Σχεδόν 22 χρόνια μετά τον αδόκητο θάνατό της η αείμνηστη πριγκίπισσα της Ουαλίας βρέθηκε ξανά στον αφρό της επικαιρότητας χάρη σε ένα αμφιλεγόμενο ντοκιμαντέρ του CHANNEL 4 με τις εκ βαθέων εξομολογήσεις της!
«Οι γονείς μου δεν μου είπαν ποτέ ότι με αγαπάνε». Μπορεί η συγκεκριμένη φράση να είναι η λιγότερο σκανδαλοθηρική από όσα εμφανίστηκε να εξομολογείται η πριγκίπισσα Νταϊάνα στο απόσπασμα μιας σειράς βίντεο που μαγνητοσκόπησε το μακρινό 1992 ο voice coach της, ωστόσο μπορεί να εξηγήσει τα πάντα γύρω από τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά της, εκείνη που πολλοί έφτασαν να χαρακτηρίσουν ακόμη και οριακή.
Λίγες ημέρες πριν από τη συμπλήρωση 22 ετών από τον αδόκητο χαμό της επονομαζόμενης «πριγκίπισσας του λαού», το ντοκιμαντέρ του CHANNEL 4 με τίτλο «Νταϊάνα: Με δικά της λόγια» επανέφερε στον αφρό της επικαιρότητας τις αποσπασματικές μα βαθιά εξομολογητικές συζητήσεις της Νταϊάνας με τον καθηγητή ορθοφωνίας της.
Ο βρετανικός Τύπος υποδέχτηκε μάλλον χλιαρά, αν όχι επιτιμητικά, την εν λόγω εκπομπή, μιλώντας ως επί το πλείστον για έναν ακόμη φθηνό συναισθηματικό εκβιασμό, ενώ το παλάτι, ο πρίγκιπας Κάρολος, αλλά και οι γιοι τους αρνήθηκαν οποιοδήποτε σχόλιο. Κακά τα ψέματα, το κουτσομπολιό, και δη με γαλαζοαίματο pedigree, παραμένει διαχρονικά αναπόδραστα εθιστικό για το κοινό.
Σεξ, εξανθήματα και βιντεοταινίες
Τι έλεγε, λοιπόν, η Νταϊάνα στον οιονεί εξομολόγο της, γνωρίζοντας μάλιστα ότι εκείνος βιντεοσκοπούσε τις συναντήσεις τους; Πως την πρώτη φορά που αντίκρισε τον Κάρολο σε αγώνα ράγκμπι τής φάνηκε σαν ένα ενοχλητικό εξάνθημα, πώς η αντίδρασή της στα πρώτα φιλιά του ήταν ένα αριστοκρατικότατο «μπλιαχ», αλλά και πώς ο τρόπος που τη διεκδικούσε της θύμιζε ένα σκυλί που μπλεκόταν στα πόδια της.
Θυμόταν ακόμη ότι πριν από τον γάμο τους ο Κάρολος της τηλεφωνούσε επίμονα για μία εβδομάδα, κατόπιν εξαφανιζόταν και επανεμφανιζόταν έπειτα από τρεις βδομάδες. Έλεγε ακόμη ότι ένιωσε βαθιά τραυματισμένη όταν στην κοινή συνέντευξη που παραχώρησαν με τον Κάρολο την ημέρα του αρραβώνα τους ρωτήθηκαν από τον δημοσιογράφο αν είναι ερωτευμένοι και εκείνη είχε απαντήσει ότι φυσικά και ήταν ερωτευμένη με τον μέλλοντα σύζυγό της και διάδοχο του θρόνου, για να δεχτεί τον κεραυνό του Κάρολου: «Και τι σημαίνει ερωτευμένος;».
Ο Πίτερ Σέτελεν έγινε ο ιδανικός ακροατής για να ακούσει τα πάντα – και να μην πει τίποτα: από τα παιδικά χρόνια της Νταϊάνας και το τραύμα της εγκατάλειψης που προκάλεσε ο χωρισμός των γονιών της μέχρι την έχθρα της με τη μητριά της που αμβλύνθηκε μετά τον θάνατο του πατέρα της, τα βουλιμικά επεισόδια που την ταλαιπωρούσαν για χρόνια, το άβολο περιστατικό με τον Κάρολο καθισμένο στη λεκάνη της τουαλέτας να επιδίδεται σε τηλεφωνικό σεξ με την Καμίλα Πάρκερ Μπόουλς, τις μάλλον ψυχρές σχέσεις της με τη βασίλισσα.
Η Νταϊάνα υποστήριζε ότι είχε καταφύγει με λυγμούς στην Ελισάβετ προκειμένου να ζητήσει τη συμβουλή της όταν η σχέση της με τον Κάρολο άρχισε να φθίνει, μετά τη γέννηση του Χάρι το 1984: «Μου είπε: “Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνεις. Ο Κάρολος είναι άχρηστος:” Αυτή ήταν η βοήθεια που μου έδωσε».
Ως απάγκιο σε εκείνα τα δύσκολα χρόνια ανακαλούσε τον σωματοφύλακά της Μπάρι Μανάκι. Η Νταϊάνα έλεγε ότι πρωτογνωρίστηκαν το 1985 και στο πρόσωπό του είχε βρει μια πατρική φιγούρα. Ήταν τόσο γοητευμένη ώστε σκεφτόταν να τα παρατήσει όλα και να φύγει μαζί του. Τα δύο παιδιά της ήταν εκείνα που φρέναραν μια τέτοια απόφαση που θα έπαιρνε προφανώς από απελπισία. Ο πλατωνικός έρωτάς της με τον Μανάκι κράτησε δύο χρόνια. Το 1987 ο 40χρονος σωματοφύλακάς της απομακρύνθηκε με συνοπτικές διαδικασίες από τη φρουρά της. Λίγους μήνες αργότερα σκοτώθηκε σε δυστύχημα με τη μηχανή του.
Η Νταϊάνα, που είχε χάσει τα ίχνη του, πληροφορήθηκε τα νέα από τον Κάρολο, ενώ οι δυο τους βρίσκονταν στο κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών. «Λίγο προτού βγούμε από τη λιμουζίνα, μου ανακοίνωσε ότι ο πρώην σωματοφύλακάς μου ήταν νεκρός. Κατέρρευσα». Παρά τα τραγικά νέα κανείς από όσους τη συναναστράφηκαν εκείνο το βράδυ δεν κατάλαβε το παραμικρό. Η Νταϊάνα στα χρόνια της ως μέλος της βασιλικής οικογένειας είχε μάθει να καταπνίγει τα συναισθήματά της, να καταπίνει τη θλίψη και τον θυμό της, να φορά τη στολή εργασίας ενός επιτηδευμένου χαμόγελου που αρκούσε ως έξωθεν καλή μαρτυρία για τις ευτυχισμένες ημέρες της στο παλάτι.
Ψάχνοντας εξομολόγο
Το 1992 η Νταϊάνα είχε καταλήξει ότι ήταν καιρός να αποτινάξει το προσωπείο της. Ήταν ώρα να αποσυμπιέσει τον θυμό της, να αποφορτίσει το στρες, να γίνει μια άλλη γυναίκα, σίγουρα σοφότερη και με περισσότερη πίστη στον εαυτό της. Είχε πλέον αποφασίζει ότι μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να επιπλεύσει στην επιφάνεια και να μη χαθεί στη δίνη των φημών που οργίαζαν αναφορικά με τον από το 1985 νεκρωμένο γάμο της, την ερωτική ζωή της, τους περιστασιακούς συντρόφους της, ακόμη και την εύθραυστη, όπως παρουσιαζόταν από μερίδα του Τύπου, ψυχολογική κατάστασή της.
Το ομολογούσε και η ίδια σε επιστολή προς τον πατέρα της, από τον οποίο ζητούσε να της στείλει τα οικογενειακά φωτογραφικά λευκώματα προκειμένου να επενδύσει την έκδοση της βιογραφίας της. Την είχε αναλάβει όχι απλώς με τη συγκατάθεση, αλλά και με τη συνεργασία της ο δημοσιογράφος Άντριου Μόρτον. Ήξερε ότι μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να αντιμετωπίσει την ενορχηστρωμένη επίθεση του Κάρολου: να μιλήσει η ίδια για όσα είχαν συμβεί στα 11 χρόνια του καθόλου ευτυχισμένου γάμου της. Μπορούσε να εμφανιστεί ως το ιδανικό θύμα, κάτι που έως έναν βαθμό ήταν αληθές. Και το έκανε.
Η Νταϊάνα γνώριζε τον Μόρτον, άρχισε όμως να τον εμπιστεύεται τυφλά όταν έμαθε για τη φιλία του με τον ειδικευόμενο γιατρό Τζέιμς Κόλθαρστ, τον οποίο η ίδια είχε γνωρίσει μέσω της φιλανθρωπικής δράσης της στο Νοσοκομείο Σεντ Τόμας του Κεντρικού Λονδίνου. Εκείνος έγινε ο δίαυλος μέσω του οποίου η Νταϊάνα διέρρεε πληροφορίες προς τον Μόρτον.
Όταν τα άρθρα του τελευταίου στους «Sunday Times» την έπεισαν ότι μπορούσε να γίνει τρόπον τινά το ιδανικό φερέφωνο, αποφάσισε να του ανοιχτεί. Όχι κατά πρόσωπο. Ο Μόρτον ήταν αρκετά γνωστός για να διαβεί το κατώφλι του Παλατιού του Κένσινγκτον όπου η Νταϊάνα έζησε μέχρι και τον θάνατό της. Ο γιατρός έγινε και πάλι ο ενδιάμεσος. Μετέφερε τις ερωτήσεις του δημοσιογράφου στην Νταϊάνα, εκείνη ηχογραφούσε τις απαντήσεις της και έστελνε τις κασέτες πίσω στον Μόρτον μέσω του Κόλθαρστ.
Έτσι γράφτηκε το «Νταϊάνα: Η αληθινή ιστορία της, με δικά της λόγια». Δεν ήταν απλώς ένα ντοκουμέντο για τα χρόνια της ως πριγκίπισσα, αλλά μια πηγαία εξομολόγηση με γνήσια ειλικρίνεια (και φυσικά ζουμερές λεπτομέρειες) για τον αποτυχημένο γάμο της, τον Κάρολο που προοριζόταν για σύζυγος της μεγαλύτερης αδελφής της, τη βουλιμία που την ταλαιπώρησε για χρόνια, την κατάθλιψη, τις απόπειρες αυτοκτονίας, την απομόνωση από το παλάτι, την εξωσυζυγική σχέση της με τον βετεράνο Τζέιμς Χιούιτ, ο οποίος δίδασκε ιππασία στην ίδια και στους δύο γιους της. Λέγεται μάλιστα ότι ο τότε εσώκλειστος στο Κολέγιο Ιτον Γουίλιαμ θεώρησε ότι η μητέρα του είχε εκμεταλλευτεί τον ίδιο και τον αδελφό του προκειμένου να συναντά όσο συχνότερα μπορούσε τον εραστή της, καθηγητή της ιππασίας.
Ήταν τα χρόνια που η Νταϊάνα δύσκολα εμπιστευόταν κάποιον, έψαχνε απεγνωσμένα ακροατήριο, αλλά είχε αποφασίσει να επανεφεύρει τον εαυτό της, να διαρρήξει τους δεσμούς της με το παλάτι και να ζήσει ελεύθερη – και πιο επιδραστική παρά ποτέ. Σε αυτό το πλαίσιο του επαναλανσαρίσματος της δημόσιας εικόνας της ξεκίνησε να αναζητά έναν voice coach. Ήθελε πλέον να αντιμετωπίζει τον κόσμο όχι ως ένα μικρό, φοβισμένο κορίτσι που δεν άκουσε ποτέ τη φράση «σ’ αγαπώ» από τους γονείς της, αλλά ως μια ενήλικη γυναίκα που όχι μόνο επιβίωσε, αλλά κατάφερε να γίνει μια καλύτερη εκδοχή του εαυτού της. Η personal trainer της την έφερε σε επαφή με τον Πίτερ Σέτελεν, παλαίμαχο ηθοποιό χωρίς σπουδαία υποκριτική δράση – εντάξει, έκανε ένα πέρασμα από το «Coronation Street», αλλά και ποιος δεν έκανε;-, ο οποίος εργαζόταν πια ως καθηγητής ορθοφωνίας.
Το φθινόπωρο του 1992 ξεκίνησαν τα πρώτα τους μαθήματα, τα οποία γρήγορα εξελίχθηκαν σε de profundis εξομολογήσεις της πριγκίπισσας για τα παιδικά της χρόνια, τη σχέση της με τον πατέρα και τη μητριά της, τον γάμο της με τον Κάρολο, τα ψυχοσωματικά προβλήματά της. Καθισμένη σε έναν καναπέ στο διαμέρισμά της στο Κένσινγκτον, με χαλαρή διάθεση, η οποία αποτυπωνόταν και στο πλατύ χαμόγελό της, η Νταϊάνα γρήγορα ένιωσε τόσο οικεία με τον Σέτελεν ώστε αποφάσισε να του ανοίξει την καρδιά της. Και αυτό έχοντας για τις ανάγκες του μαθήματος μία κάμερα απέναντί της, η οποία τελικά κατέγραψε όχι μόνο τις πρόβες των λόγων της, αλλά μια γενναία ποσότητα των πιο μύχιων σκέψεών της.
Οι συναντήσεις της με τον voice coach διήρκεσαν ενάμιση χρόνο, έως τον Δεκέμβριο του 1993, όταν εκείνη ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από την ενεργό δράση. Μικρή σημασία έχει το γεγονός ότι τελικά δεν τήρησε την «υπόσχεσή» της. Όσο τα επόμενα τέσσερα χρόνια η ίδια ανέπτυσσε έντονη φιλανθρωπική δράση καθιστώντας τον εαυτό της Ιερό Δισκοπότηρο των όπου γης φωτογράφων, οι βιντεοταινίες του Σέτελεν «αναπαύονταν» καταχωνιασμένες στο Κένσινγκτον. Μετά τον θάνατό της ήρθαν στην κατοχή του μπάτλερ της, ο οποίος με τη σειρά του τις παρέδωσε στον αδελφό της Νταϊάνας, Τσαρλς Σπένσερ. Έπειτα από δικαστική διαμάχη κατέληξαν τελικά στα χέρια του «ιδιοκτήτη» τους Πίτερ Σέτελεν.
Εκείνος ήταν που το 2005 αποφάσισε να πουλήσει τα δικαιώματα στο αμερικανικό δίκτυο NBC. Ο ίδιος υποστήριξε ότι η κίνησή του δεν είχε σκοπό να θίξει τη μνήμη της Νταϊάνας, αλλά να δώσει την ευκαιρία στο κοινό να διαμορφώσει από μόνο του άποψη. Κάτι παραπάνω μπορεί να γνώριζε. Άλλωστε στον ενάμιση χρόνο της συνεργασίας τους η Νταϊάνα και ο Σέτελεν είχαν αναπτύξει τέτοια οικειότητα ώστε ο ίδιος εξομολογούνταν στην εκπομπή του NBC ότι συνήθιζε να τη συμβουλεύει να νιώθει και να συμπεριφέρεται στις δημόσιες εμφανίσεις της σαν μια πόρνη που τα είχε δει και τα είχε ζήσει όλα και πλέον επέστρεφε στο προσκήνιο αναγεννημένη. Ήταν ο τρόπος του για να τη βοηθήσει να ξεπεράσει την αγοραφοβία και την έμφυτη συστολή της.
Viral τηλεοπτικά μνημόσυνα
Σε αυτό το μονταρισμένο, ολιγόλεπτο υλικό του Σέτελεν βασίστηκε ο κορμός του ντοκιμαντέρ «Diana: In Her Own Words», που προβλήθηκε την προηγούμενη Κυριακή από το CHANNEL 4. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που οι -για κάποιους ειλικρινείς, για άλλους πικάντικες και για άλλους αναμασημένες και συνεπώς αδιάφορες- εξομολογήσεις της Νταϊάνας προβλήθηκαν από βρετανικό τηλεοπτικό δίκτυο. Τα 4,1 εκατομμύρια τηλεθεατές που παρακολούθησαν την εκπομπή μάλλον δικαίωσαν την αμφιλεγόμενη επιλογή του τηλεοπτικού δικτύου, το οποίο πέτυχε μία από τις υψηλότερες επιδόσεις της χρονιάς στο κυριακάτικο prime time του.
Άλλωστε η επέτειος των 20 χρόνων από το δυστύχημα στη γέφυρα Άλμα του Παρισιού, το βράδυ της 31ης Αυγούστου του 1997, είναι η ιδανική συγκυρία για από τηλεοράσεως μνημόσυνα στη γυναίκα που από τον γάμο της το 1981 έως τον θάνατό της έζησε μια σχεδόν σαπουνοπερική ζωή – με haute couture γκαρνταρόμπα. Πριν από μερικές εβδομάδες ο δημοσιογράφος Μάρτιν Μπασίρ μίλησε για την περίφημη συνέντευξη που έκανε με την Νταϊάνα το 1995 αποσπώντας τη θρυλική ατάκα «σε αυτό τον γάμο ήμασταν τρεις, υπήρχε συνωστισμός», ενώ στα μέσα Ιουνίου προβλήθηκε το 90 λεπτών ντοκιμαντέρ «Diana: Η μητέρα μας», όπου οι δύο γιοι της, πρίγκιπες Γουίλιαμ και Χάρι, δήλωσαν, μεταξύ άλλων, βαθιά μετανιωμένοι για τη βιαστική τηλεφωνική συνομιλία με τη μητέρα τους, η οποία έμελλε να είναι η τελευταία: «Το μόνο που είχαμε στο μυαλό μας τότε ήταν να συνεχίσουμε το παιχνίδι μας».
Η Νταϊάνα πρόλαβε πριν πεθάνει να κάνει τον εαυτό της σύμβολο, αλλά και να θέσει τον πήχη για τις επόμενες εξ αγχιστείας γαλαζοαίματες γενιές (βλ. Κέιτ Μίντλετον). Και αυτό δεν θέλει βασανιστική σκέψη ή ενδελεχή έρευνα για να το αντιληφθεί κανείς. Πάντα κάποιοι θα σπεύδουν στο Μουσείο Τισό για μια φωτογραφία με το ομοίωμά της.
Πάντα θα υπάρχουν εκείνοι που θα ανατρέχουν στις φωτογραφίες από το τελευταίο καλοκαίρι της, όταν καλεσμένη στην 60μετρη θαλαμηγό του Μοχάμεντ Αλ Φαγέντ καλούσε η ίδια τους παπαράτσι να απαθανατίσουν την έκπαγλη σιλουέτα της κάτω από τον ήλιο της Μεσογείου και τους εξομολογούνταν ότι αν ο Κάρολος της ζητούσε συγχώρεση θα επέστρεφε σε εκείνον. Όπως πάντα κάποιοι θα παραστρατούν σε σενάρια συνωμοσίας για τη σύντομη ζωή της γυναίκας που εκφυλίστηκε τόσο ώστε κατέληξε μέχρι και θεατρικό έργο στα χέρια της Γιούλης Ηλιοπούλου. Αλλά έτσι τελικά δεν είναι προδιαγεγραμμένο να συμβαίνει με τους μύθους;