Εκτός από την οικονομία, η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών συρρίκνωσε και τη γεννητικότητα στην Ελλάδα, διαπιστώνει έκθεση του ΔΝΤ, η οποία μάλιστα προειδοποεί για πιθανές επιπτώσεις στη μελλοντική εισροή εργατικού δυναμικού και στην ανάπτυξη.
Στην έκθεσή του Παγκόσμιες Οικονομικές Προοπτικές, τμήμα της οποίας δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, το ΔΝΤ αναφέρει ότι στα ευρωπαϊκά κράτη που υπέστησαν διπλή ύφεση, όπως η Ελλάδα και η Ισπανία, ο δείκτης γονιμότητας (δηλαδή, ο μέσος αριθμός παιδιών για κάθε γυναίκα) μειώθηκε από το 1,5 το 2008 στο 1,3 περίπου το 2016.
Την ίδια στιγμή ο μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Ενωσης έφθανε το 1,6 το 2016. Μάλιστα, όπως προκύπτει από την έκθεση, ενώ ο ελληνικός δείκτης είχε σταθερά ανοδική πορεία από το 2000 έως το 2008, φθάνοντας το 1,5, στη συνέχεια έκανε κάθετη πτώση, καταλήγοντας στο 1,29 το 2013. Εκτοτε παρουσιάζει ισχνή μόνο ανάκαμψη.
Το Ταμείο έχει εξάλλου συνδέσει την γήρανση του πληθυσμού τις επόμενες δεκαετίες με τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που αναμένει στην Ελλάδα (1,5%) αλλά και με την πίεση που συνεχίζει να ασκεί η γήρανση του πληθυσμού για παρεμβάσεις στο συνταξιοδοτικό και τις οποίες επιχειρεί να αντικρούσει η κυβέρνηση.
«Τα σταθερά χαμηλά ποσοστά γονιμότητας κατά την τελευταία δεκαετία μπορεί να επηρεάσουν τη μελλοντική εισροή εργατικού δυναμικού και έτσι να αποδυναμώσουν την πιθανή ανάπτυξη μακροπρόθεσμα» προειδοποιεί το ΔΝΤ.
Εξίσου απογοητευτική είναι η εικόνα που προκύπτει από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για τον αριθμό των γεννήσεων στη χώρα μας: Απο τις 118.302 γεννήσεις το 2008, κατρακυλήσαμε στις 88.553 πέρυσι, δηλαδή 25% χαμηλότερα. Μόλις προχθές τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ έδειξαν ότι οι γεννήσεις υποχώρησαν κατά 4,7% σε σχέση με το 2016, ενώ αντιθέτως οι θάνατοι αυξήθηκαν κατά 4,8%, φθάνοντας τους 124.501.
Το ΔΝΤ διαπιστώνει ότι «τη δεκαετία πριν από την κρίση, ο συνολικός δείκτης γονιμότητας αυξήθηκε σε πολλές ανεπτυγμένες οικονομίες, για να υποχωρήσει αργότερα», κυρίως εξαιτίας της εκτίναξης της ανεργίας που προκάλεσε η κρίση.
Οι αναλυτές του Ταμείου εκτιμούν ότι ο περιορισμός του δείκτη οφείλεται και σε κοινωνιολογικούς παράγοντες, όπως η μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας και η επιθυμία για οικογένειες μικρότερου μεγέθους.