To 1867 οι ΗΠΑ αγόρασαν την Αλάσκα από την Ρωσία. Το αντίτιμο έφτανε τα 7,2 εκατομμύρια δολάρια. Με αυτό το ποσό οι ΗΠΑ αγόρασαν την μεγαλύτερη σε έκταση πολιτεία τους. Την μόνη ηπειρωτική πολιτεία, που δεν συνορεύει με τις υπόλοιπες αφού σε όλη της την έκταση, τα σύνορα της ενώνονται με εκείνα του Καναδά. Είναι άλλωστε πιο κοντά σε ρωσικό έδαφος.
Η συμφωνία αποδείχθηκε λοιπόν φθηνή. Κόστισε περίπου 2 σεντς ανά 4 τετραγωνικά μέτρα. Ωστόσο τα ΜΜΕ της εποχής, έκαναν λόγο για μια κακή συμφωνία για τις ΗΠΑ. Κάτι όμως που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Οι Ρώσοι είχαν εξαντλήσει σχεδόν το εμπόριο γούνας και είχαν χάσει το ενδιαφέρον τους για την περιοχή.
Το πιο παράξενο αυτής της αγοραπωλησίας είναι ότι οι Ρώσοι ήταν εκείνοι που επιδίωξαν την πώλησή της. Ο Τσάρος Αλέξανδρος ο 2ος μάλιστα έβαλε λυτούς και δεμένους, ώστε να την ξεφορτωθεί, θεωρώντας την εξαιρετικά πολυέξοδη για την αυτοκρατορία. Οι διαπραγματεύσεις άρχισαν το 1859, αλλά διακόπηκαν λόγω του Αμερικανικού Εμφυλίου. Ξεκίνησαν ξανά το 1867, με την συμφωνία να επιτυγχάνεται τον ίδιο χρόνο στα 7,2 εκατομμύρια δολάρια.
Πέρασαν περίπου δυο δεκαετίες, όταν ο πυρετός του χρυσού μεταφέρθηκε στην περιοχή. Το χρυσάφι που βρέθηκε στο Κλοντάικ (γνωστό από τις περιπέτειες του Σκρούτζ Μακ Ντακ), έφτανε και περίσσευε για να γίνει απόσβεση.
Και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αγορά της Αλάσκας έγινε ακόμα πιο επιτυχημένη. Το πετρέλαιο που ανακαλύφθηκε στο βόρειο τμήμα της πολιτείας το 1967, ήταν η μεγαλύτερη φλέβα που ανακαλύφθηκε ποτέ σε αμερικανικό έδαφος. Εκτός αυτού, η Αλάσκα αποδείχθηκε μεγίστης γεωπολιτικής σημασίας, σε σχέση με την Ιαπωνία και την Σοβιετική Ένωση, ειδικά στα χρόνια του «Ψυχρού Πολέμου».
Η αλήθεια λοιπόν είναι πως η απάντηση στο ερώτημα για τον λόγο της τόσο φθηνής αγοράς, είναι πως οι Ρώσοι ήθελαν να την ξεφορτωθούν. Γνώριζαν οι ΗΠΑ για τον πλούτο που κρύβεται στο έδαφός της; Το γεγονός πως πέρασαν αρκετά χρόνια για να βρουν πρώτα τον χρυσό και αργότερα το πετρέλαιο, δείχνει πως μάλλον δεν γνώριζαν. Ωστόσο, αν και αρχικά η αγορά δέχθηκε σφοδρή κριτική, στο τέλος αποδείχθηκε πως για τις ΗΠΑ ήταν μια αγορά «σε τιμή ευκαιρίας».