Πριν από λίγα χρόνια, μια δημοσιογράφος με αποδεδειγμένα καλή προαίρεση με παρακάλεσε να μην χρησιμοποιώ τη λέξη «λαθρομετανάστης», γιατί αυτό με κακοχαρακτηρίζει σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας, που σε μεγάλο βαθμό συμφωνεί με τα λεγόμενα και γραφόμενά μου. Όταν επιχειρηματολόγησα ότι η λέξη «λαθρομετανάστης» είναι σύνθετη και ότι αφορά τον μετανάστη που πέρασε λαθραία τα σύνορα και ότι αποτελεί μέρος ακόμα και του εν ισχύ νομικού πλαισίου της χώρας μας, μου είπε με βεβαιότητα ότι και αυτό θα αλλάξει.
Στη συνέχεια γράφτηκε στον Τύπο ότι ξοδεύτηκαν δεκάδες εκατομμύρια ευρώ για να περάσει αυτή η άποψη στην Ελλάδα, να τρομοκρατηθούν οι δημοσιολογούντες και να πάψουν να την χρησιμοποιούν.
Η επιχειρηματολογία ότι στην ελληνική γλώσσα υπάρχουν εν χρήσει σύνθετες λέξεις όπως λαθροθήρας, λαθροκυνηγός, λαθρεπιβάτης, λαθραναγνώστης, λαθρέμπορας και σωρεία άλλων με το ίδιο πρώτο συνθετικό δεν βρίσκει ευήκοα ώτα, γιατί πρόκειται για κάτι που έχει προαποφασιστεί αλλού, έχουν πέσει χρήματα για εξαγορά συνειδήσεων και εκφοβισμό, και άρα δεν υπάρχει πεδίο διαλόγου και λογικής αντιπαράθεσης. Όποιος χρησιμοποιεί τη λέξη λαθρομετανάστης, είναι ακροδεξιός και φασίστας.
Μετά από όλα αυτά, ακολούθησε και η απόφαση του Αρείου Πάγου με την οποία διεγράφη από την ελληνική η λέξη «λαθρομετανάστης», μια διαγραφή που αφορά μόνον τη νομική χρήση της και τις αποφάσεις των δικαστηρίων. Έτσι έδεσε το… γλυκό.
Όσο γίνεται αυτή η επιχείρηση τρομοκράτησης των Ελλήνων από ξένα και ντόπια κέντρα, ακόμα και για τη χρήση μιας εννοιολογικά καθ’ όλα σωστής ελληνικής λέξης, είναι σε εξέλιξη και πολλές άλλες επιχειρήσεις που εντάσσονται σε ένα ευρύτερο σχέδιο – απαξίωσης των εθνικών συνόρων, απαγόρευσης του δικαιώματος μιας χώρας να επιλέγει αυτή ποιοι ξένοι θα κατοικήσουν στην επικράτειά της, εργαλειοποίησης των μεταναστών και των προσφύγων, κτλ.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, που ενστερνίζεται σε μεγάλο βαθμό –για να μην πω απόλυτα– η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ-Παπακώστα, η Ελλάδα, υιοθετώντας την πολιτική των ανοικτών συνόρων, από τον Ιανουάριο του 2015 αποτέλεσε την κύρια πύλη εισόδου ξένων υπηκόων στο έδαφος της Ελλάδας και από εκεί, με το απίστευτο «εξαφανίζονται» της τότε αρμόδιας υπουργού, σε διάφορες χώρες της Ευρώπης.
Εκείνη τη χρονιά πέρασαν από την Ελλάδα, και εκείθεν στην Ευρώπη, σχεδόν ένα εκατομμύριο ξένοι υπήκοοι, λαθρομετανάστες και πρόσφυγες, που είναι ο μεγαλύτερος αριθμός στην ιστορία της Ευρώπης για διάστημα ενός χρόνου.
Ασχέτως αν η εισροή των ανθρώπων αυτών εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Μέρκελ και των βιομηχάνων της Γερμανίας, που λόγω γήρανσης του πληθυσμού έχουν ανάγκη για εργατικό δυναμικό τις επόμενες δεκαετίες, γεγονός είναι ότι η κατάσταση αυτή έθεσε σε απίστευτη δοκιμασία τις κοινωνίες και κατ’ επέκταση τις κυβερνήσεις των κρατών της ΕΕ, που είδαν να αναπτύσσονται ριζοσπαστικά ρεύματα τα οποία ανέτρεψαν τις μέχρι τότε υφιστάμενες πολιτικές ισορροπίες.
Πέραν των ακροδεξιών και εθνικιστικών κομμάτων, σοβαρά τμήματα των κοινωνιών των χωρών της ΕΕ που μέχρι τότε ψήφιζαν διάφορα κόμματα –αριστερά, κεντρώα ή δεξιά–, αντανακλαστικά, βλέποντας τις γειτονιές τους να αλλάζουν χωρίς τη δική τους βούληση, χωρίς να τους ρωτήσει κανείς, όπως επιβάλλει το δημοκρατικό καθήκον, βλέποντας να κινδυνεύουν να χάσουν τη γειτονιά, την πόλη και τη χώρα τους από ανθρώπους που ήλθαν χωρίς διαδικασίες και χωρίς να υπάρχουν δυνατότητες ομαλής κοινωνικής και πολιτισμικής ενσωμάτωσης, ριζοσπαστικοποιήθηκαν και στράφηκαν εναντίον των κυβερνήσεων και εναντίων των ξένων που ήλθαν απρόσκλητοι να τους αλλάξουν τον τρόπο ζωής.
Για παράδειγμα, ορισμένοι λαοί όπως ο ελληνικός, που πολέμησαν και έχυσαν αίμα για να αποτινάξουν τον ζυγό της τζιχάντ (γιατί η οθωμανική σκλαβιά ήταν σκλαβιά της τζιχάντ, ο οθωμανικός στρατός έκανε «ιερούς επεκτατικούς πολέμους» στο όνομα της τζιχάντ), είδαν ξαφνικά τη χώρα τους να αλώνεται από μουσουλμάνους, οι οποίοι πάνω από το έθνος και το κράτος τους αλλά και πάνω από τους νόμους του κράτους που τους φιλοξενεί, έχουν το Κοράνι και την τζιχάντ.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η πολιτική των ανοικτών συνόρων του διδύμου της συμφοράς Τσίπρα-Χριστοδουλοπούλου ήταν που «ξύπνησε» τον Ερντογάν (κατά την παροιμία «το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη»), ο οποίος όταν είδε ότι η Ελλάδα είναι στην κυριολεξία ξέφραγο αμπέλι, άρχισε να διοχετεύει στα ελληνικά νησιά ξένους υπηκόους από δεκάδες χώρες, οι περισσότερες μουσουλμανικές, σμπαραλιάζοντας τα ελληνικά σύνορα, διαλύοντας τα νησιά κυρίως του βορείου Αιγαίου και εκβιάζοντας την Ευρώπη, η οποία ήδη δεχόταν πίεση από τα ενισχυμένα κόμματα της ριζοσπαστικής Δεξιάς.
Όταν το πρόβλημα πήρε τεράστιες διαστάσεις –σε βαθμό που οδηγεί στην αλλαγή της Ευρώπης, είναι η μόνη εξαγγελία του ΣΥΡΙΖΑ στην οποία επαληθεύτηκε, όντως άλλαξε την Ευρώπη–, η ΕΕ δέχτηκε να μπουν φράχτες στο δρομολόγιο από την Ελλάδα προς την Ευρώπη, και υποχρέωσε τη χώρα μας, για να μην είναι πλέον ελκυστική στους ξένους, να δημιουργήσει τα νέα Γκουαντάναμο στη Μόρια, τη Χίο και τη Σάμο, όπου εξευτελίζεται η ανθρώπινη ύπαρξη.
Όσο για τους πρόσφυγες, υπάρχει λύση και μάλιστα ασφαλής. Θα μπορούσαν όλες οι χώρες της ΕΕ, ο Καναδάς και οι ΗΠΑ, να ανοίξουν τα προξενεία τους στην Τουρκία, την Ιορδανία και το Λίβανο, να δίνουν χαρτιά και βίζες, να βάζουν τρένα, λεωφορεία και αεροπλάνα και να τους μεταφέρουν στις χώρες τους με ασφάλεια και όχι να τους αφήνουν έρμαιο στους εμπόρους ψυχών και των μηχανισμών του Ερντογάν, για να θαλασσοπνίγονται στο Αιγαίο και όπου αλλού.
Το ίδιο ισχύει και για το εργατικό δυναμικό που έχουν ανάγκη οι Γερμανοί βιομήχανοι. Βίζα από τα προξενεία και όχι εισβολή στην Ελλάδα και την Ιταλία.
Το πρώτο λύνει το προβλήματα· το δεύτερο δημιουργεί προβλήματα, και οι μόνοι που εξυπηρετεί είναι ο Σόρος και τα κέντρα που θέλουν να διαλύσουν τα κράτη, και οι ιδιοκτήτες ΜΚΟ.
Και μια που μιλήσαμε για ΜΚΟ, έχει πέσει τόσο χρήμα στην «αγορά», που έχουν εξαγοραστεί ακόμα και ολόκληρες κυβερνήσεις. Παρεμπιπτόντως, μια κυβέρνηση που σέβεται τον άνθρωπο, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια των υπηκόων της αλλά και των ξένων, πρέπει να ψηφίσει νόμο που θα ελέγχει αυστηρά τις ΜΚΟ και θα απαγορεύσει σε πολιτικούς και τα συγγενικά τους πρόσωπα να έχουν οποιαδήποτε σχέση με ΜΚΟ. Γιατί πολλά ακούγονται για κάποιους πολιτικούς – ονόματα δεν λέμε, υπολήψεις δεν θίγουμε.