Στις 5 Δεκεμβρίου 1933 έληξε για τις ΗΠΑ μία περίοδος 13 ετών κατά τα οποία θεωρούνταν παράνομες με συνταγματική πρόνοια η παρασκευή, η διακίνηση, η εισαγωγή, η εξαγωγή και η πώληση αλκοολούχων ποτών. Η περίοδος της ποτοαπαγόρευσης ξεκίνησε στις 16 Ιανουαρίου 1920 με νόμο.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα είχε ξεκινήσει ένα κίνημα υπέρ της απαγόρευσης του αλκοόλ. Έως το 1850, αρκετές πολιτείες, κυρίως στον αμερικανικό Νότο, με πρωτοβουλία κυρίως θρησκευτικών προτεσταντικών οργανώσεων κυρίως του Μεθοδιστικού δόγματος, είχαν ψηφίσει νόμους που περιόριζαν ή απαγόρευαν τη διάθεση αλκοόλ.
Έτσι, δημιουργήθηκαν δύο πανίσχυρα λόμπι άσκησης πίεσης, η «Ένωση κατά των Σαλούν» (Anti-Saloon League) και η «Ένωση Γυναικών για τη Χριστιανική Εγκράτεια» (Women’s Christian Temperance Union). Μετέπειτα μέλη των δύο αυτών οργανώσεων σχημάτισαν το Κόμμα της Απαγόρευσης (Prohibition Party), που έλαβε μέρος στις προεδρικές εκλογές του 1872. Τότε συγκέντρωσε μόλις 5.608 ψήφους.
Ωστόσο, λίγα χρόνια μετά και συγκεκριμένα το 1879, ο Τζον Σεντ Τζον εκλέχθηκε κυβερνήτης του Κάνσας, το οποίο αργότερα έγινε η πρώτη πολιτεία στην Αμερική, που κήρυξε παράνομο το αλκοόλ. Το 1884 ο Σεντ Τζον έθεσε υποψηφιότητα για Πρόεδρος με τη σημαία του Κόμματος της Απαγόρευσης και αύξησε σημαντικά τη δύναμη του κόμματος, λαμβάνοντας 150.369 ψήφους.
Να σημειωθεί πως κατά τη συμμετοχή των ΗΠΑ στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι υποστηρικτές της απαγόρευσης του αλκοόλ πρότειναν να σταματήσει η παραγωγή, ώστε το κριθάρι που χρησιμοποιούσαν στην παρασκευή μπίρας να χρησιμοποιηθεί για να παραχθεί περισσότερο ψωμί για τους στρατιώτες.
Πάντως, έως το 1919 το 75% των Πολιτειών είχαν ευθυγραμμισθεί με τη 18η τροποποίηση του Συντάγματος των ΗΠΑ, που απαγόρευε την πώληση ή διακίνηση αλκοολούχων ποτών. Στις 16 Ιανουαρίου του 1920, τέθηκε σε ισχύ με τον νόμο Βόλστιντ (Volstead Act) η καθολική απαγόρευση αλκοόλ και τότε θεωρείται η επίσημη έναρξη της περιόδου της ποτοαπαγόρευσης. Εξαιρέσεις επιτρέπονταν μόνο για θρησκευτικούς ή ιατρικούς λόγους.
Στόχος της ποτοαπαγόρευσης ήταν η προστασία των πολιτών από τον ηθικό και κοινωνικό ξεπεσμό. Όπως σημείωνε σε δηλώσεις του στο περιοδικό TIME ο συγγραφέας Ντάνιελ Όκρεντ, που έχει εντρυφήσει στην περίοδο αυτή «τον δέκατο ένατο αιώνα η κατανάλωση αλκοόλ ήταν ένα πραγματικά σοβαρό πρόβλημα στις ΗΠΑ. Είχε καταστροφικές συνέπειες για πολλές οικογένειες. Οι άνδρες άρχισαν να πηγαίνουν στα μπαρ της εποχής, να ξοδεύουν για αλκοόλ χρήματα που θα πήγαιναν στις οικογένειές τους, έπιναν τόσο πολύ που την επόμενη μέρα ήταν αδύνατο να δουλέψουν, κακοποιούσαν τις συζύγους και τα παιδιά τους. Όλα αυτά ενέτειναν το κίνημα της ποτοαπαγόρευσης».
Με την έναρξη αυτής της περιόδου, παρουσιάστηκε το φαινόμενο της μαύρης αγοράς και το οργανωμένο έγκλημα άρχισε να γνωρίζει άνθηση, καθώς οι συμμορίες ευημερούσαν και κέρδιζαν πολιτική επιρροή. Η αστυνομία δεν μπορούσε να διαχειριστεί την κατάσταση καθώς παντού δημιουργούνταν παράνομα αποστακτήρια και μπαρ. Τα σημεία πώλησης έφθασαν τα 30.000, σχεδόν διπλάσια σε σχέση με την προ ποτοαπαγόρευσης εποχή. Σύμφωνα με τα στοιχεία, η κατανάλωση αλκοόλ αυξήθηκε κατά 30% από την αρχή της απαγόρευσης αλκοόλ.
Ο Αλ Καπόνε, το αφεντικό της Μαφίας του Σικάγο, ισχυριζόταν ότι είχε στροατολογήσει τη μισή αστυνομία της πόλης. Οι παράνομοι διακινητές και οι γκάνγκστερ έγιναν λαϊκοί ήρωες, καθώς πρόσφεραν δουλειά σε περίοδο μεγάλης ανεργίας, όπως κατά την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης.
Σταδιακά, όμως, ήταν τόσο μεγάλη η αύξηση της εγκληματικότητας και της διαφθοράς, που ο αμερικανικός λαός ασφυκτιούσε με αποτέλεσμα στις προεδρικές εκλογές του 1932, ο υποψήφιος των Δημοκρατικών Φραγκλίνος Ρούσβελτ, να συμπεριλάβει στο πρόγραμμά του τη λήξη της ποτοαπαγόρευσης. Έναν χρόνο αργότερα, στις 5 Δεκεμβρίου του 1933, η ποτοαπαγόρευση ήρθη στο μεγαλύτερο μέρος των ΗΠΑ, μετά την υιοθέτηση από το Αμερικανικό Κογκρέσο της 21ης Τροποποίησης του Συντάγματος. Η πολιτεία του Μισισίπι ήταν και η τελευταία που νομιμοποίησε και πάλι το αλκοόλ, το 1966.
Η απαγόρευση του αλκοόλ κρίθηκε αποτυχημένη καθώς οι μισοί ενήλικες ήθελαν να συνεχίσουν να πίνουν, ο νόμος του Βόλστιντ ήταν γεμάτος αντιφάσεις, μεροληψία και διαφθορά και η έλλειψη συγκεκριμένου περιοριστικού πλαισίου στην κατανάλωση τάραξε τα ύδατα της νομιμότητας.
Αν και το «ευγενές πείραμα», όπως ονομάστηκε, αναλήφθηκε για να μειώσει την εγκληματικότητα και τη διαφθορά, να λύσει τα κοινωνικά προβλήματα, να μειώσει τη φορολογική επιβάρυνση που δημιουργούσαν οι φυλακές και τα πτωχοκομεία και να βελτιώσει την υγεία και την υγιεινή στην Αμερική, τίποτα από αυτά δεν συνέβη.
Κάποιες περιοχές συνέχισαν κατ’ επιλογή να απαγορεύουν το αλκοόλ γι’ αυτό μέχρι σήμερα είναι γνωστές ως «dry counties». Επίσης, καθιερώθηκε η εισαγωγή νόμιμης ηλικίας για την κατανάλωση αλκοόλ που διαφέρει από Πολιτεία σε Πολιτεία.