Έχουμε ακούσει ή έχουμε πει πολλές φορές τη φράση «Αυτός μεράκλωσε» ή από τους παλιότερους ακούγεται καμιά φορά -κυρίως για γλέντια και χαρές- ότι αυτοί «μπήκαν στα μεράκια». Η λέξη «Μεράκι» έχει τούρκικη ρίζα και σημαίνει έντονη επιθυμία ή καημός. Για αυτό λέμε «αυτός έχει μεράκι να…». Αυτό το μεράκι είναι που οδήγησε στο παρατσούκλι Μερακλής και αργότερα στον χαρακτηρισμό μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς.
Ο Μερακλής ήταν προσωνύμιο που εμφανίστηκε στην Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα και σιγά σιγά διαδόθηκε και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Πολλές φορές συναντάμε στην ιστορία συγκεκριμένα πρόσωπα να γίνονται συνώνυμα καταστάσεων, συμπεριφορών κλπ. Τέτοια παραδείγματα είναι ο Γιαγκούλας, η Ψωροκώσταινα κ.ά. Έτσι συνέβη και με τον Μερακλή. Ο Μερακλής ήταν ένας γέρος φουστανελοφόρος. Αρχικά εύζωνας και αργότερα φύλακας στην περιοχή του Ζαππείου. Φορούσε επιμελώς μέχρι τον θάνατό του την παραδοσιακή ενδυμασία του τσολιά με τη φουστανέλα, τα τσαρούχια και όλα τα συναφή. Γεννήθηκε το 1845 σε ένα χωριό της Λαμίας. Είκοσι χρόνια αργότερα εντάχθηκε στο τάγμα των Ευζώνων.
«Ο Μερακλής με τον αρειμάνιον μύστακα, που τον βάφει με καραμπογιά»*, έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής. Οι καιροί άλλαξαν, μπαίνοντας στον 20ο αιώνα οι άντρες, ειδικά της πρωτεύουσας, είχαν αφήσει προ πολλού τις φουστανέλες και είχαν υιοθετήσει το ευρωπαϊκό ντύσιμο. Κοστούμια, γραβάτες, δερμάτινα παπούτσια, παπιγιόν και καπέλα. Με τα χρόνια ο Μερακλής έγινε μία γραφική φιγούρα. Γερασμένος και αλκοολικός περιφερόταν γύρω από το Ζάππειο μόνος, ζώντας μέσα στην ξύλινη καλύβα του φύλακα. Ο Ρουμελιώτης, απόστρατος δεκανέας των ευζώνων Δημήτριος Στεργιόπουλος ή Μερακλής σε ηλικία 83 ετών αποφάσισε να μιλήσει για πρώτη φορά σε εφημερίδα. Ήταν πλέον γέρος και κανείς δεν του έδινε σημασία.
Όλη του η σύνταξη γινόταν κρασί και ρετσίνα στις ταβέρνες της Πλάκας. Κάθε πρώτη του μήνα που έπρεπε να πάει για τη σύνταξή του γινόταν δημόσιος περίγελος στους δρόμους και στα γραφεία, αφού πήγαινε με τα απαραίτητα δικαιολογητικά κρυμμένα μέσα στον κόρφο του. Η συνέντευξή του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Έθνος (23/07/1928) με την υπογραφή του συνεργάτη της εφημερίδας, Κ. αθ. (διατηρήθηκε η ορθογραφία της εποχής) «[…] Τάμα τοχα να πάω μια μέρα να απισκεφθώ τον Μερακλή. Και μ’ έφερε ο δρόμος χθες κατά το σούρουπο στο λημέρι του. Τον ευρήκα, ή μάλλον ευρήκα το κάτισχνο φάσμα του, σε μια κατάστασι αξιοδάκρυτη, και αγωνίστηκα πολύ για να το σύρω με τα δυο μου χέρια έξω στον ήλιο, να κάτσουμε σε δυο καρέκλες ο ένας απέναντι στον άλλον, και να τον βάλω να μου διηγηθή. Το μικροσκοπικό καμαράκι του, που έλαμπε άλλοτε από πάστρα και ομορφιά, όπως ο ίδιος, έχει ρημάξη από την εγκατάλειψι. Είνε ο Συρανώ ντε Μπερζεράκ στην Πέμπτη πράξι του τέλους του. Ζωντανός άδοξος νεκρός. Για να μη λείπει μάλιστα καμμία λεπτομέρεια, έχει χτυπήση το κεφάλι του – κάποια νύχτα μεθυσμένος έπεσε κάπου κι ετραυματίσθηκε. Τα μάτια του είνε μισόκλειστα.
Πλάι του μια χρωματιστή κάρτ-ποστάλ με τον Βασιλέα Γεώργιον τον Α’ και φύρδην μίγδην ένα ξυράφι, μια κουβαρίστρα με κλωστή – το θηρίο, έχει το κουράγιο να καλλωπίζεται και να μπαλώνεται σ’ αυτή την ηλικία μόνος του – και σαν παράσημα μέσα σε βιτρίνες οι «σαρδέλλες», τα ποστοκαλλιά γαλόνια του δεκανέως, το εύσημον που του έδωσε η πατρίς για τας υπηρεσίας του! Τάχει ακουμπισμένα ως είδος ιερόν κειμήλιον. Με τι καμάρι που τα φορούσε άλλοτε, όταν έβγαινε να κάμη τη βόλτα του στο Ζάππειο, και σειώντας και κουνιώντας επερνούσε κι εστεκότανε μπροστά στις ξανθοπλόκαμες γκουβερνάντες του Βορρά να τις συγκινήση με το λιγερό του παράστημα. – Άιντε, μωρέ, μην τα λιές ‘φτούνα και μ’ καις την καρδιά!
Ο Μήτσος έκλαψε, κι έβγαλε ένα χρωματιστό μαντήλι να σκουπίση τα μάτια με τα τρεμάμενα γεροντίστικα χέρια του. Ποτέ δεν εξακριβώθη έως τώρα η ακριβής ταυτότης και η βιογραφία του Μερακλή, γιατί ο ίδιος δεν καταδεχότανε να μιλή για τον εαυτό του, αλλά και γιατί κανένας δεν ετολμούσε να τον υποβάλη σε ανάκρισι. Τώρα θέλει να μιλήση, αισθάνεται την ανάγκη της εξομολογήσεως στον πνευματικό, κάνει τον απολογισμό του ενώπιον του Θεού. Εγεννήθηκε το 1845 στη Φτέρη της Λαμίας, θυμάται πολύ καλά την έξωσι του Όθωνος και τον ερχομό του Γεωργίου, και στα 1865 «ετράβηξε κλήρο» και κατετάχθη στα ευζωνικά. Αι, ρε ασικλήσι και λεβεντιά όταν μια Κυριακή πρωί την ώρα που αμόλαγε η εκκλησία, εφάνηκε στην πλατέα του χωριού του με την κοντή ευζωνική φουστανελλίτσα του και με το κρεμεζί φεσάκι βαλμένο στραβά ν’ αφίνη έξω τις κατσαρές του αφέλειες.
Από τότε κι’ όλας τον πρωτοείπαν Μερακλή. Και τούμεινε. Επί εξηντατρία χρόνια έκτοτε δεν άκουσε να τον φωνάζουν αλλιώς. Τ’ όνομά του ήταν γραμμένο στα χαρτιά και αν δεν το ξέχασε και ο ίδιος, είνε γιατί το ακούει στη θυρίδα του ταμείου των συντάξεων κάθε πρώτη του μηνός. Το γράφει άλλως τε τραβώντας και μία τζίφρα κάτω από την υπογραφή του: Του τώμαθε στο λόχο ο διοικητής του, ο Πάνος Κολοκοτρώνης, τον έβαλε κάτω και τον εβασάνιζε ένα μήνα να ζωγραφίζη ένα-ένα τα γράμματα: «Δημ. Στεργιόπουλος, δεκ. εύζ.»! Γιατί ο Μερακλής επήρε το γαλόνι του διακριθείς είς τας πολεμικάς επιχειρήσεις του 1878, μετά δεκαπενταετή «ευδόκιμον» υπηρεσίαν, όταν μας εξεχωρήθη Ήπειρος και Θεσσαλία από το Βερολίνιον συνέδριον. Είχε μέλλον στο στρατό. Στον τοίχο του δωματίου είνε κρεμασμένα πένθιμα τα κλέη: η σκουριασμένη ξιφολόγχη και η λερή χιλιομπαλωμένη φουστανέλλα του. Πριν δεχθή την πρόσκλησι μου να βγούμε έξω και να μιλήσουμε, παίρνει την τσατσάρα και φτιάνει προχείρως τα μαλλιά του, ενώ με τα δύο χέρια κατόπιν αγκιστρώνει επιμόνως το μπαμπακένιο μουστάκι του, και η όψις του φωτίζεται ολόκληρη από μια διάθεσι κοκκεταρίας – παληά παράδοσις του σώματος των ευζώνων, ολωσδιόλου σπαρτιάτικη.
Και, λοιπόν, αλήθεια, πως βρέθηκες στην Αθήνα, Μερακλή; Αφ’ τα ‘φτούνα. Που να στα λέω πλιά! «Ανδραγαθήσας» έγινα δεκανεύς. Και αφού δεν ήταν άλλος πόλεμος, μ’ έφεραν στην ανακτορική φρουρά. Όταν επήρα τη σύνταξη μου, δραχμάς δεκαέξ κι εξήντα, εμπήκα δασοφύλαξ στο Ζάππειο. Ωρέ, ζωή. Αλλά τώρα με βασανίζει ου Θειός για τα’ αμαρτίες μου. Ιέχου σκνίπα, νογάς τι θα πη; Η γεροντική ασθένεια του Μερακλή είνε μία άγρια και αδιάκοπη φαγούρα σε όλο το σώμα του. Θαρρεί ότι έχουν τρυπώση σκνίπες και τον τρώνε μέσα στο αίμα του. Η πάθησίς του όμως φαίνεται ότι προέρχεται μάλλον από το κρασί, γιατί και τώρα ακόμα που δεν έχει καμμία απολύτως όρεξη για φαΐ, και δεν τρώει σχεδόν τίποτα, όλη του τη σύνταξη, που έχει αυξηθεί σιγά σιγά σε οχτακόσιες δραχμές το μήνα, την ξοδεύει στις ταβέρνες της Πλάκας. Δεν πίνει ούτε γάλα, ούτε καφέ. Ρετσίνα από το πρωί ίσαμε το άλλο πρωί. Παραπονιέται όμως ότι εχάλασαν τα κρασά τον τελευταίο καιρό. Τα σπιρτώνουνε κακόν καιρό νάχουνε οι θεομπαίχτες! Για τους έρωτες του, είνε ανένδοτος.
Ούτε λέξη δεν αφίνει να διαφύγη του έρκους των οδόντων του. Από την έκφραση που παίρνει όμως οσάκις, του φέρνω τη συζήτηση στα ειδύλλια του, φαίνεται ότι εγλέντησε καλά τα νειάτα του. Τον είχαν ερωτευθή και κυρίες της ανωτάτης τάξεως, ντόπιες και ξένες, αυλικές και περιηγήτριες. Υπήρξε γόης με την πρωτόγονή του αφέλεια. – Και συ, Μήτσο, δεν ερωτεύθηκες καμμιά στη ζωή σου ποτέ; Χάι, χάι!… Και διακοπτόμενος από αναστεναγμούς αφίνει τη μνήμη του να πετάξη πίσω πολύ μακρυά στο παρελθόν, και θυμάται με πόνο τη Βασιλική, τη Βασιλικούλα, στην Αταλάντη, που είχε μια φορά όταν εγύρισε «ανδραγαθήσας δεκανεύς» από τον πόλεμο. Ήτανε στα χρυσά ντυμένη. Και με γυρέψανε οι μπαρμπάδες της. Κορίτσ’ σαν τα κρύα νριά, νιράιδα σουστή, πρώτο μπόι, παπαδοπούλα του χουριού, χαμηλοβλεπούσα, ορφανή. Δεν την επήρε όμως.
Δεν την καταδέχτηκε και τώρα μετανοεί. Είναι το χαμένο όνειρο της ευτυχίας του που έπεσε στο δρόμο του κι’ αυτός το προσπέρασε: Ας όψεται ου Λέκκας ου Σπύρ’ς, ου αρχίστρος. Ιφτούνος δεν μ’ άφησε να παντιφτώ. Μη, μι λιέει, μην το κάνεις αύτο, μη μ’ το ματαλιές. Θα σι χάσουμε. Κι’ απόμ’ να έρμους κι σκότεινους, μαγκούφ’ς και άκληρους, ποιός; Ιγώ, οι Μίτσους οι Στεργιόπ’λους οι Μερακλής, τ’ καμάρι τ’ βζωνικού. Να παραδέρνου σαν τν άδικια κατάρα, Αγιάννης ου Καλυβίτ’ς στου Ζάππειου…
Μήπως θάθελες, Μερακλή να φροντίσουμε να σε βάλουμε σε κανένα Νοσκοκομείο να σε κυττάξουν οι γιατροί, στο Γηροκομείο να ησυχάσης, σε κανένα Άσυλο; Ο Μήτσος εθύμωσε, προσεβλήθη πολύ! Δεν τα’ κ’ νάου βήμα. Δεν πάου πουθ’νά. Ιδώ θα μείνου να παραδώσου ψυχή στον Κύριου. Δεν μ’ έβαλαν φύλακα; Κλαράκι με κλαράκι τάχου φυλαγμένα μερόνυχτα αυτίνα π’ βλέπ’ς γύρου σου. Αυτίνη ν’ η τιμή μου, να πιθάνου πιστός. Αμ’ άμα μιβγάλης απού ’δώ, πάει κι’ όλας τα τίναξε ου Μερακλής. Δε βλέπ’ς πως μι βασανίζει ου Θειός, μεγάλ’ η χάρι του για τσ’ αμαρτίες μου;… Και ο Μερακλής αναλύθηκε πάλι σε δάκρυα. Τον εβοήθησα από τις μασχάλες να τον βάλω στο κελλί του. Αυτόν τον ασίκη που περνοδιάβαινε σα σπίθα εδώ και λίγα χρόνια κι’ εγλυκοκύτταζε λιγωμένος τα θηλυκά. Μ’ αποχαιρέτησε, και καθώς έφευγα τον είδα ν’ αρπάζη με δίψα μια μποτίλλια και να την κολλάη στα χείλη του. Έχει ανάγκη να λησμονήση, αφού όλοι τον ελησμόνησαν……