Οι μαρτυρίες για την ερωτική ζωή των Αρχαίων Ελλήνων είναι τόσο αντιφατικές και αποσπασματικές, που εύκολα, επιλέγοντας μεμονωμένα κομμάτια, μπορείς να σχηματίσεις το παζλ μίας συντηρητικής κοινωνίας ή μίας ελευθεριάζουσας κοινωνίας.
Η πραγματική συνολική εικόνα που έχουμε και αφορά στην Αθήνα της κλασικής περιόδου του Περικλή (είναι η εποχή για την οποία έχουμε τις περισσότερες γραπτές πηγές), δείχνει μία κοινωνία που τιμά και προτρέπει τα μέλη της στην ετεροφυλόφιλη μονογαμία. Στο πρώτο μέρος του αφιερώματός μας στην ερωτική ζωή των Αρχαίων Ελλήνων θα ασχοληθούμε με τη θέση της γυναίκας και τον γάμο, όπως και το γιατί οι Αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τόσο σημαντική την παρθενία της υποψήφιας νύφης.
Η θέση της γυναίκας είχε δύο αφετηρίες. Η πρώτη ήταν ο πόλεμος, το γεγονός δηλαδή ότι οι αρχαίες κοινωνίες ανά πάσα στιγμή έπρεπε να επιτεθούν και να αμυνθούν για να επιβιώσουν ή να αποκτήσουν πλούτο. Η ανδρική δύναμη επομένως ήταν αναγκαία προϋπόθεση της ύπαρξής τους. Οι γυναίκες δεν πολέμησαν ποτέ στην αρχαιότητα, ούτε ακόμα και στην στρατιωτική κοινωνία της Σπάρτης.
Ο δεύτερος λόγος περιορισμού των γυναικών ήταν η διάρθρωση της οικονομίας στον Αρχαίο Ελληνικό κόσμο, που βασίζονταν στους «οίκους» των πολιτών. Οι γυναίκες έπρεπε να μένουν στο σπίτι για να φροντίζουν τη διατήρηση των οίκων (ο οίκος συμπεριελάμβανε συγγενείς και δούλους), όταν ο άνδρας πολεμούσε ή αποφάσιζε για τα θέματα της πόλης. Πάνω από όλα όμως, έπρεπε να μένουν στο σπίτι, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα παιδιά που θα έκανε και θα συνέχιζαν τον «οίκο», θα ήταν γνήσιοι απόγονοι του άνδρα της οικογένειας. Η κλασική Αθήνα επέμενε στην ξεκάθαρη πατρότητα των πολιτών της. Ο κάθε άνδρας ήταν γιος συγκεκριμένου άνδρα. Και αυτό γινόταν αυταπόδεικτο μόνο όταν η γυναίκα δεν είχε την ευκαιρία να βρεθεί με άλλους άνδρες.
Από τη γένεση της αρχαίας ελληνικής πόλης – κράτους (8ος αιώνας π.Χ.), πυρήνας της δομής του μορφώματος ήταν ο «οίκος», η πατριαρχική δηλαδή οικογένεια που ζούσε κάτω από την ίδια στέγη, παρήγαγε και κατανάλωνε τα ίδια αγαθά. Η επιβίωση της πόλης εξαρτιόταν από τη συνέχιση των οίκων, κάτι που μπορούσε να γίνει μόνο με το γάμο και την απόκτηση παιδιών. Ο γάμος θωρούνταν ιερός στην αρχαιότητα και ήταν πρώτιστο μέλημα των νομοθετών να ρυθμίζουν με αυστηρούς νόμους τα ζητήματα γνησιότητας των παιδιών και της κληρονομιάς ενός γάμου.
Παλιότερη πηγή για τα γαμήλια έθιμα είναι τα ομηρικά έπη. Στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια εμφανίζεται ο γάμος ως ένας διακανονισμός ανάμεσα στον μνηστήρα και στον πατέρα της νύφης. Ως γαμήλια τελετή είναι η πανηγυρική μεταφορά της νύφης μέσα από τους κύριους δρόμους της πόλης από το πατρικό της σπίτι, στο σπίτι του γαμπρού.
Η αρχαιότερη αναφορά στην ιδεώδη ηλικία γάμου βρίσκεται στα «Έργα και Ημέρες» του Ησίοδου, όπου ο ποιητής συμβουλεύει τον αδερφό του:
«να είσαι σε κατάλληλη ηλικία, όταν φέρεις γυναίκα για σύζυγο στο σπίτι, μήτε πολύ κάτω από 30 ετών, μήτε πολύ πιο μεγάλος. Αυτός ο γάμος είναι στην ώρα του. Η γυναίκα όμως, ας κλείσει τέσσερα χρόνια στην ήβη, και στον πέμπτο ας παντρευτεί» (στίχοι 695-698).
Πως καθοριζόταν η αρχή της ήβης; Ο ποιητής δεν διευκρινίζει αλλά υποθέτουμε βάσιμα ότι εννοεί την έναρξη της εμμηνορρυσίας, αφού μοναδικός στόχος του αρχαίου γάμου ήταν η τεκνοποιία.
Σύμφωνα με ελεγεία του Σόλωνα, έναν αιώνα μετά τον Ησίοδο, η κατάλληλη ηλικία γάμου για έναν άνδρα ήταν ανάμεσα στα 27 και 34 χρόνια, ενώ ο Ξενοφώντας, έναν αιώνα ακόμα πιο μετά, αναφέρει ως κατάλληλη ηλικία γάμου για τη γυναίκα τα 15 έτη.
Στους φιλόσοφους Πλάτωνα και Αριστοτέλη, τα όρια για τις γυναίκες ανεβαίνουν στα 18 χρόνια, σε μία προσπάθεια να μειωθεί η γυναικεία θνησιμότητα που επέφερε η πρώιμη κύηση. Αδιαμφισβήτητο παραμένει το γεγονός ότι οι Αθηναίες παντρεύονταν σε πολύ μικρές ηλικίες πολύ μεγαλύτερους άνδρες. Από λογοτεχνικές μαρτυρίες προκύπτει ότι η ηλικία γάμου των γυναικών ήταν από τα 13 μέχρι τα 25 χρόνια και των ανδρών, ανάμεσα στα 17 και 35.
Πίσω από τη μεγάλη διαφορά ηλικίας ανάμεσα στη νύφη και στον γαμπρό, βρισκόταν η ιδιαίτερη σημασία που έδινε η κοινωνία στην παρθενία της γυναίκας. Ο Ησίοδος στα «Έργα και Ημέρες» μιλά χωρίς προσχήματα, δίνοντας συμβολή στον αδελφό του:
«Παρθένα να παντρευτείς, για να της μάθεις σεμνούς τρόπους».
Η σύναψη ενός γάμου στην Αρχαιότητα ήταν υπόθεση ιδιωτική, στην οποία δεν παρενέβαινε η πολιτεία, δεν υπήρχε δηλαδή καταγραφή σε κάποια αρχεία, όπως γινόταν με την γέννηση των παιδιών. Δύο διαδικασίες που απείχαν χρονικά συνιστούσαν τον αθηναϊκό γάμο: η εγγύη ή εγγύηση (ο αρραβώνας) και η έκδοση (η παράδοση της νύφης με την προίκα της στον γαμπρό). Ο γάμος ολοκληρωνόταν με τη συγκατοίκηση του ζεύγους («συνοικείν»).
Η εγγύη (αρραβώνας) ήταν η συμφωνία του μεγέθους και της σύνθεσης της προίκας ανάμεσα στον πατέρα της νύφης και στον μνηστήρα, παρουσία μαρτύρων. Η παρουσία της μέλλουσας νύφης δεν ήταν απαραίτητη. Η «έκδοση», η πανηγυρική μεταφορά της νύφης στο σπίτι του γαμπρού γινόταν κατά προτίμηση τον χειμερινό μήνα Γαμηλίωνα, κατά τον εορτασμό του γάμου του Δία με την Ήρα. Αργότερα, το Φθινόπωρο ο γαμπρός παρουσίαζε τη νύφη στη φατρία του (στην ανδρική συγγενική ομάδα που ανήκε η οικογένειά του) κατά την εορτή των Απατουρίων. Η αποδοχή της νύφης από τη φατρία ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να θεωρηθούν Αθηναίοι πολίτες τα αρσενικά παιδιά του ζευγαριού. Η παρουσίαση της νύφης συνοδευόταν από θυσία ζώων (γαμηλία), τα οποία απολάμβανε στη συνέχεια μαγειρεμένα η φατρία.