Η ανθρώπινη ιστορία είναι γεμάτη πολεμικές συγκρούσεις από τη αρχαιότητα μέχρι σήμερα, παγκόσμιους πολέμους, διακρατικούς, εμφύλιους, πολέμους κάθε είδους. Ο γνωστός ως Πόλεμος των Εμού (ή Μεγάλος Πόλεμος των Εμού/ Great Emu War) όμως αποτελεί μια λίγο διαφορετική και ιδιαίτερη περίπτωση, αφού οι άνθρωποι ήρθαν αντιμέτωποι με το ζωικό βασίλειο.
Στην Δυτική Αυστραλία του 1932 πραγματοποιήθηκε μια στρατιωτική επιχείρηση με σκοπό να αντιμετωπιστούν τα μεγάλα πουλιά Εμού, που κατέστρεφαν τις αγροτικές περιουσίες της περιοχής.
____________________________________________
Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η κυβέρνηση της Αυστραλίας παρέδωσε αγροτικές περιοχές προς εκμετάλλευση σε αρκετούς βετεράνους του πολέμου. Ο ερχομός της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης από το 1929 άρχισε να δυσχεραίνει τις συνθήκες για τους γεωργούς, με μεγαλύτερο πρόβλημα την πτώση της τιμής του σιταριού.
Όμως τα πράγματα έγιναν πολύ χειρότερα όταν εγκαταστάθηκαν στην περιοχή τουλάχιστον 20.000 πουλιά Εμού, τα οποία κατέτρωγαν τις καλλιέργειες καταστρέφοντας χωρίς προηγούμενο τις αγροτικές περιουσίες.
Τα πουλιά Εμού (Emu) ανήκουν στην οικογένεια των Δρομεϊδών (Dromaius) και είναι τα μεγαλύτερα πτηνά της Αυστραλίας και τα δεύτερα μεγαλύτερα σε ύψος πτηνά στον κόσμο μετά τις στρουθοκαμήλους. Κατοικούν κατεξοχήν σε γόνιμες και αραιοκατοικημένες περιοχές.
Παρόλο που δεν μπορούν να πετάξουν, έχουν από τα πιο δυνατά πόδια στο ζωικό βασίλειο. Μπορούν να τρέξουν με ταχύτητα ως και 50 χλμ/ώρα και να κάνουν δρασκελισμούς με άνοιγμα ως και 270 εκατοστά, ενώ με τα πόδια τους μπορούν να σχίσουν μέχρι και συρματοπλέγματα.
Τα Εμού έχουν επίσης εξαιρετική όραση και ακοή και αντέχουν τόσο σε χαμηλές όσο και σε υψηλές θερμοκρασίες. Τρέφονται με μια ποικιλία φυτών και εντόμων και μεταξύ άλλων καταπίνουν πέτρες και μικρά κομμάτια μετάλλου και γυαλιού. Αναφέρονται επίσης ως πουλιά αμυντικά και με ιδιαίτερη περιέργεια, που τους αρέσει να ακολουθούν και να παρακολουθούν άλλα ζώα και ανθρώπους.
Τα Εμού λόγω της φυσικής τους συμπεριφοράς ήταν ανέκαθεν μια απειλή για τις αγροτικές περιοχές, παρόλο που παράλληλα εκτρέφονταν από τον άνθρωπο για το κρέας, τα φτερά, το δέρμα, αλλά και το λίπος τους, που χρησιμοποιείται σε καλλυντικά και θεραπευτικά προϊόντα.
Η περίπτωση του Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου του 1932 ήταν η πιο ακραία στιγμή μεταξύ των Εμού και των Αυστραλών.
Η περιοχή του Campion της δυτικής Αυστραλίας κυριολεκτικά καταλήφθηκε από χιλιάδες πουλιά, που είχαν μεταναστεύσει εκεί μετά την αναπαραγωγική τους περίοδο και έβαλαν στόχο τις γεωργικές καλλιέργειες.
Για τα Εμού η περιοχή ήταν ένας ιδανικός βιότοπος. Η παρουσία τους εκεί όμως ήταν εφιάλτης για τους αγρότες κατοίκους. Τα γιγάντια πουλιά κατέτρωγαν τις καλλιέργειές τους, ενώ κατέστρεφαν επίσης και τις περιφράξεις των αγροκτημάτων, με αποτέλεσμα να μπαίνουν μέσα και κουνέλια, που αποτελείωναν με τη σειρά τους τις σοδειές.
Η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο και δημιουργήθηκε κρίσιμο ζήτημα επιβίωσης για τους κατοίκους, που έχαναν τη μοναδική τους περιουσία. Αγανακτισμένοι ζήτησαν τη βοήθεια της κυβέρνησης, ώστε να λυθεί άμεσα το πρόβλημά τους.
Ο τότε Υπουργός Άμυνας Sir George Pearce αποφάσισε η κατάσταση να αντιμετωπιστεί με στρατιωτική επιχείρηση και χρήση των πολεμικών πολυβόλων όπλων. Η συμφωνία ήταν ότι η κυβέρνηση θα έστελνε μια μικρή ομάδα στρατιωτικού προσωπικού για την επιχείρηση και οι αγρότες θα τους πρόσφεραν διαμονή, τρόφιμα, καθώς και πληρωμή για τα πυρομαχικά.
Οι πρώτες επιχειρήσεις στις αρχές του Νοεμβρίου δεν στέφθηκαν με επιτυχία, καθώς το κυνήγι των δυνατών αυτών πτηνών δεν αποδείχθηκε η πιο εύκολη υπόθεση.
Τα Εμού συνήθιζαν να χωρίζονται σε πολλές μικρές ομάδες και όταν οι άνθρωποι άνοιγαν πυρ εναντίον τους, διασκορπίζονταν μέσα στη βλάστηση με μεγάλη ταχύτητα και ο εντοπισμός τους γινόταν ακόμη πιο δύσκολος. Επίσης, ως ικανότατοι αμυντικοί και ανιχνευτές, τα Εμού φαίνεται πως παρακολουθούσαν τη δραστηριότητα των ανθρώπων και με τον δικό τους τρόπο ειδοποιούσαν τις ομάδες τους για τον επερχόμενο κίνδυνο.
Οι στρατιώτες χρησιμοποίησαν μέχρι και φορτηγά για να πλησιάσουν γρηγορότερα τα Εμού, όμως και πάλι χωρίς επιτυχία. Τα πτηνά συνέχισαν να υπερτερούν σε ταχύτητα, ενώ το ανώμαλο έδαφος δυσκόλευε τους στρατιώτες πάνω στα φορτηγά να τα σημαδέψουν και να βρουν το στόχο τους.
Σχεδόν 10 ημέρες είχαν περάσει και είχαν ξοδευτεί περισσότερες από 2.000 σφαίρες, ενώ είχαν σκοτωθεί μόλις μερικές δεκάδες από τα 20.000 πτηνά.
Η αποτυχία του σχεδίου έγινε μεγάλο θέμα στα μέσα ενημέρωσης της εποχής, που ειρωνεύτηκαν ουσιαστικά το γεγονός δίνοντάς του το όνομα “Great Emu War”.
Ο γενικός πληθυσμός έβρισκε αστείο να έχει χρησιμοποιηθεί ο στρατός για να αντιμετωπιστούν τα πουλιά και οι κάτοικοι της περιοχής, από τη μεριά τους, διαμαρτύρονταν που η κυβέρνηση είχε στείλει μόλις μια χούφτα στρατιώτες για να αντιμετωπίσουν τις ορδές των γιγάντιων επιδρομέων.
Οι συζητήσεις αυτές ανάγκασαν τελικά τον Υπουργό Άμυνας να αποσύρει τα στρατεύματά του στις 8 Νοεμβρίου.
Ο Ταγματάρχης G.P.W. Meredith είχε δηλώσει χαρακτηριστικά σχετικά με την εντυπωσιακή ευελιξία των Εμού:
“Αν είχαμε μια στρατιωτική δύναμη με την ικανότητα αυτών των πτηνών, θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε οποιονδήποτε στρατό στον κόσμο. Μπορούν να αντιμετωπίσουν πολυβόλα όπλα και να μείνουν άτρωτα σαν τανκ. Είναι σαν τους Ζουλού, που δεν τους σταματούσαν ούτε οι επεκτεινόμενες σφαίρες.”
Η στρατιωτική ομάδα μπορεί να αποσύρθηκε, όμως οι καταστροφικές επιδρομές των πουλιών στις σοδειές δεν σταμάτησαν. Έτσι, οι ντόπιοι δεν άργησαν να ζητήσουν ξανά βοήθεια και η κυβέρνηση ενέκρινε να επαναληφθεί η επιχείρηση.
Με επικεφαλής και πάλι τον Ταγματάρχη Meredith, ο δεύτερος γύρος των επιχειρήσεων διήρκησε από τις 13 Νοεμβρίου ως τις 10 Δεκεμβρίου του 1932 και είχε μεγαλύτερη επιτυχία. Σύμφωνα με την έκθεσή του, θανατώθηκαν 986 Εμού με 9.860 σφαίρες, με ακριβή αναλογία 10 σφαίρες για κάθε πουλί. Ισχυρίστηκε επίσης ότι 2.500 πουλιά είχαν πεθάνει εξαιτίας των τραυματισμών που υπέστησαν.
Ο Πόλεμος των Εμού χαρακτηρίστηκε γενικά ως μια κακή ιδέα που δεν πέτυχε καν τον σκοπό της, αφού τα πτηνά παρά τη σφαγή εξακολούθησαν να υπερισχύουν και να συνεχίζουν τη φυσική τους δραστηριότητα.
Η είδηση της ιδιότυπης μάχης ανθρώπων-πτηνών προκάλεσε αντιδράσεις και σε άλλες χώρες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, με ομάδες οικολόγων να διαμαρτύρονται ότι το είδος των πτηνών θα απειλούταν με αφανισμό. Παρόλο που οι αγρότες της περιοχής ζήτησαν κι άλλες φορές βοήθεια μέσα στα επόμενα χρόνια, η κυβέρνηση αρνήθηκε να εγκρίνει ξανά ανάλογες επιχειρήσεις.
Το πρόβλημα με τις επιδρομές των Εμού τελικά βρήκε μια διαφορετική και πιο λογική λύση, καθώς αφέθηκε στα χέρια των αγροτών της περιοχής.
Από το 1932 επικηρύχθηκε αμοιβή για κάθε πτηνό που πιανόταν. Αναφέρεται πως μέσα στα επόμενα χρόνια θανατώθηκαν τουλάχιστον 57.000 πουλιά έναντι αμοιβής στους αγρότες. Κάποιοι αγρότες μάλιστα σκέφτηκαν να τα αναπαράγουν και να λάβουν έτσι αμοιβή για τα πουλιά που μεγάλωσαν.
Τη δεκαετία του 1940, η δημιουργία μιας μεγάλης περίφραξης αποκλεισμού των ζώων κράτησε κατά μεγάλο βαθμό τα Εμού σε απόσταση από τις γεωργικές περιοχές και αποδείχθηκε ο καλύτερος και πιο δίκαιος τρόπος να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα.
Μέχρι σήμερα πλέον τα δυνατά πουλιά Εμού και οι άνθρωποι της περιοχής έχουν καταφέρει να ζουν αρμονικά και ειρηνικά.
Πουλιά που δεν πετάνε; Δηλαδή οι αγρότες τα περιόρισαν να ζουν σε μια δική τους έκταση; Και γιατί δεν το έκαναν από την αρχή, παρά να τα σκοτώνουν; Οι αγρότες ζήτησαν τη βοήθεια της άχρηστης κυβέρνησης και μετά βρήκαν μόνοι τους τη λύση.