Στις 17 Δεκεμβρίου 1997, ένα ουκρανικό επιβατικό αεροπλάνο προερχόμενο από το Κίεβο κατέπεσε στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους όλοι οι επιβαίνοντες. Ένα C-130 της Πολεμικής Αεροπορίας, που επρόκειτο να συμμετάσχει στις έρευνες εντοπισμού του, συνετρίβη στα σύνορα Αττικής και Βοιωτίας. Συνολικά, από τα δύο αυτά αεροπορικά δυστυχήματα έχασαν τη ζωή τους 75 άνθρωποι.
Το περιστατικό με τη μοιραία κατάληξη άρχισε να ξετυλίγεται το μεσημέρι της 17ης Δεκεμβρίου 1997, όταν από το αεροδρόμιο Μπόρισπιλ του Κιέβου απογειώθηκε ένα Μπόινγκ 737 της ουκρανικής αεροπορικής εταιρείας «Αεροσβίτ» με προορισμό τη Θεσσαλονίκη και ενδιάμεσο σταθμό την Οδησσό. Όμως, κατά τη διάρκεια του πρώτου σκέλους της πτήσης 241, το αεροπλάνο παρουσίασε μηχανικό πρόβλημα και στην Οδησσό αντικαταστάθηκε από ένα άλλο αεροπλάνο τύπου Γιάκοβλεφ (Yak-42), ρωσικής κατασκευής. Το αεροπλάνο απογειώθηκε αργά το απόγευμα με 62 επιβάτες (34 Έλληνες, 24 Ουκρανούς, 2 Πολωνούς κι ένα Γερμανό) και οκταμελές πλήρωμα. Οι έλληνες επιβάτες ήταν εργαζόμενοι σε ελληνική τεχνική εταιρεία, που είχε αναλάβει έργα στην Ουκρανία κι επέστρεφαν στην πατρίδα για τις εορτές των Χριστουγέννων.
Το «Γιάκοβλεφ» προσέγγισε το αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης γύρω στις 9 το βράδυ, με σχετικά καλό καιρό για την εποχή. Υπήρχε πυκνή νέφωση, αλλά η ορατότητα ήταν καλή κάτω από τα σύννεφα. Αν και έμπειροι, ο πιλότοι του αεροσκάφους δεν κατόρθωσαν να τo προσγειώσουν. Με εντολή του πύργου ελέγχου κατευθύνθηκαν βόρεια για να επιχειρήσουν νέα προσγείωση, αλλά για αδιευκρίνιστους λόγους το αεροσκάφος κινήθηκε δυτικά-νοτιοδυτικά και χάθηκε από τα ραντάρ.
Αμέσως σήμανε συναγερμός και μέσα στη νύχτα άρχισε η επιχείρηση ανεύρεσης του αεροσκάφους. Οι πρώτες έρευνες στράφηκαν προς την περιοχή του Ολύμπου, αλλά δεν είχαν αποτέλεσμα. Η ευρύτερη περιοχή χτενίστηκε κυριολεκτικά από επίγειες και εναέριες δυνάμεις, ακόμη και από το Ναυτικό. Οι ημέρες περνούσαν και το «Γιάκοβλεφ» παρέμενε άφαντο. Οι κατηγορίες που εκτοξεύονται σε τέτοιες περιπτώσεις για την ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού έκαναν για μία ακόμη φορά την εμφάνισή τους.
Τελικά, το πρωί της 20ης Δεκεμβρίου, λύθηκε το μυστήριο. Το αεροπλάνο είχε συντριβεί στα Πιέρια Όρη, σε ύψος 1.006 μέτρων, κοντά στην κορυφή «Πέντε Πύργοι», 45 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Θεσσαλονίκης. Τα συντρίμμια του βρέθηκαν χωμένα μέσα στα χιόνια και ήταν προφανές ότι κανείς από τους 70 επιβαίνοντες δεν είχε επιζήσει. Λίγες ώρες νωρίτερα ένα μεταγωγικό C-130 της Πολεμικής Αεροπορίας είχε προσκρούσει στο όρος Πάστρα, στα σύνορα Αττικής και Βοιωτίας, με αποτέλεσμα να βρουν τραγικό θάνατο και τα πέντε μέλη του πληρώματός του. Το αεροσκάφος μετέβαινε στην Τανάγρα για να παραλάβει καταδρομείς, οι οποίοι θα έπαιρναν μέρος στις έρευνες για τον εντοπισμό του «Γιάκοβλεφ».
Τη διερεύνηση των αιτίων της συντριβής του ουκρανικού αεροπλάνου ανέλαβε η αρμόδια επιτροπή της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, με επικεφαλής τον παλαίμαχο πιλότο και έμπειρο ερευνητή Ακριβό Τσολάκη. 11 μήνες μετά εξέδωσε το πόρισμά της κι επέρριψε τις μεγαλύτερες ευθύνες στους πιλότους του αεροπλάνου και στην αδυναμία συνεννόησής τους με τον πύργο ελέγχου. Σημειώνεται ότι οι πιλότοι δεν γνώριζαν αγγλικά κι εκτελούσαν για πρώτη φορά το συγκεκριμένο δρομολόγιο.
Παράλληλα, κινήθηκαν και οι δικαστικές αρχές και παρέπεμψαν σε δίκη δύο ελεγκτές εναερίου κυκλοφορίας που είχαν βάρδια εκείνο το μοιραίο βράδυ στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης. Τους κατηγόρησαν ότι δεν αντιλήφθηκαν εγκαίρως το πρόβλημα και ότι δεν ζήτησαν τη συνδρομή του ραντάρ της Πολεμικής Αεροπορίας, οπότε το δυστύχημα θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί. Πρωτοδίκως καταδικάστηκαν σε 5 χρόνια φυλάκιση έκαστος, ενώ η ποινή τους μειώθηκε κατά οκτώ μήνες στο Εφετείο. Το 2005 ο Άρειος Πάγος περάτωσε το ποινικό σκέλος της υπόθεσης, επικυρώνοντας τις ποινές του Εφετείου και ανοίγοντας το δρόμο για αποζημιώσεις στους συγγενείς των θυμάτων.