Στο δικηγορικό γραφείο του Αλέξανδρου Λυκουρέζου, για να περάσεις από τον χώρο της υποδοχής στα άδυτα του προσωπικού του γραφείου, ακολουθείς έναν σχεδόν δαιδαλώδη διάδρομο που περνά ανάμεσα σε κλειστές και ανοιχτές πόρτες των γραφείων των συνεργατών του και σε ράφια γεμάτα από κάθε είδους βιβλία. Φθάνοντας στο δικό του γραφείο, παρατηρείς ότι δεν υπάρχει σπιθαμή τοίχου, που να μην έχει καλυφθεί από φωτογραφίες αγαπημένων του προσώπων, σκίτσα γελοιογράφων που έχουν δημοσιευθεί στον τύπο, αποκόμματα ελληνικών και αλλοδαπών εφημερίδων και διάφορα εξίσου αγαπημένα του ντοκουμέντα. Οι πιο πολύτιμες ίσως μνήμες του είναι τοποθετημένες εκεί, γύρω από τον ίδιο που κάθεται στο έπιπλο – γραφείο του και σε κοιτάζει σχεδόν διερευνητικά, δίνοντάς σου κάποια λίγα δευτερόλεπτα για να του κάνεις την καλύτερη δυνατή πρώτη εντύπωση.
Τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο τον πρωτογνώρισα πριν από περίπου οκτώ χρόνια, συμμετέχοντας στην έκδοση του βιβλίου του Γεώργιου Π. Μαλούχου για τα 100 χρόνια ιστορίας του δικηγορικού γραφείου Λυκουρέζου. Φτάνοντας λοιπόν στην οδό Δημοκρίτου σκεφτόμουν ότι η διαρρύθμιση του γραφείου του είναι μια ζωντανή, αρχιτεκτονική αποτύπωση της ίδιας της προσωπικότητάς του. Για να φτάσεις στα ενδότερα του πνεύματος και της σκέψης του, πρέπει πρώτα να διασχίσεις έναν λαβύρινθο ιδεών, γνώσεων, σκέψεων και αφηγήσεων. Στο τέλος του λαβύρινθου αυτού βρίσκεται μία από τις γοητευτικότερες προσωπικότητες της εποχής μας.
Ξεκινάμε;
Ναι, αλλά πριν ξεκινήσουμε, Γιάννη, θα ήθελα να σου ζητήσω να μην γίνει καμία αναφορά στη Ζωή.
Μου το ξεκαθαρίσατε από την πρώτη κιόλας συνομιλία μας και φυσικά το σέβομαι απόλυτα. Θα ήθελα ξεκινώντας να μου περιγράψετε μία από τις πρώτες αναμνήσεις της ζωής σας.
Μία από τις πιο ζωντανές μνήμες της παιδικής μου ηλικίας είναι από την Αθήνα της Κατοχής. Δεν είχα κλείσει καλά καλά τα επτά μου χρόνια και περπατώντας στον δρόμο είδα να περνάει από μπροστά μου ένας Γερμανός στρατιώτης. Μιλούσα γερμανικά και αισθανόμενος την ανάγκη να αντισταθώ εντός εισαγωγικών, το λέω και γελάω, του είπα «Du bist ein schwein», που σημαίνει «Είσαι ένα γουρούνι». Φυσικά αυτός γέλασε αμήχανα και με προσπέρασε.
Ήδη σε ηλικία 11 ετών κρατούσατε βιβλίο εσόδων – εξόδων όπου καταγράφατε τα έσοδα σας από το χαρτζιλίκι των γονέων αλλά και έξοδα σας για «εφημερίδα, στραγάλια καθώς και για τα λυκόπουλα»
Πράγματι, αλλά δεν το συνέχισα.
Η σχέση σας με το χρήμα ποια είναι;
Άθλια…
Δηλαδή;
Θα μπορούσα ίσως να συγγράψω την ηθική πλευρά της σπατάλης!
Σας γνωρίζουν όλοι, ως τον πιο πετυχημένο Έλληνα δικηγόρο των τελευταίων δεκαετιών. Λίγοι όμως γνωρίζουν, ότι ήσασταν από τους αμελείς φοιτητές της νομικής.
Να κάνω εδώ μία διόρθωση, αν μου επιτρέπεις Γιάννη…Δεν είμαι ο πιο πετυχημένος. Είμαι ένας από τους πολλούς που έχουν πετύχει σε αυτό το επάγγελμα. Στο Πανεπιστήμιο, πάντως, είναι αλήθεια ότι υπήρξα αμελής. Δεν πήγαινα τακτικά στο Πανεπιστήμιο γιατί τότε είχα το πάθος του θεάτρου. Περισσότερες ώρες περνούσα στα παρασκήνια και στις κουίντες, παρά στις αίθουσες της Νομικής Σχολής. Χρωστούσα θυμάμαι, όλα τα μαθήματα του δευτέρου έτους και έβαλα στοίχημα τότε, με φίλους μου, ότι θα κατάφερνα να τα περάσω όλα, κατά τη διάρκεια του τρίτου έτους. Το κέρδισα…
Ασχολούμενος με την υποκριτική, είχατε υποδυθεί και τον Ιωάννη Καποδίστρια, σωστά;
Ναι. Είχαμε κάνει μια ανάγνωση του έργου του Θεόφιλου Φραγκόπουλου, με τίτλο Καποδίστριας, στο σπίτι του μετέπειτα Προέδρου της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνου Τσάτσου…στην οδό Κυδαθηναίων.
Τι ήταν αυτό που μεσολάβησε τελικά και σας έκανε να εγκαταλείψετε τη μεγάλη σας αγάπη για το θέατρο;
Μερικά πράγματα συμβαίνουν εντελώς αιφνιδιαστικά. Κατά τις πρώτες μου ημέρες στη Χαϊδελβέργη, όπου πήγα για μεταπτυχιακές σπουδές, γνώρισα τη θεατρική ομάδα του Πανεπιστημίου. Τους πλησίασα, τους έπεισα ότι είμαι ένας … ταλαντούχος … υπό εκκόλαψη σκηνοθέτης και ετοιμάσαμε να ανεβάσουμε δύο μονόπρακτα του William Saroyan. Έναν μήνα αργότερα ύστερα από πρόταση του Γιώργου Αλέξανδρου Μαγκάκη, παρακολούθησα το μάθημα ενός Γερμανού καθηγητή με το όνομα Γκάλας, ο οποίος δίδασκε ποινικό και φιλοσοφία του δικαίου. Αυτό ήταν. Αποκαλύφθηκε ξαφνικά μπροστά μου όλη η γοητεία και το ενδιαφέρον του ποινικού. Επέστρεψα στη θεατρική ομάδα, τους ανακοίνωσα ότι θα αφοσιωθώ στη μελέτη του ποινικού δικαίου, τους ζήτησα συγνώμη και αυτοί μου χάρισαν ένα βιβλίο με ευχές για καλή σταδιοδρομία.
Ήσασταν νέος στην Αθήνα του ’50 και του ’60, είστε βέρος Κολωνακιώτης και ιδρυτικό μέλος ενός από τα ιστορικότερα αθηναϊκά κλαμπ, της Αθηναίας. Πώς προέκυψε αυτό;
Εκείνη την εποχή, η νυχτερινή ζωή της Αθήνας ήταν πολύ περιορισμένη. Υπήρχαν τρία τέσσερα ευρωπαϊκά, ας πούμε, μαγαζιά και υπήρχαν και κάποια ρεμπετάδικα. Την Αθηναία, την φτιάξαμε με μια παρέα φίλων, ανάμεσά τους ήταν και ο Σπύρος Μερκούρης. Το ξεκινήσαμε ως έναν χώρο για να διασκεδάζουμε αλλά εξελίχθηκε στο πιο δημοφιλές νυχτερινό κέντρο της Αθήνας. Τα καλοκαίρια μεταφερόταν στον ιππόδρομο στο Φάληρο. Γνώρισε μεγάλες δόξες με πιανίστα τον περίφημο Lev.
Συχνάζατε όμως και σε ρεμπετάδικο της Ν. Φιλαδέλφειας, έτσι δεν είναι;
Ναι. Ήταν ένα υπέροχο ρεμπετάδικο που έπαιζε ο Δασκαλάκης και πήγαινα εκεί κυρίως με την καλλιτεχνική παρέα. Με τη Μελίνα, τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, τον Σπύρο Μερκούρη, την Τζένη Καρέζη. Αξέχαστες βραδιές… Στη ρεμπέτικη μουσική με εισήγαγε ο Μάνος Χατζιδάκις. Μαζί του πρωτάκουσα ρεμπέτικα που αμέσως με κατέκτησαν.
Ενώ πάντως τα βράδια διασκεδάζετε σε νυχτερινά κλαμπ και ρεμπετάδικα ταυτόχρονα συμμετέχετε σε πολιτικές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις.
Και τρώω το πρώτο ξύλο της ζωής μου…
Από ποιον;
Από τον ίδιο τον τότε Διευθυντή των Τεθωρακισμένων της Αστυνομίας. Σε μία από τις διαδηλώσεις για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, ενώ βρισκόμουν στα Χαυτεία, στη συμβολή Αιόλου και Πανεπιστημίου, βρέθηκα στον δρόμο του και εισέπραξα πολύ ξύλο. Με τον πατέρα μου, μάλιστα να είναι τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης.
Ποια ήταν η αντίδραση του;
Αμήχανα σιωπηλή … παρόλο που δεν συμφωνούσε με την αστυνομική βία.
Η σχέση σας με την εξουσία ποια είναι; Γεννηθήκατε σε ένα σπίτι βαθιά πολιτικό. Και ο παππούς σας και ο πατέρας σας διετέλεσαν υπουργοί αλλά και εσείς αναμειχθήκατε με την πολιτική.
Ναι, αλλά δεν είχα ποτέ πολιτική εξουσία: είτε δεν το επεδίωξα, είτε δεν μου δόθηκε μια καλή ευκαιρία για να την αρπάξω. Δοκίμασα στις εκλογές του ’74, ως υποψήφιος βουλευτής Μεσσηνίας με την Ένωση Κέντρου, αλλά τελικά εξελέγην βουλευτής της Α’ Αθηνών, πολλά χρόνια αργότερα, το 2000, με τη Νέα Δημοκρατία. Τρία χρόνια αργότερα, ύστερα από την ψήφιση του ασυμβίβαστου αποχώρησα. Μπήκα στην πολιτική αργά και έφυγα νωρίς.
Ποια ήταν η πρώτη μεγάλη σας δικηγορική επιτυχία;
Η αθώωση του εκδότη της εφημερίδας Ελευθερία, Πάνου Κόκκα, εναντίον του οποίου είχε ασκηθεί ποινική δίωξη για συκοφαντική δυσφήμιση, ύστερα από μηνυτήρια αναφορά της Εμπορικής Τράπεζας. Ήταν μια πολύ μεγάλη δίκη που οδήγησε στην πανηγυρική απαλλαγή του Κόκκα. Ως υπεράσπιση, με τον Κώστα Στεφανάκη και τον Μήτσο Παπασπύρου, αποδείξαμε ότι όσα σκάνδαλα είχε καταγγείλει η εφημερίδα είχαν πραγματικά συμβεί.
Θυμάστε και την πιο έντονη ήττα σας στο δικαστήριο;
Δεν θυμάμαι ήττες. Όσες υπήρξαν τις έχω διαγράψει.
Ήθελα να σας ρωτήσω για το πώς διαχειρίζεστε γενικώς τις ήττες στη ζωή σας αλλά μάλλον μου απαντήσατε.
Όλοι έχουμε και ήττες. Μέσα από τις ήττες λοιπόν μπορείς να αξιολογήσεις και να εκτιμήσεις τις νίκες σου. Η νίκη και η ήττα βρίσκονται σε μια διαλεκτική σχέση όπως η ζωή και ο θάνατος. Συνεπώς τις διαχειρίζεται κανείς ανάλογα με τις συνθήκες και ανάλογα με την ένταση και το μέγεθος της κάθε νίκης και της κάθε ήττας.
Οι Νew York Times σάς έχουν χαρακτηρίσει ως τον «κορυφαίο Έλληνα νομικό», ο Economist ως τον «καλύτερο Έλληνα ποινικολόγο», η Corriere della Sera ως «πρίγκιπα της ποινικής δικηγορίας»…
Δεν κατάφερα να τους ξεγελάσω…!
Επειδή, παρά τα όσα λέτε, παραμένει αντικειμενικό γεγονός ότι εσείς φτάσατε στην κορυφή…Θα ήθελα να μου πείτε πώς είναι εκεί;
Κάνει κρύο το χειμώνα και ζέστη το καλοκαίρι!
Είναι αγχωτικό ή απολαυστικό;
Να είμαστε ειλικρινείς. Είναι απολαυστικό. Προκαλείς χειροκροτήματα αλλά προκαλείς και φθόνο, λιθοβολισμούς, δίκαιους ή άδικους. Ακόμα όμως κι έτσι, ομολογώ ότι το επιδιώκεις!
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, φεύγετε από την Ελλάδα και ζείτε στο Παρίσι και στο Λονδίνο.
Όταν έγινε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, υπήρξα αμέσως αντίθετος με την δικτατορία, ο πατέρας μου φυλακίσθηκε και κάποια στιγμή αναγκάστηκα να φύγω από την Ελλάδα. Με την πρώτη μου σύζυγο Αλίσια απέκτησα στο Λονδίνο τον Ιάσωνα και την Μαρίνα. Παράλληλα, εργαζόμουν προσφέροντας διάφορες νομικές συμβουλές σε αλλοδαπούς και Έλληνες.
Ανάμεσα σε αυτούς που γνώρισα και συνεργάστηκα στο Λονδίνο και στο Παρίσι ήταν και ο συνθέτης Βαγγέλης Παπαθανασίου.
Εκείνη την περίοδο, αν δεν κάνω λάθος, μεσολαβείτε για να επανασυνδεθούν, ο Μίκης Θεοδωράκης και η Μελίνα Μερκούρη με τον Μάνο Χατζηδάκι.
Στην περίοδο της δικτατορίας λοιπόν, η Μελίνα στρατεύθηκε δυναμικά και στην Ευρώπη και στην Αμερική εναντίον της χούντας. Ο Μίκης είχε τη δική του αντιδικτατορική δράση και κάποια στιγμή ήρθε στο Παρίσι, ενώ ο Μάνος με βάση τη Νέα Υόρκη και την Αθήνα, είχε κάποιες επαφές με τον Μακαρέζο και άλλα στελέχη της χουντικής κυβέρνησης. Αυτό είχε πικράνει και εξοργίσει, περισσότερο τη Μελίνα αλλά και τον Μίκη επίσης. Γύρω στο ’70 λοιπόν πήρα την απόφαση να τους συμφιλιώσω, ως γεφυροποιός. Θυμάμαι σαν τώρα τη συνάντησή μας με τον Μάνο στο Παρίσι. Είχε έρθει από την Αμερική και είχε μόλις ολοκληρώσει τη σύνθεση του έργου του Μελισσάνθη. Αυτό αποτέλεσε μια πολύ καλή ευκαιρία για να σπάσει αρχικά ο πάγος, αφού με τον Μίκη ήμασταν από τους πρώτους που ακούσαμε το έργο αυτό. Έπειτα ήρθε η δεύτερη φάση της συμφιλίωσης. Ο Μίκης, ο Μάνος κι εγώ πήγαμε στο σπίτι του Τζούλι και της Μελίνας. Παρών ήταν και ο Κακογιάννης. Όταν άνοιξε η πόρτα, έπεσε ο Μάνος στην αγκαλιά της Μελίνας και η Μελίνα στην αγκαλιά του Μάνου και αφού μιλήσαμε και γελάσαμε, ο Μάνος κάθησε στο πιάνο, άρχισε να παίζει διάφορα τραγούδια του, η Μελίνα καθισμένη στο πάτωμα δίπλα του και ο Μίκης όρθιος συνόδευαν τον Μάνο τραγουδώντας ενώ εγώ φωτογράφιζα.
Φιλία τι είναι για εσάς;
Αφοσίωση. Και το να είσαι πάντα έτοιμος.
Μετά την πτώση της χούντας επιστρέφετε στην Αθήνα και καλείστε να ξεκινήσετε την καριέρα σας ουσιαστικά και πάλι από την αρχή. Πώς είναι να ξαναρχίζει κανείς από το μηδέν;
Δύσκολο πολύ, αλλά όχι ακατόρθωτο. Το δικηγορικό μου γραφείο όπως σου είπα, φεύγοντας από την Ελλάδα το έκλεισα. Κι επειδή ο πατέρας μου, όταν πέθανε το 1968, μετά από τόσα χρόνια στην πολιτική, άφησε στην Εθνική Τράπεζα μόνον χρέη, αναγκαστήκαμε η μητέρα μου, ο αδερφός μου, και εγώ να αποποιηθούμε την κληρονομιά. Ξαναξεκίνησα λοιπόν τη δικηγορία, νοικιάζοντας ένα μικρό γραφείο στην οδό Σόλωνος με δάνειο, από έναν πολύ καλό και πολύτιμό μου φίλο, τον Χριστόφορο Στράτο, ο οποίος ποτέ δεν μου ζήτησε την επιστροφή του και γι’ αυτό τον θυμάμαι πάντοτε με ευγνωμοσύνη. Αυτή ήταν η βάση για να ξαναρχίσω την πορεία μου, με κάποιους παλιούς πελάτες. Σιγά – σιγά, άρχιζα να χτίζω πάλι τη δικηγορική μου δραστηριότητα, που είχα αρχίσει πριν το πραξικόπημα.
Περνούν δύο ή τρεις μήνες και αποφασίζετε να καταθέσετε μήνυση κατά των πρωταιτίων της χούντας με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Πώς σάς έρχεται αυτή η ιδέα; να τα βάλετε με το ακατόρθωτο; Πώς την παίρνετε αυτήν την απόφαση;
Ήταν Αύγουστος του 1974 και με απασχολούσε έντονα το γεγονός ότι οι πραξικοπηματίες κυκλοφορούσαν ελεύθεροι σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. «Να κάνουμε μήνυση», είπα στον τότε συνεργάτη μου και εξαιρετικό νομικό Πέτρο Μακρή – Στάικο και αυτό έγινε. Στις 9 Σεπτεμβρίου πήγα και την κατέθεσα. Με το που διάβασε την πρώτη της σελίδα, ο εισαγγελέας υπηρεσίας … ταράχθηκε και με αμηχανία την παρέλαβε. Αυτή ήταν η αφετηρία για να οδηγηθούν οι πρωταίτιοι της χούντας στο δικαστήριο και να καταδικαστούν τον Αύγουστο του 1975. Και με την αφορμή αυτή θα ήθελα να πω το εξής: Πολλοί συνάδελφοι μού άσκησαν τότε σκληρή κριτική διότι όπως ισχυρίζονταν είχα κακώς περιορίσει τη μήνυση μου μόνο στο αδίκημα της εσχάτης προδοσίας και δεν είχα συμπεριλάβει το αδίκημα της στάσης που προέβλεπε ο στρατιωτικός ποινικός κώδικας. Το έκανα όμως σκόπιμα. Αν είχα συμπεριλάβει και το αδίκημα αυτό, αρμοδιότητα θα είχε πλέον η στρατιωτική δικαιοσύνη, στην οποία, την περίοδο εκείνη, δεν μπορούσες να είχες εμπιστοσύνη. Μετά από εμένα ακολούθησαν και άλλες μηνύσεις, όπως του Βαγγέλη Γιαννόπουλου και άλλων. Έτσι απόκτησα τον τίτλο του πρώτου μηνυτή της χούντας.
Όταν καταθέτατε τη μήνυση, είχατε συναίσθηση για το τι θα σήμαινε αυτή η πράξη σας και εθνικά αλλά και προσωπικά και επαγγελματικά για εσάς;
Όταν το ξεκίνησα όχι. Δεν είχα ιδέα. Όταν όμως ήρθαν οι πρώτες αντιδράσεις του κόσμου, αντιλήφθηκα πλήρως αυτό που θα ακολουθούσε. Γνώρισα ένα μεγάλο κύμα συγχαρητήριων και επιδοκιμασιών αλλά και πολλών απειλών. Δεκαπέντε πάντως χρόνια μετά πήρα μια άλλη πρωτοβουλία, που προκάλεσε αντίθετα συναισθήματα και υποστήριξα, ότι είχε φτάσει ο καιρός να βγουν από την φυλακή. Το ’74 ήταν πολιτικά, νομικά και κοινωνικά σωστό να καταδικαστούν. Ήταν ένα παράδειγμα που έπρεπε να δοθεί. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα τα πράγματα είχαν αλλάξει. Και αυτό ήταν κάτι που υποστήριξε και ο αγωνιστής της αριστεράς, Ανδρέας Λεντάκης.
Έχετε γνωρίσει την Ελλάδα της Κατοχής, της Απελευθέρωσης, της Μεταπολίτευσης,της περιόδου της ευημερίας του 2004 και έχετε και την εικόνα τη σημερινή, που μόνο ως θετική δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Πιστεύετε, ότι υπάρχει ελπίδα;
Πάντοτε υπάρχει ελπίδα. Υπάρχει ελπίδα και προσδοκία…Το θέμα είναι πόσο επενδύεις στην ελπίδα και ποια είναι η συμμετοχή και η συμβολή σου στο να υλοποιηθεί το όραμα των στόχων που έχεις. Είναι η επιλογή του καθενός.
Η δική σας επιλογή, σήμερα ποια είναι;
Είναι αποκλειστικά η δικηγορία και μάλιστα σε ευρύ φάσμα. Έχω διευρύνει τον κύκλο των υποθέσεων που χειρίζομαι. Δεν περιορίζομαι μόνο στο ποινικό. Ασχολούμαι και με θέματα εμπορικού και οικονομικού δικαίου, έχοντας στο γραφείο μου ένα επιτελείο νέων και εκλεκτών συναδέλφων. Εργάζομαι από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ κουβαλώντας πολυετή εμπειρία και εφηβική δυναμική …!!
Ένας άνδρας που βαδίζει προς το μέσον της όγδοης δεκαετίας τη ζωής του, πώς αντικρίζει το μέλλον;
Βαδίζω μεν στην όγδοη δεκαετία της ζωής μου αλλά είμαι αθεράπευτα παγιδευμένος στην εφηβεία μου. Και υπάρχει και ένα πολύ όμορφο σχετικό τετράστιχο: Στα 80 περπατώ, στα 100 θα φτάσω και τότε θα σκεφτώ, αν θέλω να γεράσω. Συνεπώς έχω μία προοπτική τουλάχιστον είκοσι ετών ακόμα, γεμάτα από εργασία και εμπειρίες. Όσο ο Θεός μού δίνει υγεία, ελπίζω, εργάζομαι και προχωρώ.
Κλείνοντας θα ήθελα να σας κάνω μια σειρά από σύντομες ερωτήσεις.
Βεβαίως.
Ποιο είναι το τελευταίο πράγμα που κάνετε, πριν μπείτε στην αίθουσα του δικαστηρίου για μια μεγάλη υπόθεση;
Μελετώ εξαντλητικά το υλικό της δικογραφίας.
Ποιο είναι το πιο απαραίτητο αντικείμενο πάνω στο γραφείο σας;
Τα πολλά στυλό μου.
Ποιο είναι το ρεκόρ των ραντεβού που είχατε σε μία ημέρα;
Μπορεί να έφτασαν και δέκα.
Να κερδίσει ο Παναθηναϊκός το πρωτάθλημα στο ποδόσφαιρο ή η Εθνική Ελλάδος το Μundial;
Και τα δύο.
Να ήσασταν διευθυντής της συμφωνικής ορχήστρας του Βερολίνου ή πρωταγωνιστής του Φελίνι;
Διευθυντής της ορχήστρας του Βερολίνου. Χωρίς κανένα δίλημμα.
Να ήσασταν ο κατήγορος του Ιούδα ή του Εφιάλτη;
Κανενός. Δεν μου αρέσει ο ρόλος του κατηγόρου.
Συνήγορος τότε του Ιούδα ή του Εφιάλτη;
Του Ιούδα
Tι είναι για εσάς ένας άνδρας με status;
Ένας άνδρας καταξιωμένος σε αυτό που κάνει, που αγαπάει, για το οποίο έχει μεράκι και που συνεχώς διεκδικεί.
manofstatus.com -Φωτογραφίες: Λευτέρης Σιαράπης
ΚΑΚΟΧΡΟΝΟ ΚΑΙ ΚΑΚΟΨΟΦΟ ΝΑΧΕΙΣ