Ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, μαζί με οκτώ περιφερειακούς βιομηχανικούς συνδέσμους, αναφέρουν σε υπόμνημα για το σχέδιο νόμου του υπουργείου Εργασίας, την καθιέρωση αιτιολόγησης της απόλυσης, κάτι που συνεπάγεται και την αναδιαμόρφωση των αποζημιώσεων.
Τη μείωση των αποζημιώσεων για απολύσεις εργαζομένων προτείνουν ο ΣΕΒ και οκτώ περιφερειακοί βιομηχανικοί σύνδεσμοι στο υπόμνημα αναφορικά με το σχέδιο νόμου του υπουργείου Εργασίας που καθιερώνει – μεταξύ άλλων – την υποχρέωση αιτιολόγησης της απόλυσης από την πλευρά του εργοδότη. Σε σχέση με το ύψος των αποζημιώσεων η ακριβής διατύπωση στο υπόμνημα, από την οποία συνάγεται το αίτημα για μείωσή τους, έχει ως εξής: «Αν η κυβέρνηση έχει σκοπό να εισάγει σύστημα αιτιολογημένης απόλυσης θα πρέπει να προβεί σε μία συνολική, και δη ριζική, αναμόρφωση του δικαίου απόλυσης, που να αντιμετωπίζει τόσο το ζήτημα της αιτίας της απόλυσης, όσο, και, μεταξύ άλλων, το ζήτημα της καταβολής νόμιμης αποζημίωσης, όχι κατ΄ ανάγκη στην κατεύθυνση της κατάργησής της, αλλά του εξορθολογισμού, τόσο του καταβαλλόμενου ποσού όσο και των περιπτώσεων που θα πρέπει να καταβάλλεται». Σημειώνεται ακόμη ότι με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο η αποζημίωση καταβάλλεται ακόμη και αν η καταγγελία οφείλεται σε υπαιτιότητα ή παράβαση των υποχρεώσεων του εναγομένου.
Οι βιομηχανικοί σύνδεσμοι ασκούν κριτική στη διάταξη για την αιτιολόγηση των απολύσεων, επισημαίνοντας ότι «επιχειρεί να επιβάλει στους εργοδότες διπλή υποχρέωση της δικαιολογίας / αιτιολόγησης της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του μισθωτού και να καταβάλουν ταυτόχρονα αποζημίωση, ακόμα και αν η καταγγελία οφείλεται σε σοβαρό λόγο – σε υπαιτιότητα του εργαζομένου, γεγονός που δημιουργεί υπέρμετρα και αδικαιολόγητα κόστη στις επιχειρήσεις και αποτελεί αντικίνητρο στους εργοδότες που επιθυμούν να πραγματοποιήσουν νέες θέσεις εργασίας, και οι οποίοι δραστηριοποιούνται σε ένα ήδη δύσκαμπτο και μη φιλικό προς νέες επενδύσεις επιχειρηματικό περιβάλλον».
Οι σύνδεσμοι της βιομηχανίας αναφέρουν ότι στην ελληνική αγορά εργασίας γίνονται περίπου 100.000 – 120.000 απολύσεις το μήνα, μεγάλο ποσοστό εκ των οποίων δημιουργούν μια τεράστια ανεκτέλεστη παραγγελία ως δικαστικές υποθέσεις, καθώς ήδη με τον υφιστάμενο νόμο προβλεπόταν τρίμηνο για να προσφύγει για την ακυρότητα ο εργαζόμενος και εξάμηνο προκειμένου να προσφύγει για την αποζημίωση. «Με τη νέα διάταξη, προστίθεται, όλες αυτές οι υποθέσεις θα καταλήξουν στη Δικαιοσύνη, αναστέλλεται αυτή η αποσβεστική προθεσμία και γίνεται αόριστη διότι, με τη νέα ρύθμιση, παρεμβάλλεται το ΣΕΠΕ που πρέπει να διατυπώσει γνώμη επί της διαφοράς και στη συνέχεια αρχίζει η αποσβεστική προθεσμία. Αν ανατρέξουμε στις διαδικασίες του ΣΕΠΕ και των εργατικών δικαστηρίων, μια απόλυση για να τελεσιδικήσει παίρνει και 2 και 3 χρόνια, με αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό της ανασφάλειας δικαίου και, παράλληλα, του διοικητικού βάρους για τις επιχειρήσεις και της αποδοτικότητας της αγοράς εργασίας. Παράλληλα, η νέα διάταξη επιβάλλει την γραπτή αιτιολόγηση του λόγου απόλυσης, η οποία θα δημιουργήσει έναν τεράστιο αριθμό δικαστικών διενέξεων είτε μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, είτε εργαζομένων μεταξύ τους, που θα αφορούν τόσο το κύρος της καταγγελίας όσο και αυτονοήτως ζητήματα συκοφαντικής δυσφήμισης, προσβολής προσωπικότητας και ενδεχομένως παραβίαση προσωπικών δεδομένων».
Αναφορικά εξάλλου με τα οικονομικά μέτρα που εξήγγειλε πρόσφατα ο πρωθυπουργός, ο ΣΕΒ επισημαίνει τα εξής:
-Η χρηματοδότηση των πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5% του ΑΕΠ -και των όποιων υπερπλεονασμάτων- μέσω της υπερφορολόγησης δεν είναι βιώσιμη και εμποδίζει την οικονομία να εισέλθει σε μία τροχιά υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης. Ιδιαίτερα όταν περικόπτονται δαπάνες από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, αλλά και λειτουργικές δαπάνες από νευραλγικούς τομείς του κράτους, όπως η υγεία και η παιδεία, οδηγώντας σε υποβάθμιση των υποδομών και της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών.
-Η μέχρι τώρα ανάκαμψη της οικονομίας δεν έχει βασιστεί στην αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Αντίθετα, η παραγωγικότητα παραμένει στάσιμη από το 2016 και η τάση βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας, με βάση την πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία, έχει αντιστραφεί από το 2017. Συνεπώς, είναι αβέβαιο το κατά πόσο η άνοδος της βιομηχανικής παραγωγής και των εξαγωγών θα μπορέσει να τροφοδοτεί την ανάκαμψη.
-Φιλοαναπτυξιακά μέτρα, όπως η αύξηση του συντελεστή αποσβέσεων των επενδύσεων και η επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών, αναμένεται να τονώσουν την επενδυτική δραστηριότητα και την απασχόληση και κρίνονται θετικά. Θα πρέπει ωστόσο να ενταχθούν σε μια συνολική οικονομική πολιτική που στοχεύει στην κάλυψη της αποεπένδυσης που συντελέστηκε κατά την περίοδο της κρίσης.