Το μεγάλο deal του καλοκαιριού, όσον αφορά το ελληνικό ποδόσφαιρο, είναι η πώληση του Τσιμίκα στη Λίβερπουλ. Ωστόσο, ο Έλληνας αριστερός μπακ δεν είναι ο πρώτος παίκτης του Ολυμπιακού που «έκλεψε» την καρδιά του Γιούργκεν Κλοπ. Η ιστορία έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Πριν τη διαβάσετε, αξίζει να ρίξετε μια ματιά σε αυτά τα κορυφαία νόμιμα online casino
Τα παραπάνω, έχουν νόμιμη άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα και προσφέρουν πλήθος συναρπαστικών παιχνιδιών!
Ας επανέλθουμε όμως στο θέμα μας. Είναι ίσως η απόλυτη trivial ερώτηση του καλοκαιριού. Και αρκεί μόνο να την απαντήσεις για να καταφέρεις να κερδίσεις την εκτίμηση και τον θαυμασμό της ομήγυρης. Ακόμα και αν αυτή αποτελείται από γνώστες του ελληνικού και του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Υπήρξε λοιπόν παίκτης που πριν φορέσει τη φανέλα του Ολυμπιακού είδε το όνομά του να είναι σε καθημερινή βάση στα πρωτοσέλιδα των – κυρίως ολυμπιακών φρονημάτων – αθλητικών εφημερίδων. Και μέρα με την μέρα οι προσδοκίες για το νέο απόκτημα των Πειραιωτών μεγάλωναν.
«Κόμπρα» το πρώτο αίμα
Το 2006 το μεταγραφικό καλοκαίρι για τον Ολυμπιακό άρχισε πολύ νωρίτερα από ότι συνήθως. Και πιο συγκεκριμένα από τον Μάιο. Στις αρχές του μήνα ένας ψιλόλιγνος επιθετικός πραγματοποιούσε σε πρωτοσέλιδο την πρώτη σύσταση με τους οπαδούς της νέας ομάδας του. Και το έκανε με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο. Υποσχέθηκε τουλάχιστον 25 γκολ σε κάθε σεζόν. Και για όσους άπιστους Θωμάδες χαμογελούσαν ειρωνικά διαβάζοντας την υπόσχεση αυτή, φρόντισε να τους διευκρινίσει ότι στο ρεπερτόριό του διαθέτει «1.000 τρόπους να σκοράρει». Και αν σκεφτούμε τη δήλωση του προπονητή του στην Εθνική Ισημερινού, ότι με τη βοήθεια του Ριβάλντο ο Μπόρχα μπορεί να εξελιχθεί στο επίπεδο του Ρονάλντο (του «κανονικού» του βραζιλιάνου) οι οπαδοί του Ολυμπιακού βρισκόταν σε ένα μόνιμο ντελίριο.
Κάποια στιγμή ο Φέλιξ Μπόρχα – γιατί αυτή είναι η απάντηση στο κουίζ – τελικά ήρθε στο λιμάνι, φόρεσε την ερυθρόλευκη φανέλα και μάλλον στο μεσοδιάστημα ξέχασε σχεδόν όλους από τους 1.000 διαφορετικούς τρόπους που γνώριζε για να σκοράρει. Και αντί για τα τουλάχιστον 25 γκολ ανά σεζόν που είχε υποσχεθεί, περιορίστηκε στα μόλις 6. Και σε πολλές χαμένες ευκαιρίες, από αυτές που λες δεν χάνονται. Βέβαια ως δικαιολογία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ότι δεν έπεσε και ακριβώς στην καλύτερη εποχή για την ομάδα. Ατυχή αποτελέσματα σε Ελλάδα και Ευρώπη είχαν αρχίσει να δημιουργούν τριγμούς στην καρέκλα προπονητή τους, του Τροντ Σόλιντ. Και όταν ο Νορβηγός παρέδωσε τη θέση του στον Τάκη Λεμονή, έγινε αμέσως αντιληπτό ότι ο νέος προπονητής δεν υπολόγιζε τον επιθετικό από τον Ισημερινό.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η διοίκηση Κόκκαλη να σκέφτεται έναν τρόπο που θα μπορέσει να πάρει πίσω ένα μέρος έστω από το ένα εκατομμύριο ευρώ που δαπανήθηκαν για την απόκτησή του. Και κάπου εκεί μπήκε στην εξίσωση ο Κλοπ.
Η εμπιστοσύνη του Κλοπ
Στον Ολυμπιακό ήθελαν και να κάνουν κάποια απόσβεση της οικονομικής ζημιάς από την μεταγραφή, αλλά και να απελευθερώσουν μια θέση ξένου στο ρόστερ τους. Έτσι τοποθέτησαν τον επιθετικό από τον Ισημερινό στη λίστα των παικτών προς μεταγραφή. Εκείνη την εποχή ο Γιούργκεν Κλοπ έκανε το αγροτικό του στη Μάιντζ και τη δεύτερη κατηγορία της Γερμανίας. Το ευτύχημα για τον Ολυμπιακό είναι ότι αναζητούσε έναν παίκτη με τα χαρακτηριστικά του Μπόρχα. Και τον απέκτησε άμεσα, αρχικά ως δανεικό με οψιόν αγοράς. Στα γήπεδα της δεύτερης τη τάξη γερμανικής κατηγορίας ο Μπόρχα δεν κατάφερε να δικαιώσει μεν τις προσδοκίες που υπήρχαν για αυτόν πριν περάσει τον Ατλαντικό, αλλά είχε μια καλύτερη παρουσία από ότι στα ελληνικά γήπεδα. Τελείωσε τη σεζόν με 16 γκολ και συνολικά θετική συμμετοχή στην επίθεση της ομάδας του. Τόσο θετική που οι Γερμανοί μήνες πριν τη λήξη του δανεισμού του ενημέρωσαν τους «ερυθρόλευκους» ότι έχουν σκοπό να ενεργοποιήσουν τη ρήτρα απόκτησης του παίκτη.
Στον Ολυμπιακό αν και κατέγραφαν τις επιδόσεις του Μπόρχα στη Γερμανία δεν το σκέφτηκαν λεπτό και απάντησαν άμεσα θετικά. Και ο παίκτης συνέχισε να προσφέρει στην Μάιντζ. Η οποία δεν κατάφερε να κερδίσει την άνοδο για την Bundesliga για μόλις δύο βαθμούς. Φαίνεται όμως ότι ο ίδιος ωφελήθηκε περισσότερο, καθώς υπό τις οδηγίες του Κλοπ κατάφερε να αποκτήσει την αυτοπεποίθηση που χάθηκε στην Ελλάδα. Χωρίς ωστόσο να καταφέρει να κάνει κάτι αξιόλογο στην καριέρα του στους επόμενους σταθμούς της. Απλώς μπορεί να ισχυρίζεται ότι δούλεψε με έναν εκ των κορυφαίων προπονητών στον κόσμο. Και ότι η μορφή του βρέθηκε σε τόσα πρωτοσέλιδα όσα δεν θα είχε φανταστεί ποτέ.