Το έθιμο του στολισμένου έλατου, ήταν έθιμο καθαρά βυζαντινό. Ο πρώτος που σκέφθηκε να στολίσει τα κλαδιά του έλατου με πολύχρωμα κεριά, άσπρα, κίτρινα και κόκκινα, ήταν ο νεαρός αυτοκράτορας Μιχαήλ ο Γ’, επιλεγόμενος «Μέθυσος».
Μια παραμονή Χριστουγέννων, λοιπόν, διέταξε τους αυλικούς του να τοποθετήσουν κατά τη διάρκεια της νύχτας ένα μεγάλο έλατο στην πλατεία του Ταύρου, όπου ήταν και τα ανάκτορα.
Έπειτα ο ίδιος, με μια σκαλωσιά, κρέμασε στα κλαδιά του δέντρου διάφορα κεριά τεράστια σε μέγεθος και χοντρά όσο ένα μπράτσο δυνατού άντρα. Τα κεριά αυτά τα άναψε, τη στιγμή ακριβώς που οι καμπάνες του μεσονυκτίου καλούσαν τους πιστούς στην εκκλησία.
Δεν φυσούσε καθόλου και το χιόνι είχε σταματήσει να πέφτει, λες και του άρεσε η παράξενη εκείνη σκηνοθεσία του Μιχαήλ.
Τα κεριά έμειναν αναμμένα αρκετή ώρα και ο κόσμος που περνούσε από την Πλατεία του Ταύρου, βλέποντας το φωτισμένο έλατο, έμενε με το στόμα ανοιχτό. Δεν ήξερε τι να υποθέσει και νόμιζε ότι βρισκόταν μπροστά σε ένα θαύμα.
Στον λαό άρεσε αυτό και έτσι τον επόμενο χρόνο αρκετοί άρχοντες του Βυζαντίου επανέλαβαν το ίδιο σκηνικό. Με μια διαφορά. Ότι αντί να στολίσουν κάποιο δέντρο του κήπου τους στόλιζαν τα σπίτια τους.
Με τον καιρό η συνήθεια αυτή εδραιώθηκε τόσο πολύ στη συνείδηση του λαού ώστε γενικεύθηκε και έμεινε σαν έθιμο. Το έθιμο του στολισμένου έλατου το πήραν μαζί τους οι Σταυροφόροι που είχαν καταλάβει την Κωνσταντινούπολη και το μετέφεραν στις πατρίδες τους.
Μετά την Άλωση οι Έλληνες το ξέχασαν
Οι Δυτικοί όμως εξακολούθησαν να το διατηρούν χωρίς να ξέρουν πολλά πράγματα για την προέλευσή του.
«Πάντως πίστευαν, όπως το πιστεύουν ακόμη», σημειώνει πάντα ο παλιός Αθηναίος, «όσοι δεν διάβασαν την ιστορία του, μια ιστορία που λέει καθαρά ότι το έθιμο αυτό είναι καθαρά βυζαντινό και κατ’ επέκταση ελληνικό».
Με τον ερχομό του Όθωνα στην Ελλάδα, οι ακόλουθοι του έφεραν μαζί τους και το έθιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου, χωρίς όμως να φαντάζονται πως το κουβαλούσαν πίσω στον τόπο της καταγωγής του.
Είναι γνωστό πως η Αθήνα ήταν επαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
«Οι παλιοί Αθηναίοι, που έβλεπαν για πρώτη φορά στολισμένο έλατο, με κεριά, με παιχνίδια και με επιχρυσωμένες κουκουνάρες, γοητεύονταν τόσο πολύ που σχημάτιζαν ουρές για να το θαυμάσουν». Ιδίως τα παιδιά δεν ξεκολλούσαν τα μάτια τους από πάνω του.
Το δέντρο, ένα τεράστιο έλατο, είχε τοποθετηθεί κοντά στο σημερινό Πεδίο του Άρεως, όπως περίπου γίνεται και σήμερα με τα έλατα που στήνουν στις κεντρικές πλατείες οι διάφοροι δήμοι. Ήταν φορτωμένο με όμορφα και πολύχρωμα παιχνίδια και λαμποκοπούσε ολόκληρο.
Το δέντρο είχε για φύλακες δύο Βαυαρούς φρουρούς για να μην κλέψει κανείς κάποιο από τα ωραία στολίδια του. Έμεινε δε σε εκείνη τη θέση όλο το Δωδεκαήμερο.
Την ημέρα που έπρεπε να το πάρουν από τη θέση του οι Αθηναίοι αντέδρασαν. Ήθελαν να το κρατήσουν λίγο ακόμη. Ο δήμος τους έκανε το χατίρι.
Συνεννοήθηκε με τους Βαυαρούς και αυτοί το άφησαν στην ίδια θέση ως το τέλος Ιανουαρίου.
Μόλις η Ελλάδα ελευθερώθηκε από τους Τούρκους και έγινε ανεξάρτητο κράτος, τα Χριστούγεννα βρήκαν και πάλι την παλιά τους αίγλη. Αυτή την αίγλη που είχαν πριν από την Άλωση της Πόλης. Παρ’ όλο που η Αθήνα περιοριζόταν σε τέσσερις συνοικίες: την Πλάκα, το Μοναστηράκι, του Καλαμιώτου και τον Άγιο Φίλιππα.
Το κέντρο της πόλης είχε μεταφερθεί τώρα, από την οδό Αδριανού, όπου ήταν παλαιότερα, στη διασταύρωση των οδών Αιόλου και Ερμού. Εκεί ήταν τα εμπορικά καταστήματα, τα καλύτερα ζαχαροπλαστεία και τα καφενεία: το πιο γνωστό ήταν της Ωραίας Ελλάδος, κοντά στην Αγία Ειρήνη.
Το μεγάλο αυτό καφενείο «ήταν το πρώτο δημόσιο κέντρο που στόλισε για πρώτη φορά το 1848 χριστουγεννιάτικο έλατο με πολύχρωμα κεράκια, επιχρυσωμένους καρπούς, παιχνίδια από αληθινή πορσελάνη και ένα σωρό άλλα μπιχλιμπίδια. Για την εποχή στοίχιζαν πανάκριβα, επειδή τα έφερναν όλα από το εξωτερικό. Αυτή η χριστουγεννιάτικη “ατραξιόν”, που κατέπληξε και συνάρπασε κυριολεκτικά τους Αθηναίους, μικρούς και μεγάλους, ήταν έμπνευση ενός Βαυαρού αξιωματικού, του Ρούντολφ Έρχαρτ, που ήταν πραγματικά φιλέλληνας».
Ο Έρχαρτ, όπως γράφει στα απομνημονεύματά του, ήθελε να γενικεύσει το ωραίο αυτό έθιμο, πιστεύοντας πως ήταν προϊόν της πατρίδας του. Δεν ήξερε, δηλαδή, πως το «χριστουγεννιάτικο δεντράκι» είχε τις ρίζες του στο Βυζάντιο.
Όπως και αν έχει το ζήτημα, κατά κάποιον τρόπο ο Έρχαρτ πέτυχε αυτό που ήθελε. Γιατί τα επόμενα Χριστούγεννα, τα Χριστούγεννα του 1849, έκαναν την εμφάνισή τους και άλλα στολισμένα έλατα, σε διάφορα αρχοντικά της Αθήνας. Από εκεί και πέρα το έθιμο καθιερώθηκε φτάνοντας ως την εποχή μας.
Μόλις απαγορεύθηκε η κοπή των ελάτων, όλοι έπεσαν στα ψεύτικα έλατα, στα πλαστικά, που η πώλησή τους αυξήθηκε κατακόρυφα.
Αλλά και το πρώτο ψεύτικο «δέντρο» κρατάει και τούτο από παλιά.
Τα Χριστούγεννα του 1905, από την παραμονή άρχισε να χιονίζει. Η Αθήνα έγινε κατάλευκη. Όλο το απόγευμα, ωστόσο, μερικοί εργάτες κάτι μαστόρευαν στην Πλατεία του Συντάγματος. Οι διαβάτες δεν έδιναν σημασία. Αλλά η πλατεία φώτισε με μιας.
Ένα τεράστιο ψεύτικο έλατο που μας το έστειλαν από τη Γερμανία είχε στηθεί στο κέντρο της. Πολύχρωμα λαμπιόνια και φαναράκια ήταν αναμμένα σε κάθε του κλαδί μαζί με διάφορα παιχνίδια. Το τι έγινε τότε δεν περιγράφεται.
Όλη η Αθήνα και ο Πειραιάς συγκεντρώθηκαν στο Σύνταγμα για να χαρούν το πανέμορφο εκείνο χριστουγεννιάτικο δέντρο, που ο κόσμος πίστευε πως ήταν αληθινό.