Τα κοχύλια και τα όστρακα είναι τα αγαπημένα μας σουβενίρ από τις καλοκαιρινές διακοπές. Όμορφα, εύθραυστα και δυσεύρετα, μας θυμίζουν τις ανέμελες στιγμές του καλοκαιριού στην παραλία, όταν η μόνη μας έγνοια είναι να βάλουμε αντιηλιακό και να χαλαρώσουμε όσο γίνεται περισσότερο.
Αν θέλουμε να τα κρατήσουμε για πάντα, θα πρέπει να φροντίσουμε να τα καθαρίσουμε από τυχών βρωμιές, για να αναδείξουμε την ομορφιά τους και για να αποφύγουμε δυσάρεστες μυρωδιές που μπορεί να προκληθούν από την αποσύνθεση των θαλάσσιων μικροοργανισμών που υπάρχουν πάνω ή μέσα στο κέλυφός τους.
Πρώτα απ’ όλα, σιγουρευόμαστε ότι το κοχύλι που συλλέξαμε δεν περιέχει κάποιο ζωντανό «κάτοικο». Κατ’ αρχάς, σεβόμαστε τη ζωή της θάλασσας και για κανένα λόγο δε θανατώνουμε κάποιο ζωντανό οργανισμό μόνο και μόνο για να αποκτήσουμε ένα κοχύλι για το σπίτι μας. Έπειτα, αν το ζωντανό αυτό πλασματάκι πεθάνει, η δυσοσμία που θα αναδυθεί θα είναι ανυπόφορη και το να αφαιρεθεί από το κοχύλι είναι μια διαδικασία αρκετά δύσκολη.
Ας δούμε με ποιούς τρόπους μπορούμε να τα καθαρίσουμε, χωρίς να προξενήσουμε ζημιά στο κέλυφός τους:
Με χλωρίνη: φτιάχνουμε διάλυμα χλωρίνης, με αναλογία 1 κουταλιά της σούπας προς 3 λίτρα νερό. Αφήνουμε τα κοχύλια να μουλιάσουν, τόσο ώστε το εξωτερικό στρώμα του κελύφους να μπορεί να αφαιρεθεί με ελαφρύ τρίψιμο. Ο χρόνος που τα αφήνουμε στο διάλυμα εξαρτάται από το είδος και το μέγεθος του κοχυλιού και κυμαίνεται από 1-8 ώρες. Αν θέλουμε, χρησιμοποιούμε μια οδοντόβουρτσα για να τρίψουμε το κοχύλι ή και μια οδοντογλυφίδα για τα πιο δύσκολα σημεία. Έπειτα, ξεπλένουμε πολύ καλά με νερό και αφήνουμε τα κοχύλια να στεγνώσουν.
Μειονεκτήματα: Τα κοχύλια μπορεί να απορροφήσουν τη μυρωδιά της χλωρίνης, η οποία θα κάνει καιρό για να φύγει. Επίσης, το χλώριο μπορεί να λευκάνει το χρώμα τον κοχυλιών, καταστρέφοντας τη φυσική ομορφιά τους.
Με ξύδι: Μια εναλλακτική μέθοδος που δεν απαιτεί χλώριο, είναι ο καθαρισμός των κοχυλιών μας με νερό και ξύδι. Μπορούμε να αφήσουμε τα κοχύλια να μουλιάσουν ή απλώς να τα τρίψουμε με ένα πανί ή μια οδοντόβουρτσα, ειδικά στο εσωτερικό τους, όπου μπορεί να υπάρχουν υπολείμματα νεκρών οργανισμών. Αν τα μουλιάσουμε, θα παρατηρήσουμε μικρές φυσαλίδες να αναπτύσσονται πάνω στο κέλυφος. Αφήνουμε το ξύδι να δράσει για λίγα λεπτά και ξεπλένουμε πολύ καλά με άφθονο νερό και σαπούνι.
Μειονεκτήματα: Τα κοχύλια έχουν ως δομικό στοιχείο το ανθρακικό ασβέστιο, το οποίο δημιουργεί χημική αντίδραση κατά την επαφή του με το ξύδι. Πρακτικά, το ξύδι διασπά το κέλυφος και γι’ αυτό προτιμάμε τη μέθοδο του τριψίματος, ώστε να ελαχιστοποιήσουμε τη φθορά που προκαλείται. Αν ξεχάσουμε τα κοχύλια μας στο ξυδόνερο για λίγες μέρες, μπορεί και να διαπιστώσουμε πως έχουνε εξαφανιστεί.
Με σκέτο νερό: Αφήνουμε τα κοχύλια σε μια λεκάνη με νερό για αρκετές ώρες, ή και λίγες μέρες. Έπειτα, τοποθετούμε τα κοχύλια σε μια κατσαρόλα, γεμίζουμε με νερό και ζεσταίνουμε μέχρι το νερό να αρχίσει να βράζει. Μπορούμε να προσθέσουμε αλάτι, για να σιγουρευτούμε πως θα σκοτωθούν όλοι οι μικροοργανισμοί που προκαλούν άσχημες μυρωδιές. Μετά από 5’ βρασμού, αφαιρούμε προσεκτικά τα κοχύλια και τα τοποθετούμε σε μια πετσέτα για να στεγνώσουν.
Μειονεκτήματα: Αν υπάρχουν κολλημένες βρωμιές πάνω ή μέσα στο κοχύλι, είναι πιο δύσκολο να αφαιρεθούν. Χρησιμοποιούμε μια οδοντογλυφίδα ή λίγο σύρμα και ξύνουμε τα σημεία που θέλουμε, όσο ακόμα τα κοχύλια είναι ζεστά.
Αφού έχουμε καθαρίσει και στεγνώσει τα κοχύλια μας, μπορούμε να τους δώσουμε εξτρά λάμψη, αλείφοντάς τα με λίγο ορυκτέλαιο ή baby oil ή περνώντας τα με βερνίκι νυχιών.