά – αλλά, βλέποντας πλέον τα πράγματα από μια χρονική απόσταση μισού αιώνα από την μουσική δράση τους, ίσως ακόμη και του ευρωπαϊκού.

Τρία είναι τα βασικά στοιχεία που τους ξεχωρίζουν:

Ο ελληνικός στίχος, σε μια εποχή – μέσα στη χούντα, αλλά και πριν – που η αγγλική γλώσσα κυριαρχούσε στα ελληνικά συγκροτήματα
Η δημιουργική αφομοίωση των ξένων επιρροών και η απόρριψη του στείρου μιμητισμού
Η τόλμη να προχωρήσουν σε μουσικά μονοπάτια ανεξερεύνητα μέχρι τότε από τα ελληνικά συγκροτήματα, αλλά και από το νεανικό κοινό τους.

Ο επίμονος Μπονάτσος

Είναι γεγονός πως δεν υπάρχουν αποδείξεις που να τεκμηριώνουν ότι όλα τα παραπάνω έγιναν συνειδητά. Αυτό όμως δεν έχει την παραμικρή σημασία. Άλλωστε, ακόμη και η δημιουργία, ακόμη και το όνομα των «Πελόμα Μποκιού» θα μπορούσαν να είναι και μικρές ιστορίες ντανταϊστικής «τυχαιότητας».

Η ιστορία λέει, ότι μέσα στο πιο βαθύ σκοτάδι της χούντας, την Άνοιξη του 1970, πέντε νέοι, ο Νίκος Δαπέρης, ο Νίκος Λογοθέτης, ο Τάκης Μαρινάκης, ο Βλάσης Μπονάτσος και ο Γιάννης Κιουρκτσόγλου, αρχίζουν να ροκάρουν αγρίως και μανιωδώς. Από όλους τους, εκείνοι που ήδη έχουν μια μικρή, μαθητική, «εισαγωγή» στο ροκ είναι ο  Κιουρκτσόγλου και ο Δαπέρης.

Ωστόσο, η συγκρότηση των «Πελόμα Μποκιού» δεν ήταν μια συνειδητή διαδικασία. Όπως είπε ο Κιουρκτσόγλου στο rocking.gr, το 2011 «οι Πελόμα Μποκιού φτιάχτηκαν με πολύ περίεργο τρόπο. Καταρχήν, δεν φτιάχτηκαν συγκροτημένα. Δε μαζευτήκαμε πέντε άνθρωποι να πούμε φτιάχνουμε ένα γκρουπ και από αύριο αρχίζουμε και παίζουμε».

Ο Κιουρκτσόγλου είχε «τζαμάρει» ήδη με γνωστά ονόματα της εγχώριας σκηνής της ροκ και είχε κάνει ένα μικρό όνομα με το πρώτο του αγγλόφωνο συγκρότημα, τους «Loubogg». Τον Οκτώβριο του 1969 ένας παραγωγός τον πάει στην Lyra, με τον Κιουρκτσόγλου, μπροστά στην μεγάλη ευκαιρία, να ξεφουρνίζει δύο ψέματα: Ότι έχει έτοιμα τραγούδια και ότι αυτά τα τραγούδια είναι και στα ελληνικά.

Ζητώντας του ένα demo μόλις για το επόμενο πρωί, ο Κιουρκτσόγλου πάει σπίτι, παίρνει την κιθάρα και γράφει δυο στίχους, πάνω στο τετρασύλλαβο όνομα ενός ηλικιωμένου γείτονά του στο Κολωνάκι. Ο «Γαρύφαλλος» είχε γεννηθεί. Ωστόσο στην Lyra δεν εκτιμήθηκε.

Συνεχίζει ο Κιουρκτσόγλου: «Μετά από τρεις μήνες, γύρω στο τέλος του ’69, εγώ την είχα “ψωνίσει” με τον Santana, με την ιδέα του latin rock, με τα conga κλπ. Είχε γυρίσει και ο ξάδερφός μου, ο Νίκος ο Δαπέρης, από τον Καναδά, και συζητάγαμε να κάνουμε ένα γκρουπ. Εκείνη την εποχή είχα γνωρίσει και τον Βλάσση τον Μπονάτσο, που μου έλεγε: “Άμα κάνεις γκρουπ, να με πάρεις μαζί σου”. “-Τι να σε κάνω εσένα;”, του έλεγα, “αφού δεν κάνεις τίποτα εσύ”. Με πήρε τηλέφωνο, παραμονές Χριστουγέννων του ’69, και μου είπε: “Έχω μια αρπακόλλα δουλειά, να βγάλεις κανένα φράγκο, θέλεις; Να παίξεις με ένα συγκρότημα τις τέσσερις-πέντε μέρες των γιορτών στο ABC στην Πατησίων.” (…) Είπε, λοιπόν, ότι είχε κάποιους φίλους του και θα βρίσκαμε μερικούς ακόμα μουσικούς, για να παίξουμε δεύτερη ορχήστρα στους Playboys, που ήταν το “πρώτο” συγκρότημα του μαγαζιού. Έγινε αυτό, για να βγάλουμε και λίγα λεφτά, και εκεί γνώρισα τον Τάκη τον Μαρινάκη, τον μετέπειτα ντραμίστα των Πελόμα Μποκιού (…)  Ήδη είχα αρχίσει, εν τω μεταξύ, και έπαιζα ορισμένα πράγματα με τον Νίκο τον Δαπέρη. Η εμμονή του Βλάσση συνεχιζόταν όμως, “-Πάρτε με και εμένα μαζί” και “πάρτε με και εμένα μαζί”. Εγώ ήμουν κατηγορηματικός και του έλεγα: “Τι να σε κάνουμε, βρε Βλάσση; Δε μας είσαι χρήσιμος.”. Είχε, όμως, καταλάβει ότι είχα εγώ το ψώνιο με τον Santana και τα conga. Με πιάνει, “-Δεν μου λες, αν αγοράσω conga και κάτσω και μάθω, θα με πάρεις στο συγκρότημα;”. Του είπα: “-Ναι, άμα αγοράσεις conga και άμα μάθεις, θα σε πάρω”. (…)  Ήρθε, λοιπόν, και έδεσε το πράγμα, προς τον Μάρτιο του ’70, χάρη στον Βλάσση, ο οποίος συνέχιζε να είναι πιεστικός. Έλεγε, άμα θέλετε όργανα θα σας τα αγοράσω εγώ – ήταν ο πλούσιος της παρέας, ας το πούμε. Είχε και ένα σπίτι εγκαταλελειμμένο μιας θείας του στο Καλαμάκι. Μας είπε: “Έχω και σπίτι να πάμε για πρόβες”».

«Ποιοι είναι αυτοί οι Πελόμα Μποκιού;»

Εμμονή ή διορατικότητα, σημασία έχει ότι ο Μπονάτσος λειτούργησε ως η «κόλλα» που συνέδεσε το «παζλ» του συγκροτήματος.

Ήταν επόμενο να βαφτιστεί και με τον ίδιο σουρεαλισιτκό τρόπο, από συρραφή συλλαβών των ονομάτων των μελών του: ΔαΠΕρης, ΛΟγοθέτης, ΜΑρινάκης, ΜΠΟνάτσος, ΚΙΟΥρκτσόγλου.

Ξεκινούν να εμφανίζονται σε κλαμπ της Αθήνας παίζοντας Santana, Rolling Stones κλπ. Πρώτη φορά θα παίξουν τον «Γαρύφαλλο» τον Νοέμβριο του 1970 στο κλαμπ Hobby, στην οδό Κύπρου (Πλατεία Αμερικής). το τραγούδι θα κυκλοφορήσει τελικά σε μικρό δίσκο στην Lyra.

Παρόλ’ αυτά, η δημοφιλία τους δεν είναι ιδιαίτερη. Ακόμη και όταν τον Νοέμβριο του 1970 το περιοδικό «ΦΑΝΤΑΖΙΟ» τους κάνει ένα μικρό αφιέρωμα, εξακολουθούν να είναι γνωστοί σε μικρό κύκλο, βασικά λόγω του πρωτοποριακού ήχου τους.

Τα πράγματα όμως θα αλλάξουν άρδην και  περίεργο τρόπο, όπως άλλωστε έγιναν όλα με αυρτό το συγκρότημα. Στις 22 Ιανουαρίου 1971, το περιοδικό «ΕΠΙΚΑΙΡΑ», δημοσιεύει την παρακάτω επιστολή αναγνώστη:

«Τυχαία έπεσε στα χέρια μου ένα τεύχος του περιοδικού Rolling Stone και διάβασα ένα άρθρο του για την ελληνική ποπ, και τον Σαββόπουλο και τους ΠΕΛΟΜΑ ΜΠΟΚΙΟΥ….Ποιοι είναι αυτοί; …αν όντως υπάρχει αυτό το γκρουπ και δεν το ξέρουμε εμείς και το ξέρουν οι ξένοι καλύτερα από εμάς, είμαστε άξιοι συλλυπητηρίων…».

Και άντε ο Σαββόπουλος ήταν ήδη όνομα. Αλλά πώς το θρυλικό «Rolling Stone» έμαθε γι’ αυτό το ελληνικό συγκρότημα; Αυτό το ευχάριστο μυστήριο παραμένει μέχρι σήμερα. Αλλά ευτυχώς τα «ΕΠΙΚΑΙΡΑ» έψαξαν και βρήκαν αυτούς τους «περίεργους» μουσικούς στο κλαμπ Hobby της οδού Κύπρου και δημοσίευσε συνέντευξή τους, στις 5 Φεβρουαρίου του 1971. Μετά από αυτό γίνονται διάσημοι και στο μικρό κλαμπ σχηματίζεται το αδιαχώρητο.

Μαζί τους γίνεται διάσημο και το «Γαρύφαλλε – Γαρύφαλλε», το οποίο ουσιαστικά συνιστά τον «ύμνο» της εγχώριας εκδοχής της ψυχεδελικής ροκ και μάλιστα με ελληνικό στίχο.

Το τέλος

Οι «Πελόμα Μποκιού» ξεκινούν να γράφουν και άλλα τραγούδια με ελληνικό στίχο, θέλοντας να κυκλοφορήσουν μεγάλο δίσκο. Όμως, την Άνοιξη του 1971, ο Γιάννης Κιουρκτσόγλου, ο συνθέτης των δύο πρώτων τους τραγουδιών, αποχωρεί από το συγκρότημα που συνεχίζει χωρίς αυτόν, ενώ σύντομα αποχωρεί και ο Λογοθέτης. Με νέα σύνθεση, εμφανίζονται στο κλαμπ Cin Cin (στην οδό Ζωοδόχου Πηγής).

Το 1972 κυκλοφορεί ο πρώτος και μοναδικός μεγάλος τους δίσκος. Τα περισσότερα από τα τραγούδια αυτού του εμβληματικού δίσκου για το ελληνικό ροκ, είναι γραμμένα από τον Νίκο Δαπέρη και τον Βλάση Μπονάτσο.

Το 1973, οι «Πελόμα Μποκιού» εμφανίζονται στην ταινία «Ένα Ελεύθερο Κορίτσι». Από τους παλιούς υπάρχει μόνο ο Δαπέρης, ο Μπονάτσος κι ο Μαρινάκης. Δύο άγγλοι έχουν προστεθεί, οι Βικ Μάρτιν και Κρις Τσέγκινς. Αυτή θα είναι και η τελευταία τους σύνθεση. Με αυτή την σύνθεση, βγάζουν ένα ακόμη 45αρι (Οι Μάγοι/ Προγραμματισμός) κι ύστερα διαλύονται. Αφήνοντας όμως πίσω τους μια σημαντική μουσική κληρονομιά.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: