Στη Νεάπολη Εξαρχείων υπήρχαν λίγοι νόμιμοι «οίκοι ανοχής» και παρά πολλοί παράνομοι. Ένας από τους νόμιμους και πολύ γνωστός στη νεολαία, αλλά και στους πιο ώριμους άντρες ήταν εκείνος της οδού Γραβιάς.
Όπως γράφει και στο οδοιπορικό της η Μηχανή Του Χρόνου: Σ’ ένα διώροφο μικρό σπίτι λειτουργούσε με άδεια το μπορντέλο της οδού Γραβιάς, με κλειστά τα γαλλικά παράθυρα και τη σκαλιστή ξύλινη πόρτα με τα μπρούτζινα πόμολα. Είχε κάμποσες κοπέλες μικρής και κάπως μεγαλύτερης ηλικίας που εκδίδονταν υπό την επίβλεψη της «Μαμάς».
Το προφίλ των πελατών
Το ισόγειο είχε δυο – τρία δωμάτια και κάποιους βοηθητικούς χώρους. Ήταν το λεγόμενο «σαλόνι», στο οποίο περίμεναν οι πελάτες τη σειρά τους. Η «Μαμά» είχε την ευθύνη της λειτουργίας και κανόνιζε τα πάντα. Αυτή έστελνε τους πελάτες στις κοπέλες κατά την κρίση της ή έλεγε στους ενδιαφερόμενους για μια συγκεκριμένη κοπέλα να περιμένουν, αν είχε άλλο πελάτη και δεν μπορούσε αμέσως να τους δεχτεί. Η «Μαμά» έπαιρνε τις εισπράξεις και έδινε εντολές στις παραδουλεύτρες να τακτοποιήσουν τα δωμάτια.
Στα χολ του «σπιτιού» υπήρχε πάντα και υποχρεωτικά από τον νόμο κρεμασμένος στον τοίχο ένας καδραρισμένος πίνακας με τα ονόματα των «κοριτσιών» και δίπλα σε ορισμένα υπήρχε η ένδειξη ότι «έχουν έμμηνα», δηλαδή περίοδο ή επί το λαϊκότερο «έχουν τα ρούχα τους», ώστε οι πελάτες να ξέρουν με ποιες μπορούσαν να συνευρεθούν. Οι πελάτες στο «σπίτι» της Γραβιάς ήταν άνδρες όλων των ηλικιών. Νέοι, φοιτητές ή εργάτες, φαντάροι. Όλους του ένωνε ο οίκος της Γραβιάς. Ολίγοι επαρχιώτες τα παλιά χρόνια, που δεν είχε πνιγεί η Αθήνα από την εσωτερική μετανάστευση. Οι περισσότεροι ήταν τακτικοί θαμώνες, γιατί είχαν γνωριστεί με κάποιες κοπέλες τις οποίες ζητούσαν πάντα, κλείνοντας τους μάλιστα και ραντεβού….
Αυτό ήταν ίσως το μοναδικό επίσημο «μπορντέλο» της Νεάπολης στην περιοχή των Εξαρχείων. Τα «σπίτια» που λειτουργούσαν νόμιμα έπρεπε να έχουν μια κοπέλα που είχε άδεια να εκδίδεται και εξεταζόταν από την αρμόδια υγειονομική υπηρεσία, ώστε να μη μεταδίδει αφροδίσια νοσήματα, όπως σύφιλη ή βλεννόρροια, που μάστιζαν εκείνα τα χρόνια. Αυτός ήταν και ένας λόγος που επέμεναν αρκετοί να επισκέπτονται τις κοπέλες αυτές που είχαν άδεια. Στη Νεάπολη όμως, όπως και σε άλλες συνοικίες της Αθήνας, άνθισαν πολλά καταφύγια παράνομου έρωτα. Η ενοικίαση γκαρσονιέρας δεν ήταν εύκολη από ευυπόληπτους πολίτες και πολλοί κατέφευγαν στα ενοικιαζόμενα δωμάτια, τα οποία προσέφεραν έναντι κάποιου όχι ευκαταφρόνητου τιμήματος, «κυρίες», οι οποίες υπήρξαν άλλοτε ιερόδουλες ή οπωσδήποτε επιτήδειες προαγωγοί. Μερικές μάλιστα από αυτές διέθεταν και δικά τους «κορίτσια» στους πελάτες ή απλώς φιλοξενούσαν παράνομα ζεύγη.
Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων ή και καρφωμάτων στην αστυνομία από γείτονες ενοχλητικούς και ζηλιάρηδες, πολλές από αυτές τις «κυρίες» νοίκιαζαν κάποια από τα δωμάτια των συνήθως μεγάλων σπιτιών τους – τα προτιμούσαν να είναι μονοκατοικίες- σε εργένηδες, έναντι μάλιστα σχετικώς χαμηλού ενοικίου. Έτσι εξασφάλιζαν το άλλοθι των παράνομων επισκεπτών. Κανείς δεν μπορούσε εύκολα να ελέγξει πού πήγαιναν τα ζευγαράκια. Μπορεί και να ήταν φίλοι των ενοικιαστών, που είχαν βέβαια κάθε δικαίωμα να κάνουν στο χώρο τους ό,τι ήθελαν.
Οι περισσότερες από τις ιδιοκτήτριες αυτών των «σπιτιών» φιλοξενίας παράνομων ζευγαριών ήταν γυναίκες κάποιας ηλικίας. Δούλευαν με συνωμοτικό τρόπο και ήξεραν καλά πως θα αποφύγουν τις κακοτοπιές. Νοίκιαζαν σπίτια σε σχετικά απόμερες περιοχές, σε δρόμους με όχι μεγάλη κίνηση, μακριά από καταστήματα, αφού οι μαγαζάτορες ήταν πάντα περίεργοι και με κατασκοπευτικά προσόντα. Όλες σχεδόν οι αμαρτωλές αυτές «κυρίες», οι περισσότερες των οποίων δεν έδιναν το δικαίωμα σε κανένα να τους κάνει έλεγχο της ζωής τους, γιατί είχαν άψογη συμπεριφορά στον περίγυρο της γειτονιάς τους, ήταν χωρίς σύζυγο. Όμως πολλές μεγάλωσαν δικά τους παιδιά, τα σπούδασαν, τα πάντρεψαν και τους εξασφάλισαν μια ζωή χαρισάμενη με τον κάπως αμαρτωλό αυτό τρόπο, που εξυπηρετούσε βέβαια κάποια ανάγκη κοινωνική, αλλά δεν έπαυε να είναι κατακριτέος, αφού όχι μόνο ανήκε στην κατηγορία της επαίσχυντης προαγωγής, αλλά ωθούσε συχνά και στην πορνεία. Πώς επηρέασε η αλλαγή της περιοχής τους οίκους ανοχής
Το πρόβλημα της παράνομης στέγης λύθηκε με το πέρασμα του χρόνου, τον κατακλυσμό και της Νεαπόλεως από πολυκατοικίες, τη χωρίς δυσκολία απόκτηση μιας γκαρσονιέρας από οποιονδήποτε, ακόμη και μεροκαματιάρη, την ασυδοσία πολλών ξενοδόχων που δεν δίσταζαν να φιλοξενούν τους για λίγες ώρες επιθυμούντες ένα δωμάτιο με κρεβάτι και γενικά με την αλλαγή των ηθών και εθίμων στα μετέπειτα χρόνια. Έτσι κάποιες από αυτές τις «κυρίες» παρέμειναν άνεργες και μάλιστα άνευ συντάξεως, αφού δεν ήταν δυνατόν να ασφαλιστούν στο αρμόδιο ασφαλιστικό ταμείο, που γι αυτές βέβαια θα ήταν το ΤΕΒΕ, το γνωστό Ταμείο Επαγγελματοβιοτεχνών Ελλάδος.
Σχετικά με τα πρώτα «Παρθεναγωγεία», όπως αποκαλεί ο Βασίλης Αττικός τους οίκους ανοχής, στο βιβλίο του με τον τίτλο «Εύθυμη Ηθογραφία», που κυκλοφόρησε το 1957 σημειώνει ότι «ιδρύθηκαν στην Αθήνα με την ανοχή του Κράτους και της Αστυνομίας. Εγκαταστάθηκαν δε σε εντελώς απόμερες τοποθεσίες, μακριά από τα κατοικημένα μέρη. Στις ίδιες περίπου θέσεις στις οποίες καθόντουσαν οι μεμονωμένες «παστρικιές». Δηλαδή στα γύρω της ρεματιάς του Κυκλόβορου, όπου υπήρχε κι η άλλη βρωμισιά, των σταύλων». Αναφέρει επίσης ότι «Γύρω στα 1905, κάναν την εμφάνισή τους μερικά «επίσημα» κι ανεπίσημα «κρυφά σπίτια», σε κάπως κεντρικές τοποθεσίες της Αθήνας. Στη γωνία Κάνιγγος και Γαμβέττα υπήρχε ένας παληοφρούρνος μ΄ελάχιστη πελατεία. Κάποτε όμως άρχισαν να μπαινοβγαίνουν και να συχνάζουν, για να αγοράσουν ψωμί, Λιμοκοιντόροι κι άλλοι γνωστοί τύποι της Παλιάς Αθήνας. Αυτό έβαλε σε υποψία την Αστυνομία. Ο διευθυντής της Λευκάδιος έκανε τότε αιφνιδιαστικό «γιουρούσι» κι ανακάλυψε, στο πίσω μέρος του φούρνου σε κάτι δωμάτια, ένα κρυφό «σπίτι».
Το είχε εγκαταστήσει εκεί μέσα η γνωστή κυρά-Μαρίνα. Ο φούρναρης, η «πατρώνα», κι οι δύστυχοι Λιμοκοντόροι ντροπιασμένοι και μισόγυμνοι, μαζί με τα «κορίτσια» μεταφέρθηκαν «κλωτσοπατηδών» στην αστυνομική διεύθυνση με «γιούχα» και μούντζες του κόσμου. Ο Βασίλης Αττικός καταλήγει με τα εξής ενδιαφέροντα στοιχεία. «Στις 12 Αυγούστου του 1922, δημοσιεύτηκε ο υπ’ αριθ. 3032 Νόμος «περί ασέμνων γυναικών», ο οποίος τις χώριζε σε δύο κατηγορίες «Εις κοινάς και ελευθερίας». Με το νόμο αυτό αναγνωρίστηκαν επισήμως απ΄ το Κράτος οι «Οίκοι ανοχής». Έτσι οι «μαμάδες» διευθύντριες χαρακτηρίστηκαν ως επαγγελματίαι. Το δε «νταραβέρι αλισβερίσι» των σπιτιών τους θεωρήθηκε ως εμπορική επιχείρηση, που την φορολόγησε το Κράτος….