Συχνά στην καθημερινότητά μας χρησιμοποιούμε τη φράση “σιγά τον πολυέλαιο”, μία φράση που εμπεριέχει ειρωνεία την οποία λέμε όταν ακούμε υπερβολικά λόγια.
Η προέλευση της φράσης φαίνεται πως έχει δύο εκδοχές. Η μία είναι θρησκευτική και θεωρείται ότι το “σιγά τον πολυέλαιο” έχει τις ρίζες της στην εκκλησιαστική παράδοση. Σύμφωνα με το dogma.gr, σε πολλά μοναστήρια και εκκλησίες, ακόμη και σήμερα, είναι χαρακτηριστική η συνήθεια, στις μεγάλες γιορτές και συγκεκριμένα κατά τη δοξολογία, αφού ανάψει ο καντηλανάφτης τους πολυελαίους, να τους κινεί, χρησιμοποιώντας ένα μακρύ κοντάρι, τον ένα από την Ανατολή στη Δύση και τον άλλο από Βορρά προς Νότο, έτσι ώστε να σχηματίζεται το σημείο του Σταυρού. Με αυτόν τον τρόπο παρουσιάζεται με περισσότερη λαμπρότητα ο διάκοσμος της εκκλησίας.
Αν, όμως, η κίνηση δεν ήταν ομαλή και ήταν βιαστική και με δύναμη κινδύνευαν να σβήσουν τα φώτα, τότε του έλεγαν: “Σιγά τον πολυέλαιο, να μην σβήσουν τα φώτα”.
Πάντως, σύμφωνα με άλλους, η λέξη πολυέλαιος γράφεται με έψιλον και όχι με άλφα γιώτα, γιατί τον πολυέλαιο τον ανάβουν στην εκκλησία, όταν ψάλλεται ο ψαλμός του Δαυίδ, ο γνωστός ως “πολυέλεος”, που τα εδάφιά του έχουν ως επωδό το «ότι είς τον αιώνα, το έλεος αυτού».
Κατά μία δεύτερη εκδοχή, η φράση αυτή άρχισε να χρησιμοποιείται στην εποχή της βασιλείας του Όθωνα, ο οποίος έφθασε στην Αθήνα με τη σύζυγό του Αμαλία, το 1837. Κατά την άφιξή τους έγιναν δεκτοί με μεγάλες τιμές, ενώ ανάμεσα στην επιτροπή υποδοχής ήταν και μεγάλοι αγωνιστές του Έθνους. Λέγεται πως ο Μακρυγιάννης χάρισε στον Όθωνα ένα ζευγάρι τσαρούχια.
Οι βασιλείς διοργάνωσαν μία λαμπερή δεξίωση όπου καλεσμένοι ήταν η κοσμική Αθήνα της εποχής, οι ξένοι αυλικοί, οι επιζώντες και απόγονοι των αγωνιστών του ’21.
Το κέφι απογειώθηκε με τους ελληνικούς χορούς, ενώ οι πολεμιστές τραβούσαν και άδειαζαν στο ταβάνι τα κουμπούρια τους από ενθουσιασμό. Πάνω στον χορό και αν το απαιτούσε η φιγούρα, κάποιοι έβγαζαν και το τσαρούχι εκσφενδονίζοντάς το προς τα πάνω, με αποτέλεσμα να “κινδυνεύουν” οι πολυέλαιοι και οι κηροστάτες.
Τότε ακούστηκε μία ευγενική παραίνεση “σιγά τον πολυέλαιον” με αποτέλεσμα η φράση αυτή να καθιερωθεί και να χρησιμοποιείται με ειρωνική χροιά μέχρι σήμερα.
Μία προσθήκη σ’ αυτήν την εκδοχή είναι ότι στη συγκεκριμένη δεξίωση παρευρέθησαν ο Κολοκοτρώνης με το πρωτοπαλίκαρό του, τον Μήτρο Πλαπούτα, ο οποίος ήταν και δεινός στον χορό.
Αυτός, λέγεται, συνήθιζε να βγάζει και να πετά ψηλά τα τσαρούχια του σε μία αριστοτεχνική φιγούρα. Τη στιγμή που ακούστηκε η μουσική για το τσάμικο, ο Πλαπούτας μπήκε στον χορό και ο Κολοκοτρώνης φέρεται πως του είπε: “Το νου σου, Μήτσο, σιγά τον πολυέλαιο!”.