Περίμενα να περάσει ένα σχετικό χρονικό διάστημα, ώστε να διαπιστώσω – διατυπώσω μερικές βασικές σκέψεις για την περιβόητη «υπόθεση της Πάτρας». Σκέψεις που δεν αφορούν μόνο την κατηγορούμενη «μάνα-τέρας», αλλά και τα «σημεία και τέρατα» ενός παρακμιακού πολιτισμού, που πλέον «μυρίζει» βαμπιρικό θειάφι, αρωματική πτωμαΐνη και μεταϊατρικές κοινωνιομετρικές ανοησίες – μπουρδολογίες.
Η υπερεστίαση των αδηφάγων ΜΜΕ στον «οπισθοδρομικό κανιβαλισμό» του «όχλου», που έσπευσε να αποδοκιμάσει και να επιχειρήσει να «λιντσάρει» τους συγγενείς της ύποπτης μητέρας, και στην, κυρίως διαδικτυακή, «υστερία αγανάκτησης» τείνει να συστήσει μια πρωτότυπη (;) και «αθώα» διολίσθηση της σκέψης σε μοτίβα «κατανόησης» της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξης.
Πριν συνεχίσω, οφείλω να τονίσω ότι όλοι αυτοί οι ηθικολόγοι που μιλούν για το τεκμήριο της αθωότητας που αναμφισβήτητα δικαιούται η κατηγορούμενη Ρούλα Πισπιρίγκου (εφόσον δεν έχει ομολογήσει την εγκληματική πράξη), είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου οι ίδιοι που στην μεγαλύτερη σύγχρονη πολιτική δίκη της μεταπολίτευσης, όχι μόνο δεν αναγνώρισαν κανένα τεκμήριο αθωότητας στους κατηγορούμενους, αλλά και επί πέντε ολόκληρα χρόνια δεν έδωσαν μικρόφωνο και κάμερες στους δικηγόρους των κατηγορουμένων, κάτι το οποίο έκαναν με χαρακτηριστική άνεση και ευκολία στην αντίθετη πλευρά. Επίσης, είναι σχεδόν οι ίδιοι που ενώ τώρα «αγανάκτησαν» για την μάζωξη κόσμου έξω από το σπίτι της φερόμενης ως δολοφόνου, την 7η Οκτωβρίου 2020 αποθέωναν και χειροκροτούσαν την αφηνιασμένη μάζα που μαζεύτηκε έξω από το Εφετείο και ουσιαστικά εκβίαζε την απόφαση του δικαστηρίου.
Ασφαλώς και είναι ανάρμοστη – ανεπίτρεπτη η μικροσυλλογική βία μιας ιδιότυπης «κοινωνικής αυτοδικίας», με αυτό το θέμα να σχετίζεται με ό,τι αποκαλούμε «εκκοινωνισμό», καθώς και σε συνάρτηση με την παιδεία και τις επιδράσεις των «θεσμικών διαμορφωτών γνώμης». Θεωρώ, όμως, ότι αυτή η «αυτενέργεια κάθαρσης-τιμωρίας» είναι πολύ κατώτερη σε κακοήθεια, γελοιότητα και σκοταδισμό και λιγότερο επικίνδυνη από τα «προοδευτικά»-εμετικά «γαβγίσματα» λίγο παλαιότερων ημερών σε αφίσες και έντυπα του «αναρχοφεμινισμού», όπου η βρεφοκτονία χαρακτηριζόταν ως «δικαίωμα της γυναίκας να ελέγχει τον εαυτό και το σώμα της» και «έσχατη όψη της έκτρωσης»!
Το ερώτημα που αυτομάτως τίθεται είναι, γιατί τέτοιες εγκληματικές αθλιότητες υπέρ της βρεφοκτονίας αντιμετωπίστηκαν είτε με πλήρη αδιαφορία ή το πολύ με απλή ελαφριά ειρωνεία και όχι με την αποφασιστικότητα έστω της ξεκάθαρης και κατηγορηματικής λεκτικής καταδίκης (γιατί για νομική αντιμετώπιση θα ήμασταν μάλλον αφελείς να την περιμένουμε…) ως εκφράσεων μιας μεταζωώδους υποπολιτισμικότητας με απόλυτη ένδωση στο χαοτικό Μηδέν; Μήπως όλη αυτή η θεώρηση της παιδοκτονίας, μέσω του «δικαιωματισμού» και της απολυτοποίησης της «μοναδικότητας του υποκειμένου», απλώς εντείνει τις διαδικασίες αποσύνθεσης του κοινωνικού ιστού και δυναμώνει τις αποδημητικές επιθέσεις σε θεμελιωτικούς θεσμούς όπως η Οικογένεια; Η μετανεοτερικότητα αποθεώνει το ναρκισσιστικό περιεχόμενο της αέναης περιπλάνησης, «γυρνώντας» απλά χωρίς Αρχές και Ιδανικά, μόνο με ένα «ορθολογικό λογισμικό» ενάντια σε κάθε είδος «περιορισμό»: Ο «τέλειος καταναλωτής» είναι εκείνος χωρίς «υποχρεώσεις» που σκοτώνει προκειμένου να καταναλώνει.
Η δολοφονία του παιδιού ΣΟΥ, δεν είναι απλά φόνος: Αποτελεί κάτι πολύ χειρότερο, καθώς πρόκειται για την προσπάθεια «υποκατάστασης» του Θεού από σένα, την ακύρωση του ανθρώπινου «μητρικού προνομίου», την αυτοαντίληψη της μητέρας ως «ιδιοκτήτριας», την απόλυτη περιφρόνηση της ζωής ως πλέγματος ομαδικών επιθυμιών και αναγκών, την καθολική προστυχιά της, ερήμην του παιδιού, μετατροπής σου από αποδέκτη της απόλυτης εμπιστοσύνης του σε ύπουλο προδότη και εξολοθρευτή του. Καμία δικαιολογία, καμία «κατανόηση», αφού αν μπούμε σε τέτοιο «τρικάκι», αν δηλαδή αρχίσουμε τους εύκολους κοινωνικοοικονομικούς αναγωγισμούς, τότε και ο κάθε είδους δολοφόνος «κατανοείται» και ο βιαστής, και ο απατεώνας, όλοι τους. Το «Εικόνα σου είμαι, κοινωνία και σου μοιάζω», ναι μεν αποδίδει ως ένα βαθμό «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι», αλλά δεν καταλύει επ’ ουδενί την Ελευθερία της Βούλησης και την Υποχρέωση να έχεις Συνείδηση του Καθήκοντος!
Η δολοφονία παιδιών δεν είναι κάποιο «νέο φρούτο» που «ευδοκίμησε» στον παγκοσμιοποιητικό – καπιταλιστικό «κήπο». Ήδη από την Κλασσική Αρχαιότητα η Τραγωδία ανέδειξε το Άγος: Μα η Μήδεια, που τόση «κατανόηση» δαπανάται στην σύγχρονη εποχή για τα «έργα» της (από ψυχανάλυση μέχρι φεμινισμό), ήταν μια «βάρβαρη» κι έτσι ο Ευριπίδης τοποθετούσε την μεγαλειώδη δραματουργία του στο φόντο μιας «ανοσιότητας», «κατανοητής» μεν, αλλά κείμενης εκτός Πολιτισμού και Κανόνων. Αν σήμερα, κάποιοι επιδιώκουν να ενσωματώσουν όλες αυτές τις «εκτροπές» στα «αυτονόητα» του σύγχρονου κόσμου, είναι απλά οι «χρήσιμοι ηλίθιοι» ενός παρακμιακού πολιτισμού, όπου η κατρακύλα στην γενικευμένη ανομία συνιστά όχι απλά «πεδίο κερδοφορίας», αλλά καταστατική συνθήκη μιας μεταμοντέρνας θέσμισης της Εξουσίας με όρους τηλεχειριζόμενου χάους.
Παράλληλα, είναι εξίσου απεχθής η θλιβερή προσπάθεια κάποιων «εργολάβων» του «πολιτικά ορθού» να «ξεσκεπάσουν την υποκρισία» της επιθετικής κοινωνικής θρηνωδίας για τις δολοφονίες παιδιών, με το «επιχείρημα» ότι οι ίδιοι «αγανακτισμένοι» δεν εκδηλώνονται με παρόμοιες αντιδράσεις για «όλα τα παιδιά του κόσμου», που σκοτώνονται σε πολέμους, πεθαίνουν από ασιτία, κακοποιούνται σεξουαλικά κ.τ.λ. Τι κοινότυπο «τρικάκι» να εξομοιώνεις τα διαφορετικά και να προτείνεις την συναισθηματική απονέκρωση εν ονόματι μιας βιομηχανοποιημένης μαζικής (ψευδο)πολιτικοποίησης.
Οι άνθρωποι εκείνοι που, έστω και με τελετουργίες «θεάματος» και με την υπερβολή του «απαίδευτου πάθους», εκδηλώνουν βίαιη αποστροφή για τέτοιου είδους ανοσιουργήματα, αναβιώνουν (έστω και έμμεσα, χωρίς να το αντιλαμβάνονται) με τον τρόπο τους το βίαιο πένθος του Χώρου της Αρχαίας Τραγωδίας, κωδικοποιώντας τα ενδότερα του ανθρώπου ως προς την Ζωή σαν Αξία και σαν Ιερότητα.
Όταν, λοιπόν, με περίσσεια αήθη «ακαδημαϊκότητα», κουνάς το δάκτυλο και λες «γιατί δεν θρήνησες το ίδιο και τα νεκρά βρέφη στην… Υεμένη;», τότε, εμμέσως πλην σαφώς, θεωρείς το έγκλημα της -φερόμενου ως δολοφόνου- Ρούλας Πισπιρίγκου περίπου ως «φυσικό», ότι «ε, γίνονται και αυτά», πως «θα είχε τους λόγους της για να το κάνει αυτό», «νομιμοποιώντας» έτσι, επί της ουσίας, την αποτρόπαια πράξη της. Επίσης, ως «ντρίπλα» στις προηγούμενες δικαιολογήσεις, εισηγείσαι, μέσω του μικρόκοσμου σου, «όταν έρθει ο… σοσιαλισμός θα λείψουν οι αιτίες που γεννούν τις κάθε λογής Πισπιρίγκου…». Ανωριμότητες και… σουργελολογίες μιας θεότυφλης «κοινωνιολογίας», που από τότε που καθιερώθηκε ως «επιστήμη των επιστημών» έχει συμβάλλει καίρια στον ολέθριο – μίζερο απανθρωπισμό της Συνείδησης, της Σκέψης, της Κουλτούρας, της Ηθικής.
«Καλώς ήρθατε», λοιπόν, στο σκοτεινό βασίλειο του ηθικομηδενισμού και της απάνθρωπης βίας, που είναι κάτι πιο πολύπλοκο και επικίνδυνο από το κλασικό αριστερό αφήγημα «είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε!». Και αυτή η κατάσταση (κατάσταση πολιτισμικής οντολογίας) επιβάλλει «διαχειρίσεις» που θα πολεμούν με Σθένος και Ανθρωπιά για τα Ανθρώπινα, όχι με φαντασιακές «ιδεολογικές» προβολές που αφορούν το μέλλον, αλλά με αντιστάσεις οικοδομής στο παρόν. Όχι με μια αόριστη-αφηρημένη (και συχνά πρόστυχη) ηθικολογία αλλά με μια αιώνια και ζωντανή και εξονυχιστικά προσδιορισμένη Κουλτούρα Σχέσης και Συμπεριφοράς, η οποία θα θεμελιώνεται στην Αρχή και την Αξία της Ηθικής και της Αρετής.
Γιώργος Μάστορας