Εάν σταθείς στην πλατεία Συντάγματος και αντικρίσεις το επιβλητικό Μέγαρο της Βουλής των Ελλήνων θα διαπιστώσεις ότι έχει 52 παράθυρα.
Γράφει ο Γεώργιος Σαρρής
Άλλες φορές τα ρολά τους είναι ανοικτά, όταν βρίσκονται υπάλληλοι στα γραφεία και θέλουν να μπαίνει μέσα φως, κι άλλες όχι. Υπάρχει όμως ένα συγκεκριμένο παράθυρο που είναι μονίμως κλειστό. Για την ακρίβεια δεν έχει ανοίξει σχεδόν ποτέ. Όποτε κι αν περάσετε από την μεριά του Άγνωστου Στρατιώτη θα είναι σφραγισμένο.
Γιατί δεν ανοίγει ποτέ
Αναφερόμαστε στο πέμπτο παράθυρο της κάτω σειράς εάν τα μετρήσει κανείς από αριστερά (ή το τρίτο αριστερά εάν ξεκινήσετε το μέτρημα από την κεντρική πύλη της δυτικής όψης του κτιρίου). Όχι δεν είναι… στοιχειωμένο, ούτε συνδεδεμένο με θρύλους και παραδόσεις. Ο λόγος που παραμένει μόνιμα κλειστό είναι πολύ πιο απλός. Πρόκειται για ένα «τυφλό» παράθυρο που κατασκευάστηκε μονάχα για λόγους οπτικής συμμετρίας. Από πίσω δεν υπάρχει κάποιο δωμάτιο, αλλά απλά τοίχος.
Τι βρίσκεται από πίσω
Ακριβώς από πίσω βρίσκεται ο τοίχος της καλαίσθητης εσωτερικής μαρμάρινης σκάλας που συνδέει το περιστύλιο του ισογείου με τις πάλαι ποτέ αίθουσες Τροπαίων και Υπασπιστών που στις μέρες μας έχουν ενωθεί και αποτελούν τη μεγάλη αίθουσα «Ελευθερίου Βενιζέλου» του πρώτου ορόφου, που συνήθως φιλοξενεί εκθέσεις ανοικτές για το κοινό και τους μαθητές σχολείων.
Η κλίμακα που ανεβαίνει ο επισκέπτης πατώντας στη μονίμως ξεδιπλωμένη κόκκινη μοκέτα, είναι από τα ελάχιστα στοιχεία που έχουν παραμείνει αναλλοίωτα στο κτίριο από την εποχή που χρησιμοποιούνταν ως παλάτι του βασιλέως Όθωνα Α’ και έχει κατασκευαστεί από τον αρχιτέκτονα της βαυαρικής αυλής Friedrich von Gärtner. Από τις φωτογραφίες γίνεται φανερό ότι βλέπει κανείς εσωτερικά τα δύο πρώτα παράθυρα αριστερά της εισόδου, όχι όμως και το τρίτο που πέφτει πάνω στη στροφή που κάνει η σκάλα.
Το παράθυρο του βασιλικού γραφείου
Ένα ακόμη παράθυρο με εξαιρετικό ενδιαφέρον είναι τέταρτο της κάτω σειράς (μετρώντας από δεξιά), πάλι στην κεντρική πλευρά που βρίσκεται πάνω από το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Εκεί λοιπόν, μπροστά σ’ αυτό το παράθυρο, γράφτηκε στη μια το πρωί της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 μια από τις σημαντικότερες σελίδες της νεότερης πολιτικής ιστορίας.
Ο στρατιωτικός διοικητής της πρωτεύουσας, συνταγματάρχης Δημήτριος Καλλέργης, συνοδευόμενος από μέλη της Φρουράς Αθηνών, φθάνει έφιππος στη μεγάλη πλατεία του νεόκτιστου παλατιού (που ακολούθως θα ονομαστεί πλατεία Συντάγματος) απαιτώντας από τον 28χρονο βασιλιά Όθων Α’ την παραχώρηση Συντάγματος, για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Σύνταγμα εδώ και τώρα
«Ο βασιλιάς εργαζόταν στο ιδιαίτερο γραφείο του εκείνη την ώρα, όταν άκουσε τις επευφημίες. Η δε βασίλισσα ξύπνησε τρομαγμένη και έτρεξε με λυμένα τα μαλλιά κοντά στο σύζυγό της. Αντιλαμβανόμενη τον όχλο, επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρά της, ντύθηκε γρήγορα και γύρισε ξανά του. Ο Όθωνας κάτωχρος από οργή συζητούσε με τους υπασπιστές του» γράφει ο Κώστας Παπαρρηγόπουλος στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Αποφασίζει να βγει στο συγκεκριμένο παράθυρο προκειμένου να μάθει τι ακριβώς συμβαίνει. Βλέπει τον Καλλέργη πάνω στον άλογο, ο οποίος τον ενημερώνει ότι λαός και στρατός ζητούν Σύνταγμα.
Στην διαταγή του Όθωνα να διαλυθούν με τη δέσμευση ότι θα μεριμνήσει για το θέμα, ο στρατιωτικός διοικητής του απαντά ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί εάν ο μονάρχης και το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν λάβουν τώρα αμέσως την πολυπόθητη απόφαση. Μέσα στη νύχτα συνέρχεται το Σ.τ.Ε. Ο βασιλιάς δεν έχει άλλη λύση και ενδίδει. Υπογράφει διάταγμα που προβλέπει ότι εντός 30 ημερών η εθνική συνέλευση θα κατάρτιζε επιτέλους Σύνταγμα. Ήταν η βραδιά που η Ελλάδα περνούσε από την απόλυτη, στη συνταγματική μοναρχία.