Ένας Γερμανός Φιλέλληνας είναι ο λόγος που γνωρίζουμε σήμερα τις μορφές θρυλικών ηρώων της Επανάστασης, όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης και ο Κανάρης
Το μολύβι αρχίζει να γράφει στο χαρτί. Ένα μακρύ πρόσωπο και μάτια διαπεραστικά κάτω από ένα φέσι. Μα πάνω απ’ όλα ένα υποβλητικό, παχύ μουστάκι. Όμως η ώρα είναι ήδη αργά. Ο Γιώργος Καραϊσκάκης έχει πια κουραστεί ύστερα από μια ακόμα μέρα μαχών με το στρατό των ατάκτων του Κιουταχή γύρω από την Αθήνα, ενώ η αρρώστια τον ταλαιπωρεί εδώ και μέρες. Ο ζωγράφος αλλά και σύντροφός του στη μάχη Καρλ Κρατσάιζεν αναγκάζεται να αφήσει στην άκρη τα σύνεργά του λίγη ώρα μετά. Το πορτρέτο θα πρέπει να συνεχίσει μια άλλη μέρα. Αλλά την άλλη μέρα ο Καραϊσκάκης είναι πια νεκρός.
Ο αγωνιστής… ζωγράφος
Διακόσια χρόνια μετά την έναρξη της Επανάστασης, η Ελλάδα γιορτάζει την ανεξαρτησία της, μια ανεξαρτησία που μόνο εύκολα και ανέφελα δεν ήρθε. Πίσω από αυτή χιλιάδες άντρες και γυναίκες που πάλεψαν και πέθαναν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Και δεκάδες οπλαρχηγοί που οδήγησαν τους Έλληνες σε ένα φαινομενικά άπιαστο όνειρο.
Τα πρόσωπα των μεγάλων οπλαρχηγών είναι λίγο πολύ γνωστά σε όλους μας. Από τα βιβλία της ιστορίας ακόμα ο επιβλητικός Κολοκοτρώνης, η ευγενική φυσιογνωμία του Μακρυγιάννη και ο «αρχοντικός» Κανάρης μας συνοδεύουν και θυμίζουν τα πρόσωπα ενός παλιού συγγενή που θα τον αναγνωρίζαμε παντού. Χωρίς τις φωτογραφικές μηχανές και την σύγχρονη τεχνολογία μοιάζει με ένα μικρό θαύμα το γεγονός ότι μπορέσαμε να διατηρήσουμε μέχρι σήμερα τόσο ζωντανές και τόσες πιστές τις μορφές των αγωνιστών αυτών. Ένα «θαύμα» που ακούει στο όνομα Καρλ Κρατσάιζεν.
Ο Κρατσάιζεν ήταν ένας αυτοδίδακτος ζωγράφος, ο οποίος ωστόσο είχε καταταχθεί από νωρίς στο στρατό της Βαυαρίας, απ’ όπου καταγόταν. Σε ηλικία μόλις 19 ετών (1913) είχε λάβει μέρος στον πόλεμο της χώρας του κατά του Ναπολέοντα. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821 δεν έμεινε ασυγκίνητος από το φιλελληνικό συναίσθημα που άρχισε να δημιουργείται σε όλη την Ευρώπη.
Το 1826 είχε φτάσει στον βαθμό του υπολοχαγού στο στρατό της Βαυαρίας και αποφάσισε να ταξιδέψει ως την Ελλάδα, για να πολεμήσει στο πλευρό των αγωνιστών. Σύμφωνα με πηγές της εποχής χωρίς να λάβει την απαραίτητη άδεια από την υπηρεσία του, ξεκίνησε για από το Μόναχο και περνώντας από την Ανκόνα της Ιταλίας και το Δυρράχιο έφτασε αρχικά στην Κέρκυρα και την Ζάκυνθο, μετέβη στον Πόρο, την Αίγινα, τη Σαλαμίνα και το Ναύπλιο. Τελικά, κατέφτασε στην Αθήνα όπου ήδη βρισκόταν σε εξέλιξη η πολιορκία του Κιουταχή. Ο Κρατσάιζεν εκεί κατατάχθηκε στο σώμα Βαυαρών εθελοντών υπό τον Καρλ Βίλχεμ φον Χέιντικ. Το Σώμα αυτό είχε δημιουργηθεί κατά προτροπή του βασιλέα της Βαυαρίας Λουδοβίκου A’, πατέρα του μελλοντικού βασιλιά της Ελλάδας, Όθωνα.
Ο Κρατσάιζεν έμεινε στην Ελλάδα μόνο για ένα χρόνο, ωστόσο πήρε μέρος σε σημαντικές μάχες όπως η πολιορκία της Αθήνας το 1826- υπό τις διαταγές του Καρόλου Φαβιέρου- και την πολιορκία της Ακρόπολης , το διάστημα από τον Μάρτιο έως τον Απρίλιο του 1827. Εκεί ξεκίνησε και το πορτρέτο του Γεώργιου Καραϊσκάκη, το οποίο όμως έμεινε ημιτελές καθώς λίγες μέρες μετά, στις 23 Απριλίου 1827 ο Καραϊσκάκης πέθανε από ένα «αδέσποτο βόλι».
Όταν τελικά, επέστρεψε στην Βαυαρία, ο Κρατσάιζεν αρχικά αποτάχθηκε από τον στρατό με την κατηγορία της «λιποταξίας». Ωστόσο, σύντομα επανήλθε στο στράτευμα καθώς εγγυήθηκε γι’ αυτόν ο Καρλ Βίλχεμ φον Χέιντικ υπό τις διαταγές του οποίου είχε υπηρετήσει στην Ελλάδα. Τελικά, έλαβε πολλά γερμανικά παράσημα, ενώ και από την Ελλάδα τιμήθηκε με μετάλλια, όπως το Αργυρό Αριστείο του Αγώνος και του Ταξιάρχη του Τάγματος των Ιπποτών του Σωτήρος.
Ο ίδιος ο Κρατσάιζεν δεν άφησε πίσω του απομνημονεύματα, ωστόσο άφησε ένα εύγλωττο έργο που αποτελεί την καλύτερη κληρονομία.
Τα πορτρέτα και οι πίνακες
Φτάνοντας στο Ναύπλιο στις 11 Αυγούστου 1826, ο Κρατσάιζεν συνάντησε τον Γεώργιο Κουντουριώτη. Αφού γνωρίστηκαν του ζήτησε να σκιτσάρει το πορτρέτο του. Αυτό ήταν και το πρώτο από μια σειρά πορτρέτων που ακολούθησαν. Όσο παρέμεινε στην Ελλάδα, γνώρισε προσωπικά τους περισσοτέρους από τους αγωνιστές της Επανάστασης και πολλούς Φιλέλληνες που είχαν φτάσει εδώ, όπως και αυτός, για να βοηθήσει τους αγώνες: πυρπολητές, καπεταναίοι, οπλαρχηγοί, προεστοί και Φιλέλληνες έκατσαν όλοι απέναντί του για να τους σκιτσάρει. Μάλιστα, αφού σχεδίαζε το πορτρέτο με μολύβι σε ένα μικρό συνήθως χαρτί στη συνέχεια ζητούσε από το «μοντέλο» του να υπογράψει το έργο του ως πιστοποιητικό αυθεντικότητας.
«Ο Καρλ Κρατσάιζεν έβαζε τον εικονιζόμενο να υπογράψει στο κάτω μέρος του χαρτιού. Του οφείλουμε θαυμασμό για την πρόνοια του και ευγνωμοσύνη γι’ αυτή τη σιωπηλή αλλά ψηλαφητή μαρτυρία … Ο Καρλ Κρατσάιζεν αν δεν είχε πάρει μαθήματα ζωγραφικής, είχε ασκηθεί τόσο πολύ, ώστε τα σχέδιά του δεν μπορούν να θεωρηθούν έργα ερασιτέχνη. Το βλέμμα του διεισδυτικό, οξύ και υποστηρίζεται από ένα χέρι που σχεδιάζει διστακτικά μεν, αλλά με μεγάλη ακρίβεια και ευαισθησία», αναφέρει σχετικά η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα.
Τα πορτρέτα των Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Γεωργίου Καραϊσκάκη, Νικηταρά, Ιωάννη Μακρυγιάννη, Ανδρέα Μιαούλη, Κωνσταντίνου Κανάρη, Κίτσου Τζαβέλλα, Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, αλλά και των Τομπάζη, Γεωργίου Κουντουριώτη, Γεωργίου Μαυρομιχάλη, Ανδρέα Ζαΐμη, Σισίνη και πολλών άλλων είναι μεταξύ αυτών που δημιούργησε ο Κρατσάιζεν. Παράλληλα, χάρη σε αυτόν γνωρίζουμε και την μορφή των Φιλελλήνων Κάρολου Φαβιέρου, Φρανκ Χάστινγκς και Τόμας Γκόρντον.
Μάλιστα, ο Κρατσάιζεν δεν αρκέστηκε μόνο στα πορτρέτα αλλά σχεδίασε και πολλά τοπία και πολεμικές συνθέσεις. Χαρακτηριστικά τοπία είναι αυτά του Ναυπλίου και της Ακρόπολης, καθώς και του πρώτου ελληνικού ατμόπλοιου, του Καρτερία, τον κατάπλου του οποίου στον Πόρο παρακολούθησε από κοντά ο Κράτσαϊζεν. Το σύνολο του έργου του είναι 91 πίνακες, από τα οποία 21 είναι υδατογραφίες τοπίων και τα υπόλοιπα 70 σχέδια με μολύβι. Από αυτά φυσικά ξεχωρίζουν τα δεκαεννιά πορτρέτα των μεγάλων μορφών της Ελληνικής Επανάστασης, τα οποία ο ίδιος φιλοτέχνησε είτε στα στρατόπεδα είτε στην Γ’ Εθνοσυνέλευση, στην οποία ήταν παρών.
Επιστρέφοντας στην Γερμανία, ο Κρατσάιζεν μετέφερε τα απλά του σχέδια με μολύβι σε λιθογραφίες με εντυπωσιακές λεπτομέρειες που κάνουν ακόμα πιο «ζωντανές» τις μορφές που δημιούργησε αρχικά στο χαρτί. Από το 1827 έως το 1831 κυκλοφόρησε τα έργα του σε επτά διαδοχικά λευκώματα με τον γενικό τίτλο «Bildnisse ausgezeichneter Griechen und Philhellenen nebst einigen Ansichten und Trachten. Nach der Natur gezeichnet und herausgegeben von Karl Krazeisen» (Προσωπογραφίες των διασημοτέρων Ελλήνων και Φιλελλήνων, μαζί με μερικές απόψεις και ενδυμασίες σχεδιασμένες εκ του φυσικού και δημοσιευμένες από τον Καρλ Κρατσάιζεν). Το κάθε λεύκωμα περιείχε 3-4 πορτρέτα και ακόμα ένα ή δυο ελληνικά τοπία.
Τα λευκώματα έγιναν πολύ δημοφιλή ήδη από εκείνη την εποχή καθώς αποτελούσαν κατά κάποιον τρόπο μια… πολεμική ανταπόκριση για τα όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα. Κυρίως όμως έγιναν ο τρόπος για να δουν όλοι το πρόσωπο των Επαναστατών. Η λεπτομέρεια και η ζωντάνια των πορτρέτων παρά την απλότητά τους εντυπωσίασαν τόσο που πλέον ακόμα και οι μεταγενέστεροι πίνακες των ηρώων ουσιαστικά βασίζονταν στα πρότυπα που είχε δημιουργήσει ο Κρατσάιζεν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η μορφή του Κολοκοτρώνη που εμφανιζόταν στο πεντοχίλιαρο από το 1984 ως και την απόσυρση των δραχμών είχε βασιστεί στο σχέδιο του Κρατσάιζεν.
Μετά τον θάνατο του Κρατσάιζεν το 1878, το έργο του κληροδοτήθηκε στην κόρη του Μαρία Κρατσάιζεν – Φέτοβα, σύζυγο του Ρώσου καθηγητή Ίων Ραντιόνοφ Φέτοφ. Όταν η Μαρία πέθανε, ο Φέτοφ ενημέρωσε τον Έλληνα ζωγράφο Νικόλαο Γύζη για την ύπαρξη των λιθογραφιών και του εξέφρασε την επιθυμία να τις πουλήσει στο Ελληνικό Δημόσιο. Ο Γύζης του συνέστησε να τις παραχωρήσει στο Μουσείο της πόλεως των Αθηνών, το οποίο τότε βρισκόταν υπό ίδρυση. Την πώληση ανέλαβε ένας Έλληνας κάτοικος του εξωτερικού και με μεσολάβηση του τότε διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης, Ζαχαρία Παπαντωνίου, η Ελληνική κυβέρνηση αγόρασε τις λιθογραφίες το 1926 έναντι του ποσού των 200.000 δραχμών. Συνολικά παραδόθηκαν 24 λιθογραφίες καθώς και η κασετίνα με τα υδροχρώματα και τα πινέλα του Κρατσάιζεν, το δερμάτινο σελάχι του αγωνιστή του 1821 Δημητρίου Πλαπούτα – το οποίο εκτίθεται στο Παράρτημα του Πολεμικού Μουσείο στο Ναύπλιο- και μια φωτογραφία του ζωγράφου.
Η λιθογραφία και το αρχικό σκίτσο: Νικηταράς
Παράλληλα αποκτήθηκε και ο λεπτομερής κατάλογος των έργων στη ρουμανική γλώσσα, με περιληπτική εισαγωγή του ιστορικού, όπου τονίζεται ότι οι προσωπογραφίες είναι σχεδιασμένες εκ του φυσικού και ότι κάθε μια φέρει τις ιδιόχειρες υπογραφές των απεικονιζομένων.
Σήμερα, οι λιθογραφίες του Κρατσάιζεν βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, την Αίθουσα Ελευθερίου Βενιζέλου του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου στην Αθήνα και στο Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τράπεζας.
Ο Καρλ Κρατσάιζεν φιλοτεχνήθηκε και ο ίδιος. Το 1855, ο Θεόδωρος Βρυζάκης στον πίνακα «Το εν Πειραιεί στρατόπεδον του Καραϊσκάκη κατά το έτος 1827» φύλαξε μια ξεχωριστή θέση και γι’ αυτόν. Ανάμεσα στους 19 πολεμιστές που απεικονίζει ο Βρυζάκης, στην κάτω αριστερή γωνία του πίνακα, βρίσκεται ο Γερμανός στρατιωτικός και ζωγράφος. Έχει το δεξί του πόδι λυγισμένο και μιλά με ένα πολεμιστή που φορά φουστανέλα. Με το αριστερό του χέρι δείχνει την Ακρόπολη.