Όπως σε όλα τα ελληνιστικά κράτη ο ελληνογενής πληθυσμός αποτελούσε μια μικρή μειοψηφία. Ωστόσο είχε αντιστρόφως ανάλογη του πληθυσμιακού του μεγέθους επιρροή στα πολιτικά και στα στρατιωτικά πράγματα. Ο Σελευκιδικός Στρατός υπήρξε, ίσως, ο πλέον επηρεασμένος, από την ανατολική στρατιωτική παράδοση ελληνιστικός στρατός. Στις τάξεις του υπηρέτησαν χιλιάδες Ανατολίτες πεζοί και ιππείς, με τον παραδοσιακό εξοπλισμό και τις οικείς τακτικές τους.
Ο πυρήνας του στρατού ήταν η φάλαγγα των σαρισσοφόρων και το βαρύ, ελληνικό, ιππικό. Παράλληλα οι Σελευκίδες παράτασσαν, μέχρι την εποχή του Αντιόχου Γ’, μεγάλους αριθμούς πολεμικών ελεφάντων, ενώ υιοθέτησαν και τα δρεπανηφόρα άρματα των Περσών.
Η φάλαγγα και το βαρύ ιππικό επανδρωνόταν από Έλληνες, στρατιωτικούς αποίκους, που οι βασιλείς εγκαθιστούσαν σε συγκεκριμένες πόλεις, είτε υπάρχουσες, είτε νεοϊδρυθείσες, από τους ίδιους, με σκοπό να αποτελέσουν ερείσματα της βασιλικής εξουσίας. Ο ιδρυτής του βασιλείου, ο Σέλευκος Α’, αρχικά διέθετε μικρό αριθμό Ελλήνων πεζών.
Στη μάχη της Ιψού παράταξε 20.000 πεζούς, εκ των οποίων όμως ελάχιστοι ήταν Έλληνες. Οι περισσότεροι ήταν Ασιάτες ελαφροί πεζοί. Στην ίδια μάχη παρέταξε 12.000 ιππείς, εκ των οποίων είναι ζήτημα αν το 1/3 ήταν Έλληνες. Οι Σελευκίδες βασιλείς ίδρυσαν στρατιωτικές αποικίες στη Λυδία, τη Φρυγία, τη βόρεια Συρία, όπου ίδρυσαν και την πρωτεύουσά τους, την Αντιόχεια, στον άνω ρου του ποταμού Ευφράτη, με σημαντικότερη την πόλη Δούρα Ευρωπός, και στη Μηδία. Οι Έλληνες άποικοι, έναντι παροχής στρατιωτικής υπηρεσίας προς το κράτος ελάμβαναν κλήρους γης.
Οι κληρούχοι αυτοί ονομάζονταν Κάτοικοι. Ο θεσμός της Κατοίκων επεκτάθηκε, αργότερα και σε μη Έλληνες υπόχρεους στρατιωτικής υπηρεσίας, Ιρανούς, Εβραίους, Μυσούς και άλλους Ανατολίτες. Στην Περσίδα εγκαταστάθηκαν Θράκες, αλλά και Εβραίοι, ενώ Πέρσες και Υρκανοί εγκαταστάθηκαν στη Λυδία.
Υπήρχαν δύο μονάδες ιππικού της φρουράς, οι Εταίροι, ή Βασιλική Ίλη και το Άγημα. Στην πρώτη υπηρετούσαν αποκλειστικά Έλληνες, ενώ στη δεύτερη και Κατοίκους, ιρανικής, κυρίως, καταγωγής. Κάθε μονάδα είχε δύναμη 1.000 ανδρών. Μετά την απώλεια των ιρανικών εδαφών από τους Πάρθους και το Άγημα επανδρώθηκε από Έλληνες.
Το επίλεκτο πεζικό ήταν το σώμα των Αργυράσπιδων. Οι άνδρες ονομάστηκαν έτσι από τις επαργυρωμένες ασπίδες που έφεραν. Το σώμα είναι δύναμη 10.000 και είλκυε την καταγωγή του από τους Υπασπιστές του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Αργότερα, με την αυτή ονομασία, ο Αλέξανδρος συγκρότησε ένα σώμα βετεράνων σαρισσοφόρων, οι οποίοι και διαδραμάτισαν σημαντικότατο ρόλο στους πολέμους των Διαδόχων. Οι Αργυράσπιδες των Σελευκιδών, μέχρι την εποχή του Αντιόχου Γ’, συγκροτούντο από τμήματα από όλους τους υπηκόους του κράτους. Στην περίφημη παρέλαση της Δάφνης, όμως, το 165 π.Χ. οι Αργυράσπιδες καταγράφονται ως Έλληνες, προφανώς, συνεπεία της εδαφικής συρρίκνωσης του κράτους.
Μια μονάδα των Αργυρασπιδών, πιθανώς μια Τάξη από τις πέντε που υπήρχαν, ονομάζονταν Υπασπιστές και αποτελούσαν τη πεζή βασιλική φρουρά του Σελευκίδη μονάρχη. Μετά το 190 π.Χ. ένα μέρος των Αργυρασπιδών εκπαιδεύτηκε στον ρωμαϊκό τόπο του μάχεσθαι και εξοπλίστηκε ανάλογα.
Οι Αργυράσπιδες και το ιππικό της φρουράς συγκροτούσαν τον εν ενεργεία στρατό. Οι μονάδες των Κατοίκων επιστρατεύονταν όταν υπήρχε ανάγκη. Κατ’ έτος, πάντως, υφίσταντο στρατιωτική εκπαίδευση και αναλάμβαναν, εκ περιδρομής, καθήκοντα φρουράς. Πέραν των πεζών Κατοίκων υπήρχαν και τμήματα ιππικού. Οι ιππείς Κάτοικοι ήταν κυρίως ιρανικής ή συριακής καταγωγής.
Στη μάχη της Μαγνησίας 6.000 Κάτοικοι ιππείς έλαβαν μέρος. Οι σαρισσοφόροι Κάτοικοι, στο απόγειο της ισχύος τους, αριθμούσαν 20.000 άνδρες. Στη μάχη της Μαγνησίας πολέμησαν 16.000 σαρισσοφόροι Κάτοικοι. Οι Θράκες Κάτοικοι ήταν σαφώς λιγότεροι. Στη μάχη της Ραφίας, το 217 π.Χ. αναφέρετε η παρουσία 1.000 μόλις Θρακών. Στην παρέλαση της Δάφνης, το 165 π.Χ. αριθμούσαν 3.000 άνδρες.
Η οργάνωση του Σελευκιδικού Στρατού βασιζόταν στα μακεδονικά πρότυπα του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου. Η φάλαγγα των σαρισσοφόρων ήταν οργανωμένη σε Τάξεις, έκαστη των δύο χιλιαρχιών. Βασική υπομονάδα ήταν ο λόχος των 16 ανδρών, που ισοδυναμεί με έναν στοίχο της φάλαγγας. Τέσσερις λόχοι συγκροτούσαν μια τετραρχία και δύο τετραρχίες μια εκατονταρχία ή ταξιαρχία ή σημαία, όπως ονομάστηκε αργότερα.
Κάθε χιλιαρχία παρέτασσε δύο πεντακοσιαρχίες, έκαστη με δύο συντάγματα των 256 ανδρών. Συνολικά κάθε Τάξη παρέτασσε 2.048 άνδρες. Δύο τάξεις συγκροτούσαν ένα Μέρος ή Μεραρχία. Δύο Μεραρχίες συγκροτούσαν μια Φαλαγγαρχία. Παρόμοια ήταν και οργάνωση του μέσου και ελαφρού πεζικού, αλλά και του ιππικού.
Το ελαφρύ πεζικό ήταν οργανωμένο σε λόχους των οκτώ ανδρών. Τέσσερις λόχοι συγκροτούσαν μια Σύσταση, 32 ανδρών. Δύο συστάσεις συγκροτούσαν μια Πεντηκονταρχία και τέσσερις Πεντηκονταρχίες μια Ψιλαρχία, ή σύνταγμα ψιλών.
Το ιππικό ήταν οργανωμένο σε Ουλαμούς των 64 ανδρών. Δύο ουλαμοί συγκροτούσαν μια Επιλαρχία των 128 ανδρών. Δύο επιλαρχίες συγκροτούσαν μια Ίλη των 256 ανδρών και δύο ίλες συγκροτούσαν μια Ιππαρχία των 512 ανδρών. Δύο ιππαρχίες συγκροτούσαν μια Επιππαρχία των 1.024 ανδρών και δύο επιππαρχίες ένα Τέλος ή Τάξη ιππικού με 2.048 άνδρες.
Τα βασιλικά στρατεύματα και οι Κάτοικοι αποτελούσαν τον στρατό εκστρατείας, μαζί με μισθοφόρους που προσλαμβάνονταν, κατά περίσταση. Οι Σελευκίδες όμως είχαν συγκροτήσει ένα είδος πολιτοφυλακής, θα λέγαμε με σημερινούς όρους, που άκουγε στο όνομα Πολιτικοί. Φαίνεται πως μονάδες του τύπου συστάθηκαν μετά την ήττα του Αντιόχου Γ’ από τους Ρωμαίους, αποτελώντας ένα φτηνό υποκατάστατο των έμπειρων πολεμιστών που χάθηκαν στον πόλεμο αυτό.
Στην παρέλαση της Δάφνης εμφανίστηκαν 3.000 ιππείς Πολιτικοί. Βάσει των πηγών και οι κάτοικοι της Αντιόχειας είχαν οπλιστεί, κατά τον 2ο αιώνα π.Χ. και είχαν υποχρέωση να φρουρούν τα τείχη της πόλης. Κάτι παρόμοιο, πιθανότατα, συνέβαινε και στις άλλες πόλεις του βασιλείου.
Ο Αντίοχος Ζ’ τους χρησιμοποίησε, το 129 π.Χ. κατά των Πάρθων, με καταστροφικά αποτελέσματα. Επίσης πολέμησαν κατά των Μακκαβαίων, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Φαίνεται πως στην περίοδο αυτή έφεραν τυπικό οπλισμό θυρεοφόρου πελταστή.
Πέραν των δυνάμεων αυτών στον Σελευκιδικό Στρατό εντάσσονταν και μισθοφόροι, αλλά και τμήματα άτακτων πολεμιστών υπηκόων ή μη του βασιλείου, σε μισθοφορική βάση, ή με παραχώρηση άλλων ανταλλαγμάτων. Οι πλέον ονομαστοί μισθοφόροι ήταν οι Κρήτες τοξότες. Επίσης χιλιάδες μισθοφόροι, εξοπλισμένοι ως θυρεοφόροι, πολέμησαν στις τάξεις του Σελευκιδικού Στρατού.
Αρκετοί μισθοφόροι εγκαταστάθηκαν στο βασίλειο και εξελίχθηκαν σε Κατοίκους. Τυπικό παράδειγμα αποτελούν οι 1.000 «Νεοκρήτες», απόγονοι Κρητών μισθοφόρων, που πολέμησαν στη Ραφία. Οι μισθοφόροι θυρεοφόροι επίσης ήταν κυρίως Έλληνες που αναζητούσαν καλύτερη τύχη μακριά από τη ρημαγμένη και πτωχευμένη, και τότε, μητρόπολη, αλλά και Κίλικες, ακόμα και Ιταλιώτες.
Μετά τη γαλατική εισβολή στη Μικρά Ασία, το 279 π.Χ. Γαλάτες μισθοφόροι υπηρέτησαν σε όλους τους ελληνιστικούς στρατούς. Ο Αντίοχος Γ’ διέθετε 3.000 Γαλάτες πεζούς και 2.500 ιππείς. Στην παρέλαση της Δάφνης εμφανίστηκαν 5.000 Γαλάτες μισθοφόροι, κυρίως πεζοί.
Επίσης υπάρχουν στοιχεία για την παρουσία Αράβων ελαφρών πεζών, αλλά και Κούρδων «καρδάκων» ακοντιστών, όπως και Αγριάνων, Περσών και άλλων ακοντιστών, ψιλών τοξοτών και σφενδονητών. Αναφέρονται ακόμα Δάχες, Καρμάνιοι, Κίσιοι, Καυδούσιοι, Κάρες, Τράλιοι, Πάμφυλοι και Λύκιοι, Ελυμαίοι, Μύσιοι και Κύρτιοι μισθοφόροι, κυρίως ελαφροί πεζοί, αλλά και ιππείς και καμηλοβάτες και τέλος Ταραντίνοι ελαφροί ιππείς. Οι τελευταίοι, πάντως, δεν ήταν απαραίτητα Ιταλιώτες, αφού ο όρος Ταραντίνος αναφέρεται σε τύπο ιππικού.
Ο Σελευκιδικός Στρατός παρέτασσε τον μεγαλύτερο αριθμό πολεμικών ελεφάντων. Στη μάχη της Ιψού ο Σέλευκος διέθετε 400. Ο Αντίοχος ο Α’ συνέτριψε τους Γαλάτες, το 275 π.Χ. στην περίφημη μάχη των Ελεφάντων, με 50 πολεμικούς ελέφαντες. Ο Αντίοχος Γ’ έφτασε να διαθέτει 102 ελέφαντες, το 217 π.Χ. τους οποίους αύξησε σε 150 μετά την εκστρατεία του στη Ανατολή.
Μετά την πτώση των ανατολικών επαρχιών στους Πάρθους όμως η οδός προμήθειας ελεφάντων από την Ινδία διεκόπη. Έτσι οι ύστεροι Σελευκίδες διέθεταν λίγους αφρικανικούς ελέφαντες, στις τελευταίες δεκαετίες της παρακμής.
Ο ιστορικός Ασκληπιόδοτος αναφέρει πως οι υπονομάδες μονάδες ελεφάντων περιλάμβαναν 2-64 ζώα έκαστη. Παρόμοια οργάνωση είχαν και οι μονάδες δρεπανηφόρων αρμάτων