Το ημερολόγιο στον τοίχο μετράει αντίστροφα για τις Απόκριες και στο παραδοσιακό εργαστήρι του Μιχάλη και της Φανής Τόμτση, στη Νάουσα, κόσμος πάει κι έρχεται κρατώντας στα χέρια φουστανέλες και κοντέλες, γιλέκα, πάλες, «πρόσωπους» κι ό,τι άλλο χρειάζεται ένας χορευτής για μια αψεγάδιαστη παρουσία στο «μπουλούκι», όταν Γενίτσαροι και Μπούλες, με τη συνοδεία του νταουλιού και του ζουρνά, θα πάρουν τους δρόμους της πόλης παρασύροντας στον ρυθμό του εθίμου μικρούς και μεγάλους, ντόπιους κι επισκέπτες.
Στο εσωτερικό του εργαστηρίου, η Φανή Τόμτση, κρατώντας στο χέρι της μια ολόλευκη κοντέλα (το φαρδυμάνικο πουκάμισο που φοριέται από τους Γενίτσαρους που βγαίνουν στους δρόμους της πόλης την περίοδο της Αποκριάς), περνάει με χαρακτηριστική άνεση την κατακόκκινη κλωστή από τον γιακά, κεντώντας τον σε μοτίβο ψαροκόκαλου.
Λίγο παραπέρα, ο σύζυγός της Μιχάλης περιεργάζεται έναν «πρόσωπο», που είναι σχεδόν έτοιμος, καθώς το μόνο που απομένει είναι να μπει το ταράμπουλο, το μακρύ ύφασμα (3,80×0,90) που δένεται περίτεχνα στο κεφάλι του χορευτή και δεν βγαίνει παρά μόνο όταν ολοκληρωθεί το έθιμο. Δίπλα του στέκεται η κόρη τους Έφη, κρατώντας ένα γιλέκο φτιαγμένο από εξαιρετικής ποιότητας μάλλινη τσόχα, κατάφορτο με ασημικά.
Τριάντα χρόνια, ο Μιχάλης και η Φανή Τόμτση, από την ηρωική πόλη της Νάουσας, όπως περήφανα λένε στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, υπηρετούν την παράδοση του τόπου τους φτιάχνοντας στολές για την αναβίωση ενός εθίμου, με βαθιές ρίζες στον χρόνο, τους Γενίτσαρους και Μπούλες (ή Γιανίτσαροι και Μπούλες, όπως ενίοτε απαντάται). Στο εργαστήρι τους, το «Ανώγι», που κάθε σπιθαμή του αναδύει άρωμα παράδοσης, φτιάχνουν στολές για το ξακουστό έθιμο της πόλης όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, αυτό με το οποίο εμποτίστηκε η ψυχή τους από τα πρώτα, τρυφερά χρόνια της ζωής τους.
Άλλωστε, για το ζεύγος Τόμτση και την κόρη τους, που έχει μαθητεύσει στο πλευρό τους κι έχει αναλάβει να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση, χρειάζεται κάποιος -πέραν της τέχνης και του χρόνου- να επενδύσει πολύ μεράκι κι ακόμη περισσότερη αγάπη, ώστε όταν η στολή φτάσει στα χέρια του χορευτή του εθίμου να δουν εκείνη τη λάμψη στο βλέμμα του, που σημαίνει πως όλα πήγαν καλά.
«Η παράδοση στη Νάουσα έχει συναίσθημα», αναφωνεί η κυρία Φανή, όταν της ζητάμε να μας περιγράψει πώς αισθάνεται κάθε φορά που πιάνει στα χέρια της για να επιδιορθώσει μια στολή με πολλά χρόνια ιστορίας. Τι κι αν έχουν περάσει άπειρα ρούχα από τα χέρια της… «Το συναίσθημα εκείνη τη στιγμή δεν περιγράφεται, σκεπάζει και τη λογική ακόμα», λέει, με τον κύριο Μιχάλη να μας εξηγεί, με «σπασμένη» από τη συγκίνηση φωνή, πως στη Νάουσα, το έθιμο «είναι βίωμα κι έχει πολύ συναίσθημα, πολύ δάκρυ…».
«Όνειρο ζωής»
Ναουσαίοι και οι δύο, ο Μιχάλης και η Φανούλα -όπως τη λέει ο σύζυγός της- Τόμτση είχαν πολλά ακούσματα και βιώματα από τις οικογένειές τους για το έθιμο/δρώμενο «Γενίτσαροι και Μπούλες». «Αυτό (το έθιμο) ήταν ένα όνειρο ζωής για τους δυο μας από τότε που κάναμε οικογένεια και αποκτήσαμε δυο αγόρια στην αρχή και μετέπειτα την Έφη. Τα ντύναμε (τα αγόρια) Γενίτσαρους, τις μέρες της Αποκριάς, από πολύ μικρή ηλικία», αφηγείται ο κύριος Μιχάλης, εξηγώντας πως μαζί με τη σύζυγό του ξεκίνησαν το εργαστήριο πριν από 30 χρόνια, όταν άρχισαν να ντύνονται τα αγόρια τους και μεγαλώνοντας κάθε φορά χρειάζονταν καινούργια ρούχα.
«Οι μανούλες που έντυναν τα αγόρια τους, ρωτούσαν τα δικά μας παιδιά, ποιος τους έραψε τα ρούχα κι αυτά απαντούσαν: “η μάνα μου”. Έτσι, λοιπόν, η Φανούλα απέκτησε όνομα και της δόθηκε η δυνατότητα να ασχοληθεί με το είδος. “Καπάκι” ήρθε και η κόρη μας, η Έφη, η οποία ασχολήθηκε επειδή της άρεσε. Δηλαδή είναι μια δουλειά, που αν δεν την αγαπάς, δεν μπορείς να την κάνεις και να τη βγάλεις προς τα έξω όπως πρέπει να βγει», συμπληρώνει.
Η δουλειά δεν είναι συνεχόμενη όλο τον χρόνο, αλλά αφορά περισσότερο αυτή την εποχή, που πλησιάζουν οι Απόκριες. Παρ’ όλα αυτά, η οικογένεια Τόμτση, όχι μόνο δεν σκέφτεται σε καμιά περίπτωση να στραφεί σε κάποια άλλη ενασχόληση, αλλά έχει διασφαλίσει, στο πρόσωπο της Έφης, τη συνέχιση της παράδοσης. «Ίσως αγαπούμε πολύ την παράδοση και γι’ αυτό να αισθανόμαστε έτσι. Ζήσαμε με παππούδες, γιαγιάδες κι όλο αυτό μας έκανε ν’ αγαπήσουμε την παράδοση πάρα πολύ. Αυτά που ακούγαμε από τους μεγαλύτερους, μας τα μετέδωσαν κι εμείς τα μεταδώσαμε στα παιδιά», εξηγεί το ζεύγος Τόμτση. Μάλιστα, κι ο σύζυγος της Έφης ντυνόταν από πολύ μικρό παιδί -σταμάτησε γύρω στα 30- κι έτσι, όπως λέει η κυρία Φανή, «είχαμε την τύχη και ο άνδρας της ν’ ασχολείται πολύ με την παράδοση, οπότε μας βοηθάει κι αυτός».
Ένα έθιμο με βαθιές ρίζες και ξεχωριστή ενδυμασία
«Το δρώμενο, το έθιμο αυτό, έχει πολύ βαθιές ρίζες. Σταμάτησε σε όλη την πορεία του δύο φορές μόνο, ξεκίνησε ξανά και τελείται κάθε χρόνο με πολύ μεράκι, με πολλή όρεξη. Ακόμα και τα παιδιά που ντύνονται, τα παλικάρια, περιμένουν να ντυθούν και να βγουν στους δρόμους της Νάουσας, να χορέψουν και να αποδώσουν σωστά και το έθιμο», λέει ο κύριος Μιχάλης, εξηγώντας μας πόσο συνυφασμένο με την ίδια την ιστορία της πόλης είναι το έθιμο. «Βγαίνουν ντυμένα τα παιδιά και σκορπίζουν ρίγη συγκίνησης. Είναι ολόκληρη ιεροτελεστία», τονίζει.
Αναφερόμενος επιγραμματικά στο τελετουργικό που ακολουθείται την Κυριακή της Αποκριάς, σημειώνει πως το πρωί γίνεται το ντύσιμο του Γενίτσαρου και το μάζεμα του μπουλουκιού. Πριν από το μεσημέρι μαζεύονται στο δημαρχείο για να πάρουν την άδεια του δημάρχου για να χορέψουν στην πόλη και στη συνέχεια συνεχίζουν με χορό στους δρόμους, κρατώντας στο χέρι τους την πάλα (σπαθί) και φορώντας συνέχεια τον «πρόσωπο», τον οποίο βγάζουν μόνο με την ολοκλήρωση του εθίμου, αργά το απόγευμα.
Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, ο «πρόσωπος» είναι φτιαγμένος από καθαρό κερί και προσαρμοσμένος στο σχήμα προσώπου του ατόμου που θα τον φορέσει. «Είναι ένα κερωμένο πανί με κερί γνήσιο, μέλισσας, γιατί το φορούν όλη μέρα τα παιδιά στο πρόσωπό τους», εξηγεί ο κύριος Μιχάλης για το πιο χαρακτηριστικό ίσως στοιχείο της περιβολής του Γενίτσαρου, με την Έφη να μας αποκαλύπτει ένα μικρό -για τους αμύητους, όπως εμείς, στο έθιμο- μυστικό. Η καρφίτσα πάνω στον ταράμπουλο συνήθως έχει συναισθηματική αξία, ενώ είναι κι ένας τρόπος για να γνωρίσουν οι δικοί του άνθρωποι αυτόν που συμμετέχει στο έθιμο και φοράει τον «πρόσωπο».
Πολλά είναι τα ιδιαίτερα στοιχεία της στολής του Γενίτσαρου, όπως τα βαρύτιμα ασημικά στο γιλέκο, που όσο πιο στολισμένο ήταν τόσο φανέρωνε την οικονομική ευμάρεια της οικογένειας του παιδιού που το φορούσε, τα 450 πολύ μικρά φύλλα υφάσματος που ενώνονται μεταξύ τους για να φτιαχτεί η φουστανέλα, οι 150 χειροποίητες φούντες στον ταράμπουλο, αλλά και οι μπέτσφες, που είναι μονοκόμματες και φτιάχνονται από άριστης ποιότητας μαλλί σε μια μηχανή πλεκτικής, καθώς και πολλά άλλα στοιχεία, κάθε ένα εκ των οποίων αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της φορεσιάς.
«Όσοι δεν έχουν έρθει τουλάχιστον μια φορά να δουν από κοντά το έθιμο, αξίζει να το κάνουν φέτος», μας παροτρύνει ο κύριος Μιχάλης, «ντύνοντας» με χρώμα και συναίσθημα τις λέξεις, καθώς περιγράφει τη στιγμή που οι Γενίτσαροι ανοίγουν διάπλατα τα χέρια τους δημιουργώντας μια εντυπωσιακή εικόνα ή όταν τραντάζονται ολόκληροι και χτυπούν δυνατά τα ασημικά στο γιλέκο τους. Ή όταν, προς το τέλος του εθίμου, χτυπούν τις πάλες τους στη γη με τις μύτες και λένε «ό,τι είπαμε και δεν είπαμε εδώ να μείνει»…