Πώς ένα παιδικό τραύμα μπορεί να επηρεάσει το μυαλό και το σώμα του ενήλικα

Κοινοποίηση:
marisa-howenstine-Cq9slNxV8YU-unsplash-2048x1365

Το τραύμα και η δυστυχισμένη παιδική ηλικία, μπορεί να ακολουθήσουν τα παιδιά στην ενήλικη ζωή τους, επηρεάζοντας τόσο το μυαλό όσο και το σώμα τους, σύμφωνα με τα ευρήματα νέας μελέτης.

«Εξετάσαμε τις αναφορές ανθρώπων που αφορούσαν στην αναπηρία, καθώς και την αντικειμενικά μετρήσιμη σωματική και γνωστική εξασθένηση και διαπιστώσαμε ότι οι στρεσογόνες εμπειρίες στα πρώτα στάδια της ζωής μπορεί να έχουν επιπτώσεις σε μεγαλύτερες ηλικίες», δήλωσε η καθηγήτρια Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, στο Σαν Φρανσίσκο, και ανώτερη συγγραφέας της μελέτης Δρ. Alison Huang.

«Αυτό μπορεί να σημαίνει αυξημένη δυσκολία στο περπάτημα ή στην εκτέλεση καθημερινών δραστηριοτήτων ή προβλήματα με τη μνήμη όταν οι άνθρωποι είναι στην ηλικία των 60, 70, 80 ή μεγαλύτεροι», σημειώνει.

Η έκθεση σε σωματική βία ή κακοποίηση, οι σοβαρές ασθένειες, οι οικονομικές δυσκολίες στην οικογένεια ή ο αποχωρισμός από τους γονείς, θεωρούνται κύριοι στρεσογόνοι παράγοντες της παιδικής ηλικίας.

Η μελέτη διαπίστωσε ότι όσοι βίωσαν βία στην παιδική ηλικία, είχαν 40% περισσότερες πιθανότητες να αντιμετωπίζουν κινητικά προβλήματα και 80% περισσότερες πιθανότητες να έχουν δυσκολίες στην εκτέλεση καθημερινών δραστηριοτήτων. Όσοι μεγάλωσαν σε δυστυχισμένες οικογένειες, είχαν 40% περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν ήπια γνωστική εξασθένηση.

Σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ, σχεδόν το 60% των ενηλίκων στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν βιώσει μία ή περισσότερες τραυματικές παιδικές εμπειρίες.

Αυτές μπορεί να υπονομεύσουν την αίσθηση ασφάλειας ή σταθερότητας ενός παιδιού και συνδέονται με κίνδυνο καρδιακών παθήσεων, διαβήτη, αυτοάνοσων διαταραχών και κατάθλιψης.

Οι ερευνητές βασίστηκαν στη μελέτη “National Social Life, Health and Aging Project”, στο πλαίσιο της οποίας ρωτήθηκαν 3.400 συμμετέχοντες, ηλικίας 50 έως 97 ετών, σχετικά με τα δύσκολα παιδικά τους βιώματα.

Υποβλήθηκαν επίσης σε έλεγχο για προβλήματα ισορροπίας, βάδισης, γνώσης και μνήμης. Αξιολογήθηκε επίσης η ικανότητα εκτέλεσης καθημερινών δραστηριοτήτων, όπως το ντύσιμο και το μπάνιο.

Ποσοστό 44% ανέφεραν ιστορικό τουλάχιστον μιας τραυματικής εμπειρίας μεταξύ 6 και 16 ετών.

Το 16% υπήρξαν μάρτυρες βίαιων γεγονότων, το 16% αποχωρίστηκαν τον ένα γονέα, το 14% ανέφεραν ότι υπέστησαν βία, το 13% βίωσαν οικονομικό άγχος και το 6% παρουσίασαν προβλήματα υγείας.

Ένας στους πέντε ανέφερε περισσότερες από μία τραυματικές παιδικές εμπειρίες.

Η μελέτη «δείχνει ότι οι στρεσογόνες εμπειρίες στα πρώιμα στάδια της ζωής μπορεί να αποτελέσουν παράγοντες κινδύνου λειτουργικής έκπτωσης και αναπηρίας στα μεταγενέστερα στάδια της ζωής», δήλωσε η φοιτήτρια ιατρικής και συν-συγγραφέας της μελέτης Victoria Lee.

«Αυτό έχει συνέπειες στη γηριατρική φροντίδα: Η έγκαιρη αναγνώριση του παιδικού τραύματος μπορεί να είναι χρήσιμη για τον εντοπισμό ενηλίκων που μπορεί να ωφεληθούν από τις στρατηγικές προσυμπτωματικού ελέγχου ή πρόληψης για τη λειτουργική έκπτωση που σχετίζεται με τη γήρανση», πρόσθεσε.

Το γενικό συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι το άγχος και οι τραυματικές εμπειρίες στα πρώτα χρόνια της ζωής, μπορούν να υπονομεύσουν τη σταθερότητα των παιδιών και να τα επηρεάσουν ακόμα και δεκαετίες αργότερα.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: