Από τις 19 Αυγούστου 1981 και μέχρι σήμερα, σχεδόν 40 χρόνια μετά δηλαδή, κάποιοι αναζητούν τα ίχνη της μικρής –τότε- Άννας Τριανταφυλλίδη η οποία εξαφανίστηκε μυστηριωδώς μπροστά στα μάτια της μητέρας της.
Το περιστατικό ήταν πρωτοφανές για τα δεδομένα της εποχής και ήταν η πρώτη εξαφάνση ανηλίκου στα ελληνικά χρονικά που πήρε τόσο μεγάλη έκταση και δημοσιότητα, προκαλώντας την κινητοποίηση των Αρχών, δυστυχώς χωρίς ποτέ οι έρευνες να αποδώσουν καρπούς.
Συνέβη εκείνο το αυγουστιάτικο πρωινό στο χωριό Σκουτάρι στην περιοχή της Μάνης. Εκεί ο Τάσος και η Αρετή Τριανταφυλλίδη συνήθιζαν να κάνουν τις διακοπές τους, κάθε φορά που έβρισκαν την ευκαιρία να αφήσουν πίσω τους τον Πειραιά, όπου διέμεναν μόνιμα.
Εκείνα τα χρόνια η περιοχή δεν είχε γνωρίσει μεγάλη τουριστική ανάπτυξη και οι επισκέπτες της ήταν κυρίως Γερμανοί που ζούσαν σε σκηνές ή τροχόσπιτα, απολαμβάνοντας τις χαρές της λακωνικής γης και θάλασσας. Το ζεύγος Τριανταφυλλίδη είχε την τύχη το εξοχικό της να βρίσκεται δίπλα στην θάλασσα, με αποτέλεσμα ουσιαστικά η αυλή της να είναι η άμμος και η παραλία, λίγα μέτρα από την εξώπορτά τους.
Έτσι, πολύ συχνά η μικρή Αννούλα, όπως και άλλα παιδιά από γειτονικά σπίτια, να μαζεύονται και να παίζον στην πλαζ, χωρίς οι γονείς τους να ανησυχούν ιδιαίτερα, αφού με μια ματιά από ένα παράθυρό τους μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να δουν πού βρίσκονται και τι κάνουν.
Η κυρία Αρετή ετοιμαζόταν να προσφέρει στο μικρό κοριτσάκι που έπαιζε με μια φίλη του το κολατσιό της. Για ένα λεπτό πήρε τα μάτια της από πάνω της, μόνο και μόνο για να σερβίρει ένα αυγό που είχε φτιάξει. Όταν όμως έκανε δυο-τρία βήματα για να φτάσει το παιδί της διαπίστωσε πως εκείνο δεν ήταν πια εκεί.
Το άλλο κοριτσάκι, μόλις 4 ετών κι εκείνο, δεν ήταν σε θέση να δώσει πληροφορίες για το τι είχε συμβεί. Μέσα σε πανικό η μητέρα άρχισε να φωνάζει το όνομα του αγγελουδιού της και να τρέχει πάνω-κάτω στην παραλία αναζητώντας το 2χρονο παιδί. Την ίδια ώρα ενημερώθηκαν και οι υπόλοιποι κάτοικοι, με τις καμπάνες της εκκλησίας του χωριού να χτυπούν και από εκείνο το σημείο και μετά όλοι έψαχναν παντού την Αννούλα.
Η μοναδική μάρτυρας που βγήκε μπροστά ήταν μια άλλη παραθερίστρια που υποστήριξε ότι είχε δει νωρίτερα το παιδί να περπατά μόνο και του προσέφερε πορτοκαλάδα, αυτό όμως αρνήθηκε και συνέχισε να προχωρά ξυπόλητο. Σε εκείνη την περιοχή υπήρχαν και άλλοι κατασκηνωτές, κατά βάση Γερμανοί τουρίστες, ενώ λίγο πιο κάτω η περιοχή γινόταν δύσβατη, με πολλά χόρτα, πέτρες και τσουκνίδες. Θα ήταν αδύνατο ένα δίχρονο να είχε φτάσει ως εκεί…
Αργότερα στις έρευνες προστέθηκαν και οι Αρχές, με κλιμάκιο της χωροφυλακής να φτάνει από την Τρίπολη, αλλά και με δύτες που βούτηξαν στα νερά της θάλασσας. Σύντομα όμως το σενάριο του πνιγμού εγκαταλείφθηκε. Δεν υπήρχε τίποτα που να συνηγορεί υπέρ του, ενώ ελάχιστες πιθανότητες συγκέντρωνε και η πιθανότητα το μικρό κορίτσι να έχει τραυματιστεί θανάσιμα, αφού δεν υπήρχε κανένα ίχνος που να οδηγούσε την αστυνομία προς την συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Οι υποψίες όλων έπεσαν σε κάποιον παραθεριστή. Αυτό ήταν το μόνο σενάριο που έβγαζε νόημα. Κάποιος ή κάποιοι είχαν απαγάγει την Αννούλα. Όμως οι μέρες περνούσαν χωρίς να βγαίνει οποιοδήποτε στοιχείο στην επιφάνεια.
Αργότερα μια Γερμανίδα έστειλε μια επιστολή στην οικογένεια, δίχως να δίνει την ταυτότητά της. Υπέγραψε ως «Λευκή» και υποστήριξε ότι στο Ντίσελντορφ είχε δει μια κοπελίτσα που έμοιαζε με την περιγραφή της Αννούλας και βρισκόταν με μια ξανθιά γυναίκα, γεγονός που της κίνησε την περιέργεια λόγω του ότι ήταν πολύ διαφορετικά και τα χαρακτηριστικά τους δεν έμοιαζαν για να είναι κόρη της ή άλλο συγγενικό πρόσωπο.
Και τότε όμως δεν προέκυψε οτιδήποτε θετικό που θα μπορούσε να συμβάλει στην επίλυση του γρίφου. Μετά από αρκετά χρόνια υπήρξε μια νέα επικοινωνία της οικογένειας με μια Γερμανίδα που ρωτούσε για το αν είχε προκύψει κάτι νεότερο για την Αννούλα. Αργότερα αποδείχθηκε ότι η ίδια δεν είχε οποιαδήποτε σχέση.
Η οικογένεια Τριανταφυλλίδη δεν σταμάτησε ποτέ να αναζητά την Αννούλα, ενώ με την βοήθεια Αμερικανών κατασκευάστηκαν ψηφιακές απεικονίσεις του πώς θα μπορούσε να μοιάζει στα 17 και στα 28 της χρόνια. Ανά περιόδους τα σκίτσα δημοσιεύονταν με την ελπίδα ότι η ίδια ίσως αναγνώριζε τον εαυτό της. Άλλωστε οι γονείς της πίστευαν ότι είχε απαχθεί και βρισκόταν κάπου, ίσως χωρίς καν να γνωρίζει πια ελληνικά… Όποια κι αν είναι η αλήθεια, αυτή -39 χρόνια μετά- δεν την γνωρίζει κανείς. Εκτός –βέβαια- από αυτόν που ενδεχομένως την πήρε εκείνο το πρωινό μπροστά από τα μάτια των δικών της.