Ρίμινι: Το ξεχασμένο έπος του Ελληνικού στρατού στην Ιταλία

Κοινοποίηση:
rimini_0

Εχουν περάσει εβδομήντα πέντε χρόνια από τότε που ένα μικρό ελληνικό εκστρατευτικό σώμα η ΙΙΙ Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία (ΕΟΤ) είχε καθοριστική συμβολή στην προσπάθεια των συμμάχων στην απώθηση των Γερμανών από την ιταλική χερσόνησο κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Γράφει η Μαρίνα Πετράκη

Η ιταλική πόλη του Ρίμινι κατελήφθη από τους Ελληνες μαχητές έπειτα από σκληρές μάχες με τις δυνάμεις του Αξονα και η ελληνική σημαία κυμάτισε στο δημαρχείο της πόλης. Η κατάληψη του Ρίμινι δεν απετέλεσε μόνο το έπαθλο του δεκαπενθήμερου σκληρού και αιματηρού αγώνα της Ταξιαρχίας, αλλά επανέφερε την Ελλάδα, δύο χρόνια μετά τη μάχη του (Ελ) Αλαμέιν, στο συμμαχικό στρατόπεδο εξασφαλίζοντάς της το αναγκαίο περιθώριο για την προβολή των θέσεών της και τη διεκδίκηση απαράγραπτων εδαφικών απαιτήσεων στο συνέδριο της ειρήνης που θα ακολουθούσε.

Ταχεία εκπαίδευση και υψηλό ηθικό

Η συγκρότηση της ΙΙΙ ΕΟΤ δεν επήλθε ως απόρροια τακτικού επιτελικού σχεδιασμού, αλλά ως μια αναγκαστική επιλογή μετά την ολοσχερή κατάρρευση του στρατιωτικού εποικοδομήματος στη Μέση Ανατολή από το στασιαστικό κίνημα τον Απρίλιο του 1944. Τότε, η θέση της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης κατέστη εξαιρετικά δυσχερής, καθώς η διαφαινόμενη πλέον νίκη των συμμαχικών δυνάμεων και η επικείμενη απελευθέρωση της Ελλάδας με απουσία τακτικού εθνικού στρατού εγκυμονούσαν και σοβαρούς εθνικούς κίνδυνους για το μεταπολεμικό καθεστώς. Συνεπώς, η μεταπολεμική θέση της χώρας στο στρατόπεδο των νικητών καθιστούσε επιτακτική τη συμμετοχή ελληνικών μονάδων στις επιχειρήσεις των συμμάχων εναντίον του εχθρού στην Ιταλία.

Ετσι, μετά το Συνέδριο του Λιβάνου, η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου, παράλληλα με την απόδοση ευθυνών και την καταδίκη των στασιαστών, ενέτεινε, με την έγκριση της βρετανικής ηγεσίας, τις προσπάθειες για τη συγκρότηση μιας νομιμόφρονος ταξιαρχίας. Στις 9 Ιουνίου 1944 εκδόθηκε η διαταγή συγκρότησης της ΙΙΙ ΕΟΤ, από τα «υγιά υπολείμματα των διαλυθεισών Ταξιαρχιών». Διοικητής της Ταξιαρχίας ορίστηκε ο συνταγματάρχης Θρασύβουλος Τσακαλώτος, υποδιοικητής ο αντισυνταγματάρχης Νικόλαος Παπαδόπουλος και επιτελάρχης ο αντισυνταγματάρχης Γεράσιμος Λάμαρης.

Η ταχύτατη συγκρότηση της Ταξιαρχίας υπό τη συνεχή επίβλεψη του βρετανικού επιτελείου, διήρκεσε από τις 11 έως τις 18 Ιουνίου 1944 οπότε παρέλαβε τον οπλισμό της και μεταφέρθηκε στην Τρίπολη του Λιβάνου στο βρετανικό Κέντρο Εκπαιδεύσεως Ορεινού Αγώνα, καθώς η απώθηση των γερμανικών δυνάμεων από την ιταλική χερσόνησο αναμενόταν να διεξαχθεί σε ιδιαίτερα ορεινό έδαφος. Η ταχύρρυθμη εκπαίδευση που ξεκίνησε στις 22 Ιουνίου ολοκληρώθηκε στις 28 Ιουλίου 1944 με την εμπόλεμη σύνθεση της Ταξιαρχίας να ανέρχεται σε 3.377 άνδρες. Τις πέντε αυτές εβδομάδες καταγράφηκαν ο ενθουσιασμός των ανδρών, το μαχητικό πνεύμα, το υψηλό φρόνημα, και η απαρέγκλιτη πειθαρχία, ευοίωνα στοιχεία που δήλωναν ότι η Ταξιαρχία ήταν έτοιμη να συμμετάσχει σε πολεμικές επιχειρήσεις.

Η δυνατότητα να αποδείξουν ότι δεν τους αντιπροσώπευαν οι οδυνηρές και προσβλητικές συμπεριφορές που όλοι είχαν βιώσει τους προηγούμενους μήνες και η βεβαιότητα ότι θα μετακινούνταν πιο κοντά στην πατρίδα, η απελευθέρωση της οποίας πλησίαζε, εκτόξευε το ηθικό των ανδρών στα ύψη.

Σύμφωνα με τη σύνθεση που καθόρισε το Γενικό Στρατηγείο Δυνάμεων Μέσης Ανατολής (ΓΣΔΜΑ) η ΙΙΙ ΕΟΤ, η «Ταξιαρχία Εξαγνισμού» κατά τον Τσακαλώτο, θα αποτελείτο από Στρατηγείο, Λόχο Στρατηγείου, διοικητής του οποίου τοποθετήθηκε ο λοχαγός Διονύσιος Γρηγορόπουλος, τρία τάγματα Πεζικού με διοικητή του Ι Τάγματος τον ταγματάρχη Ιωάννη Καραβία, του ΙΙ Τάγματος τον ταγματάρχη Σοφοκλή Τζανετή και του ΙΙΙ Τάγματος τον ταγματάρχη Ανδρέα Λουτεράκη.

Από τον Τάραντα στη γραμμή του μετώπου

Στις 28 Ιουλίου ξεκίνησε η προώθηση υλικών στο λιμάνι της Βηρυτού, ενώ οι άνδρες της Ταξιαρχίας που, σύμφωνα με τον αρχιστράτηγο των Δυνάμεων Μέσης Ανατολής Μπέρναρντ Πάτζετ, κρατούσαν στα χέρια τους «την τιμήν και το μέλλον της Ελλάδος», μεταφέρθηκαν σιδηροδρομικώς στη Χάιφα και επιβιβάστηκαν στο ολλανδικό πλοίο «Ρους» το οποίο, αφού εντάχθηκε σε νηοπομπή προστατευόμενη από πολεμικά πλοία, απέπλευσε στις 7 Αυγούστου.

Η ΙΙΙ ΕΟΤ αποβιβάστηκε στο λιμάνι του Τάραντα στις 11 Αυγούστου και τέθηκε υπό τη διοίκηση του Νεοζηλανδικού Εκστρατευτικού Σώματος που διοικούσε ο φιλέλληνας στρατηγός Μπέρναρντ Φρέιμπεργκ. Στην πόλη, όπου παρέμεινε δέκα μέρες αναμένοντας την άφιξη του υλικού της, συνέχισε την εκπαίδευση. Επειτα από επιθεώρηση της Ταξιαρχίας, ο στρατηγός Φρέιμπεργκ, απόλυτα ικανοποιημένος για την άριστη κατάσταση των ανδρών, αναφέρθηκε με συγκίνηση στη βοήθεια του ελληνικού λαού στο Νεοζηλανδικό Εκστρατευτικό Σώμα κατά τη διάρκεια των κοινών αγώνων στην Ελλάδα εναντίον των Γερμανών το 1941.

Στις 20 Αυγούστου ξεκίνησε η μεταστάθμευση της Ταξιαρχίας προς Βορράν, με απόλυτη τάξη και πειθαρχία και έξι μέρες αργότερα αφίχθη στην περιοχή του Σπολέτο. Εκεί ενετάχθη οργανικά στη 2η Νεοζηλανδική Μεραρχία και προωθήθηκε στο Ιεζι, περίπου σαράντα πέντε χιλιόμετρα νότια της γραμμής του μετώπου, όπου και στρατοπέδευσε. Τα συμμαχικά στρατεύματα, αποτελούμενα από την 5η αμερικανική Στρατιά υπό τον στρατηγό Μαρκ Κλαρκ στον δυτικό τομέα και την 8η βρετανική Στρατιά υπό τον στρατηγό Ολιβερ Λις στον ανατολικό τομέα κατά μήκος της Αδριατικής, διέθεταν συνολική δύναμη είκοσι μεραρχιών. Μετά τη διάσπαση της Γραμμής «Γουστάβου» στο Μόντε Κασίνο και την κατάληψη της Ρώμης τον Ιούνιο 1944, οι συμμαχικές δυνάμεις, στο πλαίσιο της επιχείρησης «Ελαία» (Olive), είχαν προωθηθεί βόρεια, απέναντι στη νέα αμυντική γραμμή των Γερμανών, τη «Γοτθική», με σκοπό τη διάσπασή της και την προώθησή τους προς την κοιλάδα του Πάδου. Η «Γοτθική Γραμμή» που εκτεινόταν από την Πίζα έως το Ρίμινι στην Αδριατική, με συνολικό ανάπτυγμα περίπου 350 χιλιομέτρων, ήταν ενισχυμένη με αντιαρματικά έργα, ναρκοπέδια και χαρακώματα, ενώ την υπεράσπισή της είχε αναλάβει ο στρατηγός Αλμπερτ Κέσερλινγκ με δύο στρατιές συνολικής δύναμης είκοσι οκτώ μεραρχιών. Η ΙΙΙ ΕΟΤ στις 3 Σεπτεμβρίου άλλαξε υπαγωγή και τέθηκε υπό τη διοίκηση της 5ης καναδικής Τεθωρακισμένης Μεραρχίας ως εφεδρεία της και διετάχθη να μετακινηθεί από το Ιεζι στη Σάντα Μαρία Πιετραφίτα, οκτώ χιλιόμετρα από τη γραμμή του μετώπου.

 

Στις 8 Σεπτεμβρίου, έπειτα από διαταγή της 1ης καναδικής Τεθωρακισμένης Μεραρχίας, ανέλαβε τον παραλιακό τομέα αντικαθιστώντας την 3η καναδική Ταξιαρχία. Αναλαμβάνοντας τον τομέα από το Ριτσιόνε μέχρι την Αδριατική έλαβε αποστολή κάλυψης του δεξιού πλευρού της 1ης καναδικής Μεραρχίας στη σχεδιαζόμενη επίθεση εναντίον του Ρίμινι και την κατάληψή του. Με βάση την αποστολή της οργάνωσε την αμυντική τοποθεσία, εγκατέστησε παρατηρητήρια και ενέδρες, με αντικειμενικό σκοπό την αποτροπή διείσδυσης εχθρικών δυνάμεων, και καθόρισε τη διάταξη και τις αποστολές των μονάδων της.

Γενική επίθεση και κατάληψη της πόλης

Οι επιχειρήσεις της ΙΙΙ ΕΟΤ άρχισαν στις 9η Σεπτεμβρίου, λίγες ώρες μετά την ολοκλήρωση της εγκατάστασης, όταν ήρθε αντιμέτωπη με νυχτερινές εχθρικές περιπόλους, οι οποίες έπειτα από σκληρό αγώνα υποχώρησαν με σημαντικές απώλειες. Τις επόμενες μέρες η Ταξιαρχία ανέπτυξε αναγνωριστική και περιπολιακή δραστηριότητα προς το χωριό Σαν Λορέντζο και των οικισμών Μοναλντίνι και Μοντιτσέλι με σκοπό την εξακρίβωση των θέσεων του εχθρού. Οι θέσεις αυτές αποτελούσαν, όπως αποδείχθηκε, ισχυρά οχυρωμένες και ναρκοθετημένες παγίδες θανάτου και η παράκαμψή τους απαιτούσε ισχυρή υποστήριξη πυροβολικού και συντονισμένες επιθετικές ενέργειες. Η Ταξιαρχία είχε εισέλθει για τα καλά στη ζώνη του πυρός με απώλειες 15 νεκρούς και 34 τραυματίες. Την νύχτα της 14ης Σεπτεμβρίου άρχισε η γενική επίθεση της Ταξιαρχίας ενισχυμένης με συμμαχικά τεθωρακισμένα οχήματα και διμοιρίες πολυβόλων, με τα τρία τάγματα προς τρεις κατευθύνσεις. Τρεις μέρες αργότερα, έπειτα από σκληρές μάχες σώμα με σώμα και παρά την πείσμονα αντίσταση των επίλεκτων μονάδων της γερμανικής Μεραρχίας Αλεξιπτωτιστών, τα ελληνικά τάγματα κατέλαβαν το αεροδρόμιο του Ρίμινι και συνέχισαν την επιθετική τους προσπάθεια προς την ομώνυμη πόλη μέσα από διάσπαρτες ναρκοθετημένες αγροικίες και εχθρικά κωλύματα

Στις 19 Σεπτεμβρίου και ενώ οι Ελληνες μαχητές βρίσκονταν μόλις τέσσερα χιλιόμετρα από την πόλη, ο Τσακαλώτος τους έστειλε το ακόλουθο μήνυμα: «Καναδοί αμιλλώνται μετά Ταξιαρχίας εισέλθωσι πρώτοι εις Ρίμινι. Ρίμινι δέον είναι το έπαθλον των από δεκαήμερον σκληρών αγώνων της Ταξιαρχίας». Τις πρωινές ώρες της 21ης Σεπτεμβρίου το ΙΙ Τάγμα Πεζικού εισήλθε στην εγκαταλελειμμένη πόλη όπου υπεγράφη Πρωτόκολλο Παράδοσης του Ρίμινι άνευ όρων στις ελληνικές δυνάμεις. Το απόγευμα της ιδίας μέρας έλαβε χώρα στην πλατεία τελετή με την παρουσία αντιπροσωπειών των καναδικών και νεοζηλανδικών μονάδων για να αποδοθούν τιμές στην πολεμική σημαία του ΙΙ Τάγματος. Η πρώτη φάση των επιχειρήσεων είχε ολοκληρωθεί. Δύο χρόνια μετά τη μάχη του Ελ Αλαμέιν η Ταξιαρχία του Ρίμινι, όπως επικράτησε να αναφέρεται μετά τη νίκη της, έγραψε νέες σελίδες ιστορίας για την Ελλάδα τοποθετώντας την στο στρατόπεδο των νικητών. «Μετά το Ελ Αλαμέιν και το Μόντε Κασίνο, το Ρίμινι αποτέλεσε μια μεγάλη νίκη» θα σημειώσει ο διοικητής της 8ης Βρετανικής Στρατιάς στρατηγός Λις. Το έπος του Ρίμινι, ένα έπος ξεχασμένο και αποσιωπημένο, γράφτηκε με σκληρούς αγώνες και αίμα. Οι συνολικές απώλειες της Ταξιαρχίας στην Ιταλία ανήλθαν σε 116 νεκρούς (10 αξιωματικοί και 106 οπλίτες) και 316 τραυματίες (23 αξιωματικοί και 293 οπλίτες).

 

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: