Τεράστιο οικονομικό όφελος από την πανδημία του κορωνοϊού είχαν οι δισεκατομμυριούχοι, σύμφωνα με Έκθεση που δημοσιεύθηκε για την Παγκόσμια Ανισότητα.
Σύμφωνα με μελέτη που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, οι δισεκατομμυριούχοι κατέχουν φέτος συνολικά το 3,5% του παγκόσμιου πλούτου των νοικοκυριών, καταγράφοντας άνοδο από το 2% που κατείχαν όταν άρχισε η πανδημία στις αρχές του 2020.
«Η κρίση της Covid επιδείνωσε τις ανισότητες ανάμεσα στους πολύ εύπορους και το υπόλοιπο του πληθυσμού», λέει ο επικεφαλής των συγγραφέων της έκθεσης Λούκας Τσάνσελ, επισημαίνοντας πως οι πλούσιες οικονομίες χρησιμοποίησαν μαζική δημοσιονομική στήριξη για να μετριάσουν τη μεγάλη άνοδο της φτώχειας που διαπιστώνεται αλλού.
Η έκθεση αντλεί από ποικίλες εξειδικευμένες έρευνες και δεδομένα από τη δημόσια σφαίρα, ενώ τον πρόλογό της έχουν συγγράψει οι οικονομολόγοι Αμπχιτζίτ Μπανερτζί και Εστέρ Ντιφλό, οι οποίοι έχουν την έδρα τους στις ΗΠΑ και είναι δύο από τους τρεις που τιμήθηκαν με το βραβείο Νόμπελ Οικονομίας 2019 για τη δουλειά τους πάνω στην φτώχεια.
«Εφόσον ο πλούτος είναι μια μείζων πηγή μελλοντικών οικονομικών κερδών και, όλο και περισσότερο, ισχύος και επιρροής, αυτό προαναγγέλλει περαιτέρω αύξηση της ανισότητας», έγραψαν γι’ αυτό που αποκαλούν «ακραία συγκέντρωση οικονομικής ισχύος στα χέρια μιας πολύ μικρής μειονότητας των υπερπλουσίων».
Τα ευρήματα επιβεβαιώνουν ένα φάσμα από υπάρχουσες μελέτες, καθώς οι «λίστες των πλουσίων» και άλλα στοιχεία καταδεικνύουν αύξηση των ανισοτήτων αναφορικά με την υγεία, την κοινωνία, το φύλο και τη φυλή στη διάρκεια της πανδημίας.
Ο ετήσιος παγκόσμιος κατάλογος του Forbes με τους δισεκατομμυριούχους περιλαμβάνει αριθμό ρεκόρ 2.755 δισεκατομμυριούχων με συνολικό πλούτο 13,1 τρισεκατομμύρια δολάρια, αυξημένο από τα 8 τρισεκατομμύρια δολάρια που ήταν πέρυσι.
Η νέα έκθεση δείχνει πως μια ευρύτερη ομάδα 520.000 ενηλίκων, που αποτελούν το κορυφαίο πλουσιότερο 0,01%, είδαν το συνολικό μερίδιό τους στον παγκόσμιο πλούτο να φθάνει το 11% φέτος, από 10% που ήταν πέρυσι.
Το να ανήκει κάποιος στην κορυφαία κατηγορία του 0,01% σημαίνει πως ο πλούτος του νοικοκυριού του ανέρχεται σε τουλάχιστον 16,7 εκατομμύρια ευρώ, ποσό που προσαρμόζεται για ισότιμη αγοραστική δύναμη σε άλλα νομίσματα, σύμφωνα πάντα με την έκθεση.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, μερικοί υπερπλούσιοι ωφελήθηκαν από το γεγονός ότι μεγάλο μέρος της παγκόσμιας οικονομίας μεταφέρθηκε online στη διάρκεια των lockdown, ενώ άλλοι απλώς κέρδισαν από την αύξηση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων, καθώς οι χρηματοοικονομικές αγορές στοιχημάτιζαν στην ταχύτητα και τη μορφή που θα πάρει η παγκόσμια ανάκαμψη.
Κατά τη μελέτη διαπιστώθηκε επίσης πως ενώ η φτώχεια αυξήθηκε πολύ σε χώρες με ασθενέστερη κάλυψη κοινωνικής πρόνοιας, η μαζική κυβερνητική στήριξη στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη κατάφερε να μετριάσει εκεί τουλάχιστον μέρος του αντίκτυπου στα χαμηλότερα εισοδήματα.
«Αυτό δείχνει τη σημασία του κοινωνικού κράτους για τη μάχη εναντίον της φτώχειας», υπογράμμισε ο Τσάνσελ.
Εξάλλου στην έκθεση καλωσορίζεται η φετινή συμφωνία για ένα παγκόσμιο ελάχιστο φόρο 15% για τις πολυεθνικές εταιρείες ως ένα πιθανό ορόσημο στις προσπάθειες για μια δίκαιη φορολόγηση των εταιρειών αυτών. «Θα φθάσουμε σ’ αυτό κάποια στιγμή απλούστατα διότι τα κράτη έχουν ανάγκη να χρηματοδοτούν τις δαπάνες τους», αναφέρει ο Τσάνσελ.
Ωστόσο ο ίδιος προσθέτει πως η συμφωνία έχει ελαττώματα επειδή το όριο του 15% είναι χαμηλότερο απ’ ό,τι πληρώνει ο μέσος φορολογούμενος στις χώρες υψηλού εισοδήματος και επειδή προσφέρει εξαιρέσεις και δυνατότητες αδιαφανούς διαιτησίας σε πολλές εταιρείες.