Η λέξη «Halloween» είναι συντομογραφία του «All Hallows Evening», δηλαδή της βραδιάς πριν από τη γιορτή των Αγίων Πάντων, που είναι 1η Νοεμβρίου. Οι ρίζες της γιορτής αυτής φτάνουν μέχρι τους Κέλτες.
Οι Άγιοι Πάντες ξεκίνησαν να εορτάζονται το 609 μ.Χ., στις 14 Μαΐου, αλλά ο Πάπας Γρηγόριος 4ος μετακίνησε τον εορτασμό την 1η Νοεμβρίου. Λέγεται ότι αυτό έγινε επειδή η πόλη της Ρώμης δεν μπορούσε να στεγάσει τον μεγάλο αριθμό των πιστών που συνέρρεαν τον Μάιο και επιλέχθηκε μια ημερομηνία τον χειμώνα για λιγότερο κόσμο. Άλλοι λένε ότι ο λόγος που έγινε η μεταφορά είναι ακριβώς για να συμπέσει με τις αρχαίες δοξασίες γύρω από τη συγκεκριμένη ημερομηνία.
Οι ρίζες της γιορτής λέγεται ότι βρίσκονται σε κέλτικες παραδόσεις, και συγκεκριμένα στους εορτασμούς του Samhain, που στα παλιά ιρλανδικά σημαίνει «τέλος του καλοκαιριού». Οι Κέλτες την 31η Οκτωβρίου γιόρταζαν το τέλος της περιόδου της συγκομιδής και την αρχή του χειμώνα.
Η παράδοση λέει ότι τη συγκεκριμένη μέρα ερχόμαστε πιο κοντά με τον «άλλο κόσμο», ότι μπορούμε να έρθουμε σε επαφή με πνεύματα και νεκρούς.
Τα χρώματα που συνδέονται με τη γιορτή είναι το πορτοκαλί και το μαύρο. Το πορτοκαλί συμβολίζει τη φθινοπωρινή σοδειά και το μαύρο τον θάνατο και, γενικά, τον «άλλο κόσμο».
Οι Σκωτσέζες κρεμούσαν εκείνη τη μέρα βρεγμένα σεντόνια μπροστά σε φωτιά για να δουν υποτίθεται τον μελλοντικό τους σύζυγο.
Η αφετηρία του εθίμου του «trick or treat», που θέλει τα μικρά παιδιά να μεταμφιέζονται και να πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι, μαζεύοντας γλυκά, φθάνει στον 16ο αιώνα. Ιρλανδοί, Σκωτσέζοι και Ουαλοί μασκαρεύονταν και επισκέπτονταν διάφορα σπίτια, απαγγέλλοντας ποιήματα ή και ολόκληρα τραγούδια με αντάλλαγμα φαγητό. Αντιπροσώπευαν τις παλιές θεότητες του χειμώνα που απαιτούσαν ανταλλάγματα για καλή τύχη.
Μια εξήγηση που έχει δοθεί για το έθιμο του μασκαρέματος είναι η εξής: παλιά πίστευαν ότι οι ψυχές των πεθαμένων περιπλανώνται στη Γη ως την Ημέρα των Αγίων Πάντων. Το βράδυ, λοιπόν, πριν από τη γιορτή, πριν από το Halloween δηλαδή, οι ψυχές είχαν την τελευταία τους ευκαιρία να εκδικηθούν όποιον τους έκανε κακό ενώ ζούσαν, οπότε, όσοι θεωρούσαν ότι υπήρχε λόγος να ανησυχούν, μεταμφιέζονταν για να μην τους αναγνωρίσει το πνεύμα που ζητούσε εκδίκηση.
Το σκανδαλιάρικο πνεύμα της βραδιάς και η αχαλίνωτη διασκέδαση επίσης πάει πολλά χρόνια πίσω. Από τον 18ο αιώνα στην Ιρλανδία και στα Highlands της Σκωτίας τη συγκεκριμένη μέρα συνήθιζαν να κάνουν φάρσες.
Τα φαναράκια, τα οποία λέγονται «jack-o-lanterns», είναι αναπόσπαστο στοιχείο των εορτασμών και χρησιμοποιούνται για να διώχνουν, υποτίθεται, μακριά τα κακά πνεύματα που, όπως είπαμε, πιστεύεται πως τη συγκεκριμένη ημέρα είναι ιδιαίτερα ενεργά.
Η ιστορία του Τζακ που παγίδευσε τον διάβολο
Η ιστορία που συνδέεται με τα κεριά και τις κολοκύθες είναι αυτή του Τζακ, ενός ανθρώπου που του αρνήθηκαν την είσοδο και στον Παράδεισο και στην Κόλαση. Ο Τζακ κατάφερε να αιχμαλωτίσει τον διάβολο, ο οποίος, για να απελευθερωθεί, του υποσχέθηκε ότι δεν θα τον ενοχλήσει ποτέ. Έπειτα από μια άσωτη ζωή, ο Τζακ πέθανε και, βρίσκοντας τις πόρτες του Παραδείσου κλειστές, οδηγήθηκε αναγκαστικά στην Κόλαση. Ο διάβολος, όμως, πιστός στην υπόσχεσή του, δεν τον δέχθηκε και του πέταξε ένα κάρβουνο από τις φωτιές της Κολάσεως, το οποίο ο Τζακ πήρε και το έβαλε μέσα σε ένα γογγύλι που είχε μαζί του για να τον βοηθά να βλέπει και από τότε τριγυρνά, ψάχνοντας να βρει ένας μέρος να ξεκουραστεί.
Οι μετανάστες από την Ευρώπη προς τις ΗΠΑ ήταν αυτοί που πρωτοχρησιμοποίησαν κολοκύθες για τα φαναράκια τους για τον απλούστατο λόγο ότι τις έβρισκαν εύκολα και ήταν φθηνές. Μία από τι μεγαλύτερες κολοκύθες της ιστορίας βρέθηκε το 1993 και ζύγισε 380 κιλά.
Η γιορτή του Halloween ξεκίνησε στην Ευρώπη, όμως είναι πλέον γνωστή στον κόσμο μέσα από την αμερικανική κουλτούρα. Αυτό, βέβαια, δεν έγινε αυτόματα, δηλαδή με τους πρώτους έποικους. Χρειάστηκε η αθρόα μετανάστευση Ιρλανδών και Σκωτσέζων τον 19ο αιώνα για να γίνει δημοφιλής η γιορτή.
Αυτό το πράγμα είναι μια αμερικανική μακακια, που φυσικά οι έξυπνοι έμποροι, την διέδωσαν στους ηλιθιους των Αθηνών.. σε λίγο και οι γιορτές των Μαου Μαου, άλλωστε αυτές μας ταιριάζουν καλύτερα τώρα..