Ποιος ήταν ο φοβερός και τρομερός Μπαϊρακτάρης – Τον έτρεμαν

Κοινοποίηση:
poios-o-foveros-tromeros-mpairaktaris

Ο Δημήτριος Μπαϊρακτάρης, υπήρξε ο φόβος και ο τρόμος των κουτσαβάκηδων. Ξύριζε τα μουστάκια τους, ψαλίδιζε τις αφέλειες των μαλλιών, αλλά και το αφόρετο μανίκι από το σακάκι τους. Ένας τέτοιος ποζάρει αμέριμνος στον φακό του φωτογράφου Κωνσταντίνου Αθανασίου στους Αέρηδες στην Πλάκα το 1880.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1893, όταν συστάθηκε η στρατιωτική αστυνομία και ο Μπαϊρακτάρης διορίστηκε με τον βαθμό του ταγματάρχη, ξεκίνησε ο διωγμός των κουτσαβάκηδων, που είχαν γίνει μάστιγα στο κέντρο της Αθήνας. Το προσωνύμιο κουτσαβάκης προέρχεται από το «κουτσά» και «βαίνω». Οι φασαριόζοι ψευτόμαγκες χάριν επίδειξης περπατούσαν αργά σαν να κούτσαιναν και ανεβοκατέβαζαν τους ώμους τους ακολουθώντας τον βηματισμό. Παράλληλα έγερναν ελαφρά το κεφάλι τους στην κάθε πλευρά.

Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το βιβλίο του δημοσιογράφου Τάσου Κοντογιαννίδη, «Μπαϊρακτάρης, πολιτικοί και κουτσαβάκηδες» και περιγράφει με απολαυστικό τρόπο τη δράση του περίφημου αστυνομικού.

Τα μάτια όλων πέφτουν πάνω στον Μπαϊρακτάρη. Σε όσους έχουν ροπή προς το έγκλημα προκαλεί φόβο και τρόμο. Και σ’ εκείνους που επιθυμούν την ήρεμη ζωή, την ευταξία και την ασφάλεια, σεβασμό και εμπιστοσύνη. «Φέρε μου το γουρνοψάλιδο! …» διατάζει τον αστυνομικό. Εκείνος, βιαστικά, βγάζει απ’ το δισάκι του ένα χοντρό ψαλίδι, από εκείνα που κουρεύουν τα γιδοπρόβατα.

Οι τρεις μάγκες αρχίζουν να δυσανασχετούν. Σηκώνουν ψηλά το κεφάλι σα να κάνουν ικεσία στον ύψιστο και ψιθυρίζουν… Όχι κύριε διευθυντέα, να χαρείς τα πεθαμένα σου… Γιατί κύρ’ αστυνόμε, εγώ είμαι αθώος… -Σκάστε ζαγάρια! Τώρα θα σας δείξω ψωρόμαγκες της μισής οκάς! Και αφού παίρνει στα χέρια του το ψαλίδι, φωνάζει στον εύζωνα. «Φέρε μου αυτόν τον σέρτικο που συνέχεια φωνάζει». Ο αστυφύλακας αρπάζει τον πιο ψηλό απ’ τα μαλλιά και το μπράτσο και τον οδηγεί βιαίως μπροστά στον διευθυντή.

-«Να δω ρε ζαγάρ αν θα ξαναπάς κάτω από το παράθυρο της χήρας και θα μαχαιρώνεστε…». Και με τη βοήθεια άλλων δύο αστυνομικών που τον κρατούν χεροπόδαρα, με μια ψαλιδιά αφαιρεί το αριστερό μέρος του τσιγκελωτού μουστακιού και του το δίνει στο χέρι. -Πάρτο! Πάρτο! Κι αν σε ξαναδώ, θα σε κουρέψω! Μπρος! Κυκλοφόρα τώρα έτσι, ρεζίλι! Θα σας μάθω εγώ!… Φέρτε μου τον άλλο! Οι άνδρες του οδηγούν με όχι τόσο κομψό τρόπο και τον δεύτερο και κατόπιν τον τρίτο.

Και οι τρεις χωρίς το μισό μουστάκι! Ταπεινωμένοι και εξευτελισμένοι κρύβουν τα πρόσωπά τους για να μη τους δει ο κόσμος που γελά με το χάλι τους. Τα ειρωνικά γέλια με τα πικρόχολα σχόλια ακούγονται τώρα στ’ αυτιά των κουτσαβάκηδων ενοχλητικά. Μοιάζουν με ανήμερα θηρία! Αν μπορούσαν, θ’ άρπαζαν ένα μαχαίρι για να τιμωρήσουν αυτούς που τους χλευάζουν. Τώρα όμως κρύβουν τα πρόσωπά τους για να μη φανεί στα αδηφάγα μάτια των περιέργων το κομμένο μουστάκι και ρεζιλευτούν ακόμα περισσότερο.

-«Ε, εσύ! Εσύ με το ζωνάρι στο χέρι! Αυτό το μαχαίρι δεν είναι δικό σου;» -«Τι; Η σκανταλιάρα; Ηηήταν κύρ’ Αστυνόμε. Την είχα μαζί μου να καθαρίζω κάνα μήλο…». -«Και απ’ το σακάκι γιατί αφήνεις να κρέμεται το μανίκι σου;» «Όχι κύρ’ αστυνόμε, πονάει ο πιασμένος ώμος μου, γι αυτό…».

-«Για να μη το φοράς, πάει να πει ρε ρεζίλι ότι δεν σου χρειάζεται». «Οοόχι κύρ’ διαφεντή! Καινούργιο πράμα είναι, μηηη!…» Με μιας ο συνταγματάρχης αρπάζει το κρεμάμενο μανίκι και με το ψαλίδι το κόβει με μανία. -«Μπρος! Πάρτο και μην το ξαναδώ να κρέμεται γιατί θα στο ξανακόψω!…» Την ίδια τύχη είχαν όσα μανίκια κρέμονταν…

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ:

1 Comment

Comments are closed.