Τον Απρίλιο του 1975 η πρωτεύουσα της Καμπότζης, Πνομ Πενχ, πέφτει στα χέρια των Ερυθρών Χμερ. Αυτό το γεγονός σηματοδοτεί το τέλος ενός αιματηρού εμφυλίου πολέμου και οι κάτοικοί της ονειρεύονται καλύτερες μέρες.
Το προηγούμενο μοναρχικό καθεστώς και ο ίδιος ο βασιλιάς δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια μαριονέτα της Δύσης και συγκεκριμένα των Γάλλων, οπότε έμοιαζε απολύτως φυσιολογικό η πλειοψηφία του πληθυσμού να υποδεχτεί με ανακούφιση, προσμονή και κυρίως ελπίδα τον Πολ Ποτ και τους άνδρες του.
Ο ίδιος ο ηγέτης του κινήματος, αν και προερχόταν από καλή οικογένεια και ήταν ένας από τους 22 επιλεγμένους νέους που δεκαετίες πριν είχαν σταλεί για σπουδές στο Παρίσι, είχε μπολιαστεί από τις ιδέες του Μαρξ, του Λένιν, αλλά και τα κείμενα του Μάο. Ερχόμενος, υποσχέθηκε τον μετασχηματισμό της χώρας στον δρόμο που χάραξαν οι ιδέες του Κομμουνισμού.
Στην πράξη αποδείχτηκε ότι το σχέδιό του απείχε πολύ από τις αντιλήψεις περί ισότητας, σοσιαλισμού και αταξικής κοινωνίας. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που στα χρόνια που ακολούθησαν είναι βέβαιο ότι πολύς κόσμος θα… αναπολούσε την εποχή που η χώρα ήταν έρμαιο των ιμπεριαλιστών και αποικιοκρατών που την απομυζούσαν…
Απάντηση σε αυτούς που ενδεχομένως θεωρήσουν υπερβολική την παραπάνω παρατήρηση θα μπορούσαν να δώσουν οι σχεδόν 2 εκατομμύρια νεκροί που άφησαν πίσω τους οι Ερυθροί Χμερ του Πολ Ποτ, όταν τερματίστηκε η παρανοϊκού τύπου διακυβέρνησή του.
Ενδεικτικό του τρόπου σκέψης του Σαλόθ Σαρ, όπως ήταν το πραγματικό όνομά του, ήταν πως πίστευε ότι ο δρόμος για την ευημερία περνούσε μέσα από την αγροτική παραγωγή και την ύπαιθρο. Κατά την άποψή του, το χρήμα, οι συναλλαγές και οι βιομηχανίες δεν είχαν την παραμικρή αξία. Αν έμενε εκεί, ίσως θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για απλά λανθασμένες αντιλήψεις, όμως ο Πολ Ποτ δεν σταμάτησε εκεί.
Με γνώμονα τις ιδεοληψίες του διέταξε μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών, με τις οποίες ερήμωσαν όλες οι μεγάλες πόλεις, συμπεριλαμβανομένης και της πρωτεύουσας. Ακολουθήθηκε το μοντέλο της κολεκτιβοποίησης, με πολλούς ιστορικούς και μελετητές πάντως να θεωρούν ότι με αυτό τον τρόπο στόχευε στον πιο αποδοτικό έλεγχο των πολιτών προκειμένου να αποφύγει μια γενικευμένη εξέγερση. Και για να έχει ακόμη καλύτερα αποτελέσματα, δεν έμεινε εκεί, αλλά ξεκίνησε τις εκτελέσεις αντιφρονούντων. Η δική του λίστα θανάτου έμοιαζε ατελείωτη και δυνητικά περιελάμβανε τους πάντες. Ακόμη και τους πιο πιστούς συνεργάτες και ακόλουθούς του.
Ο «εξαγνισμός» θα ερχόταν μέσα από την χειρωνακτική εργασία στους ορυζώνες και αλλού. Σύντομα η ύπαιθρος γέμισε από ανθρώπους κάθε ηλικίας, οι οποίοι δίχως καμία εξαίρεση άρχισαν να εκτίουν μια ιδιότυπη ποινή σε ισόβια καταναγκαστικά έργα και μετατράπηκαν σε σκλάβους του καθεστώτος. Στα χωράφια του θανάτου υπήρχε ελάχιστη τροφή και κανένας οίκτος. Μοιραία, ο υποσιτισμός, οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης, οι ασθένειες και η υποτυπώδης περίθαλψη οδήγησαν σε εκατόμβες νεκρών, ενώ όσοι επιβίωναν συχνά ονειρεύονταν το θάνατο ως μοναδικό τρόπο να ξεφύγουν από το μαρτύριό τους.
Ο Πολ Ποτ ήταν ένας τύραννος που φλέρταρε με την παράνοια. Εγκαθίδρυσε ένα σύστημα που περιστρεφόταν γύρω από αυτόν, γεμίζοντας την χώρα με καταδότες που τον εμπιστευόταν τυφλά και είχαν εμποτιστεί από το δικό του μίσος. Πίσω στην πρωτεύουσα έκλεισαν τράπεζες, υπουργεία, δημόσιες υπηρεσίες, εκκλησίες. Οτιδήποτε θύμιζε έστω και αμυδρά την προηγούμενη κατάσταση. Το παρελθόν σβήστηκε μέσα σε μια μέρα και σε αυτό το πλαίσιο εντάχθηκαν και οι ντιρεκτίβες που έδωσε στους πολίτες. Απαγορεύθηκαν οι φωτογραφίες. Εάν κάποιος συλλαμβανόταν με μια εικόνα του παιδιού του, ας πούμε, εκτελούνταν επί τόπου. Ομοίως, εκτός νόμου τέθηκαν θρησκείες, βιβλία, συγκεντρώσεις, συνδικάτα, κοσμήματα. Ακόμη και τα γυαλιά οράσεως…
Οι Χμερ ξεπέρασαν κάθε όριο όταν απαγόρευσαν το γέλιο… αλλά και τον θρήνο σε περίπτωση θανάτου. Στον κόσμο του Πολ Ποτ το μόνο επιτρεπτό συναίσθημα ήταν η πίστη στο πρόσωπο του ηγέτη… Αλλά ακόμη κι αυτή η πίστη ήταν διαρκώς αμφισβητήσιμη. Κι ενδεικτικό αυτής της κατάστασης ήταν το γεγονός ότι με δική του διαταγή οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα τα 18 από τα 22 μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Η απόλυτη φρίκη ήταν η μοίρα που επιφύλαξε ο Πολ Ποτ στον θεσμό της οικογένειας. Με «νόμο» του 1976, οι Χμερ ενημέρωσαν τους πολίτες ότι το κράτος θα ήταν πλέον ο γονέας κάθε παιδιού. Από τα 6 χρόνια τους τα παιδιά συγκεντρώνονταν και μαθήτευαν δίπλα σε φανατικούς του καθεστώτος. Στη συνέχεια δρούσαν ως ομάδες που κατέγραφαν και κατέδιδαν οποιονδήποτε. Ακόμη και τους ανθρώπους που τους έφεραν στον κόσμο. Στα 12, πια, στέλνοντας σε στρατόπεδα, προκειμένου να ολοκληρωθεί η εκπαίδευσή τους. Φυσικά, η μόνη έγνοια και αντικείμενο του «εκπαιδευτικού συστήματος» ήταν η διατήρηση του Ποτ στην εξουσία.
Βλέποντας παντού εχθρούς κι έχοντας εξολοθρεύσει τον ίδιο τον λαό του, ο Πολ Ποτ στράφηκε εναντίον του Βιετνάμ, με αφορμή τις τεταμένες σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών. Οι Χμερ αποφάσισαν να εξολοθρεύσουν όσους Βιετναμέζους κατοικούσαν στο έδαφος της Καμπότζης και μάλιστα εξέδωσαν διαταγή με την οποία όποιος είχε παντρευτεί γυναίκα με καταγωγή από την γειτονική χώρα, να την σκοτώσουν!
Αυτή ήταν και η αρχή του τέλους ένα από τα πλέον αιμοδιψή και απάνθρωπα καθεστώτα που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Οι δυνάμεις των Χμερ ξεκίνησαν πολεμικές ενέργειες περιορισμένης κλίμακας, όμως η απάντηση των διαδόχων του Χο Τσι Μιχν υπήρξε συντριπτική. Εξαπολύοντας γενικευμένη αντεπίθεση ευρείας κλίμακας, οι Βιετναμέζοι (που θεωρητικά ήταν ιδεολογικά συγγενείς του καθεστώτος) στις 25 Δεκεμβρίου 1978 έφτασαν στην πρωτεύουσα όπου οι εναπομείναντες κάτοικοι τους υποδέχτηκαν ως λυτρωτές.
Ο Ποτ και οι λίγοι φανατικοί που είχαν απομείνει στο πλευρό του κατέφυγαν στις ζούγκλες αφήνοντας πίσω τους εκατομμύρια νεκρούς κι εξαθλιωμένους. Για λίγα χρόνια –κι έχοντας την υποστήριξη της Κίνας– δοκίμασε να ξαναπάρει την εξουσία, αυτό όμως στάθηκε αδύνατο. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 σε συνεντεύξεις του κατηγόρησε την Δύση για διαστρέβλωση της αλήθειας, ενώ στη συνέχεια παραιτήθηκε από την ηγεσία του Κόμματος. Υπό τις πιέσεις του διεθνούς παράγοντα, οι εναπομείναντες θύλακες των Ερυθρών Χμερ δέχτηκαν να τον παραδώσουν προκειμένου να δικαστεί για τα εγκλήματά του. Το επόμενο βράδυ, όμως, ο Πολ Ποτ βρέθηκε νεκρός, με κάποιους να κάνουν λόγο για καρδιακή προσβολή και άλλους για δηλητηρίαση. Όπως και να συνέβη, το ημερολόγιο έγραφε 15 Απριλίου 1988 και από το πρόσωπο της γης είχε εξαφανιστεί μια από τις πιο σκοτεινές μορφές που είχαν πατήσει ποτέ πάνω σ’ αυτήν.