Όλοι οι εργαζόμενοι από τον πρώτο μήνα απασχόλησής τους δικαιούνται άδεια ανάπαυσης, ασχέτως εάν είναι πλήρης, μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης.
Ο εργαζόμενος δικαιούται στη διάρκεια της άδειάς του τις αποδοχές που θα έπαιρνε εάν εργαζόταν κανονικά με πλήρη απασχόληση. Στις αποδοχές αυτές συμπεριλαμβάνονται όλα τα καταβαλλόμενα μηνιαία επιδόματα -σε χρήμα ή σε είδος- και οι προσαυξήσεις. Δικαιούται, επίσης, επίδομα αδείας, το οποίο είναι ίσο με τις αποδοχές των ημερών άδειας με ανώτατο όριο το 1/2 του μισθού για τους αμειβόμενους με μισθό ή τα 13 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο.
Ο χρόνος χορήγησης των αδειών καθορίζεται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ μισθωτών και εργοδότη. Οι μισοί τουλάχιστον από τους μισθωτούς θα πρέπει να πάρουν άδεια μέσα στο χρονικό διάστημα από την 1η Μαΐου έως τις 30 Σεπτεμβρίου. Ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια εντός δύο μηνών από το χρονικό σημείο κατά το οποίο διατυπώθηκε το σχετικό αίτημα.
Επίσης, υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια οπωσδήποτε πριν από τη λήξη του ημερολογιακού έτους, έστω και αν δεν του τη ζήτησε ο μισθωτός. Η κατάτμηση της ετήσιας άδειας, ιδιαίτερα σε χρονικά διαστήματα κάτω των έξι ημερών, απαγορεύεται ρητά από το νόμο.
Αναφορικά με τις ημέρες, που δικαιούται να πάρει ως άδεια ο εργαζόμενος, το Κέντρο Πληροφόρησης Εργαζομένων και Ανέργων, της ΓΣΕΕ, διαθέτει μια διαδικτυακή πλατφόρμα, στην οποία μπορεί ο οποιοσδήποτε να υπολογίσει τις ημέρες της καλοκαιρινής άδειας. Στη συγκεκριμένη φόρμα συμπληρώνει απλά τις ημέρες εργασίας (πενθήμερη ή εξαήμερη), τα έτη εργασιακού βίου (σε οποιοδήποτε εργοδότη) και την ημερομηνία πρόσληψης στην εργασία του.
Υπολογίστε εδώ την καλοκαιρινή άδεια που σας αναλογεί.
Ο εργοδότης υποχρεούται να προκαταβάλλει τις αποδοχές και το επίδομα άδειας στον εργαζόμενο στην αρχή της άδειας.
Η άδεια για το πρώτο ημερολογιακό έτος χορηγείται σε τμήματα. Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους, εντός του οποίου προσλήφθηκε ο μισθωτός, να χορηγήσει σε αυτόν την αναλογία της κανονικής του άδειας. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος ο μισθωτός δικαιούται να λάβει τμηματικά την άδειά του με αποδοχές, που αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στο έτος αυτό. Η αναλογία υπολογίζεται με βάση τις 20 ημέρες για τους εργαζόμενους με πενθήμερο ή τις 24 ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο.
Στη διάρκεια του έτους αυτού και στο σημείο που συμπληρώνει 12 μήνες εργασία, η άδεια αυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα. Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του δεύτερου ημερολογιακού έτους να του χορηγήσει αναλογικώς ή ολόκληρη την άδεια που φθάνει μέχρι τις 21 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους με πενθήμερο και τις 25 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο.
Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος, καθώς και τα επόμενα, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει ολόκληρη την άδειά του σε κάθε χρονικό σημείο του έτους αυτού. Η άδεια αυτή θα φθάσει τις 22 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους με πενθήμερο ή τις 26 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο, εάν έχουν συμπληρωθεί 2 έτη απασχόλησης μέσα στο τρίτο ημερολογιακό έτος.
Οι μισθωτοί με προϋπηρεσία τουλάχιστον 10 έτη στον ίδιο εργοδότη ή 12 έτη σε οποιοδήποτε εργοδότη δικαιούνται 25 εργάσιμες ημέρες άδειας, για όσους είναι με πενθήμερο ή 30 εργάσιμες ημέρες άδειας, για όσους είναι με εξαήμερο με αποδοχές (ΕΓΣΣΕ 2000-2001, άρθρο 6).
Επίσης, οι μισθωτοί από 01/01/2008, μετά τη συμπλήρωση 25ετούς υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας, δικαιούνται μία (1) εργάσιμη ημέρα παραπάνω, δηλαδή 26 ημέρες για τους εργαζόμενους με πενθήμερο και 31 ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο (ΕΓΣΣΕ 2008-2009, άρθρο 3).
Επιτρέπεται η κατάτμηση της άδειας μόνο κατ’ εξαίρεση υπό προϋποθέσεις. Σε περίπτωση ιδιαίτερης σοβαρής ή επειγούσης ανάγκης της επιχειρήσεως ή κατ’ αίτηση του μισθωτού λόγω δικαιολογημένης αιτίας και πάντοτε ύστερα από έγκριση της αρμόδιας περιφερειακής Υπηρεσίας του Υπ. Εργασίας. Στην περίπτωση αυτή το πρώτο τμήμα της άδειας πρέπει να περιλαμβάνει 6 τουλάχιστον ημέρες. Για τους ανηλίκους, κάτω των 18 ετών, 12 τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες.
Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου για τη διάρκεια της άδειας (όχι λιγότερο από 6 ημέρες) και το χρόνο χορήγησής της αποφασίζει τριμελής επιτροπή της αρμόδιας Επιθεώρησης Εργασίας, ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων.