«Πού καιρός για διάβασμα;» Από το 1935 ο έλληνας αναγνώστης δεν βρίσκει χρόνο…

Κοινοποίηση:
εγ

Δεκέμβριος ο μήνας των δώρων, ο μήνας των βιβλίων. Πάνω σε αυτόν στηρίζονται οι προσδοκίες εκδοτικών οίκων, συγγραφέων, βιβλιοπωλείων. Ένας μήνας γεμάτος αγωνία, γιατί –πώς να το κάνουμε;- δεν είμαστε και οι πιο φιλαναγνώστες του κόσμου. Έχουμε όμως πάντα γι΄αυτό τις πιο πειστικές δικαιολογίες, όπως θα διαπιστώσετε παρακάτω:

Ο συνάδελφος που ζήτησε από διαφόρους Έλληνες και Ελληνίδες να μάθει τί διαβάζουν κατά προτίμηση, έλαβε σχεδόν από όλους, την απάντηση, ότι τους αρέσουν πολλά και διάφορα πράγματα, αλλά δυστυχώς τους λείπει ο καιρός για διάβασμα.

Και κατέληγαν όλοι με το στερεότυπο σχετλιασμό: ¨Πού καιρός;¨.

Είναι περίεργο, πράγματι, ότι ο Έλληνας, ενώ ¨σκοτώνει¨ διαρκώς το καιρό του, επειδή δεν ξέρει τί να τον κάνει, και εφευρίσκει διαρκώς νέα μέσα για να τον ¨σκοτώνει¨, ταυτόχρονα έχει έλλειψη καιρού, όταν πρόκειται να τον διαθέσει για κάτι καλό και χρήσιμο. Του περισσεύει δηλαδή και του λείπει ανάλογα των περιστάσεων.

Αυτό του συμβαίνει και με το διάβασμα. Τρελαίνεται για τα εκλεκτά διαβάσματα, για τους καλούς συγγραφείς, για τα χρήσιμα και διδακτικά βιβλία. ¨Άλλοτε, μάλιστα, διάβαζε πολύ¨, ¨έτρωγε¨ τα βιβλία και τα περιοδικά¨. Αλλά τώρα… ¨πού καιρός;¨.
Πώς τώρα, άλλοι άνθρωποι, πνιγμένοι στις υποθέσεις ή τα βάσανα της βιοπάλης, κατορθώνουν όχι μόνον απλώς να διαβάζουν, αλλά και να γίνονται σοφοί, αυτό είναι μυστήριο, που δεν έχει τον καιρό –πάντοτε αυτός ο καιρός- να το εξετάσει.
Αλλά ακόμη πιο περίεργο είναι, ότι από τον Έλληνα δεν λείπει συνήθως, για μια ωραία επιδίωξη, ούτε η ικανότης, ούτε η ευφυΐα, ούτε το τάλαντο, ούτε η θέληση. Του λείπει μόνο ο καιρός, και πάντοτε ο καιρός.

-Γιατί δεν το κάνετε αυτό, κύριε;

-Θα το έκανα ευχαρίστως, αλλά πού καιρός;

Μου εξομολογείτο κάποτε ένας κύριος, ότι είναι προικισμένος με μοναδικό τάλαντο ζωγράφου.
-Από μικρός, ξέρετε, ζωγράφιζα. Όλα μου τα τετράδια, όλα μου τα βιβλία, ακόμα και όλοι οι τοίχοι του σπιτιού μας, ήσαν γεμάτοι από τις ζωγραφιές μου. Ο πατέρας μου έλεγε, πως θα γίνω μεγάλος ζωγράφος.

-Και πώς δεν γίνατε, κύριε;

-Τα άφησα φίλε μου, όλα. Πού καιρός τώρα για ζωγραφική;

***

Όταν επρόκειτο να εγκαινιασθεί το Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς, κάποιος Πειραιώτης έμπορος, μου είχε εκμυστηρευθεί, ότι στη νεότητά του είχε γράψει και αυτός κάποιο δράμα, αλλά δεν υπήρχε τότε θέατρο να του το ανεβάσει.

-Τώρα –μου είπε- είναι εποχή να γράψει κανείς ένα δράμα.

-Γιατί δεν γράφετε κανένα; τον ρώτησα.

-Πού καιρός τώρα για τέτοια πράματα; μου απάντησε με ένα βαθύτατο αναστεναγμό.

Και μεν ο καλός αυτός άνθρωπος δεν είχε και μεγάλες αξιώσεις. Γνώρισα, όμως, λόγιο γέρο που είχε κάπως μεγαλύτερες.
Παιζόταν τότε στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών ο ¨Βασιλεύς Ληρ¨ από το μεγάλο Ιταλό ηθοποιό Ρόσσι. Ο φίλος ήταν ενθουσιασμένος και από τον ηθοποιό και προπάντων από το έργο του ¨δαιμόνιου¨ Σαίξπηρ.

-Δεν καταλαβαίνω –μας έλεγε μετά τη παράσταση- γιατί δεν γράφουν σήμερα τέτοια έργα.

Ο φίλος κ. Γ. Σακκαλής, που αγαπούσε να κάνη κάποτε καλοκάγαθες ερωτήσεις σε μερικούς αξιαγάπητους αφελείς, τον ρώτησε τότε, με μία καταπληκτική σοβαρότητα:
-Γιατί δεν αποφασίζεις να γράψεις εσύ, ένα έργο αλά Σαίξπηρ; Θα είχε μεγάλη επιτυχία.

Και ο λόγιος γέρος, χωρίς την ελάχιστη κακή υποψία, του απάντησε με την ίδια σοβαρότητα:
-Πού καιρός, καημένε;

Βλέπετε, μόνο ο καιρός του έλειπε για να γίνει Σαίξπηρ.
(βασισμένο σε δημοσίευση του Παύλου Νιρβάνα στη στήλη του ¨Από την ζωήν¨ για την εφημερίδα ΕΣΤΙΑ 1935)

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: