Το χωριό Λιβάδι της Κεφαλλονιάς βρίσκεται στη χερσόνησο της Παλλικής, στον ομώνυμο υδροβιότοπο.Πολύ κοντά στο Ληξούρι.
Εκεί κοντά υπήρχαν οι αγροτικές φυλακές[1] του νησιού. Οι κρατούμενοι έπρεπε να εργαστούν σε ένα αγρόκτημα.
Σε πολύ μικρή απόσταση από την ακτή, και μέσα στην καρδιά του Λιβαδίου, λειτουργεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια λατομείο. Σε αυτό οι φυλακισμένοι εργάζονταν σε καταναγκαστικά έργα.
Ο λόφος Καστέλι, ο τόπος όπου βρέθηκαν τα αρχαία, κατεστράφη από… λατομείο…
Τον Ιούλιο του 1937 οι φυλακισμένοι εργάτες του λατομείου ήρθαν σε μια πολύ σημαντική ανακάλυψη, που ενώ διερευνήθηκε από τους αρχαιολόγους, σήμερα παραμένει προκλητικά άγνωστη:
«Μια σπουδαιοτάτη αρχαιολογική ανακάλυψις εσημειώθη εις την επαρχίαν του Ληξουρίου, μεσούντων των κυνικών καυμάτων, εν μηνί Ιουλίω του 1937. Η ανακάλυψις περιβάλλεται υπό του μυστηρίου του τρόμου, όπως τρομερός υπήρξε και ο βίος του μυθικού ήρωος, του οποίου το προτραίτο ανευρέθη:
Κατάδικοι των φυλακών Λιβαδίου, ειργάζοντο εις μέγα βάθος εις τα λατομεία της θέσεως “Σκαβδολίτης”, η οποία, ώς γνωστόν, και σήμερον έτι, θεωρείται εκ παραδόσεως το εντευκτήριον των βρυκολάκων, των παγανών και των λοιπών κακοποιών πνευμάτων.
Ήτο μεσημέρι, ο ήλιος εφλόγιζε το σύμπαν και όλα τα ζωντανά όντα ήσαν κρυμμένα. Η Γη έκαιε και η αναμμένη ατμόσφαιρα εμάρμαιρε. Τα πάντα ήσαν έρημα. Είναι, ως γνωστόν, η ώρα, η οποία μαζί με το μεσονύκτιον, ανακαλεί τας ακαθάρτους σκιάς επί της Γής. Αίφνης οι εργαζόμενοι βαρυποινίται ησθάνθησαν υποχθόνιον και υπόκωφον γδούπον, ο οποίος τους έκαμε να ριγήσουν. Εντός ολίγου εβεβαιώθησαν ότι ευρίσκοντο ενώπιον κοιλότητος, η οποία αντηχούσε πενθίμως υπό τα πλήγματα των κασμάδων. Βαθύτατα, μέσα εις το συμπαγές πέτρωμα, ανεκαλύφθη καθαρά ολίγον κατ΄ ολίγον είς τάφος, ο οποίος κατά τρόπον μυστηριώδη ευρέθη εκεί, ανάμεσα εις τα πελώρια και σκληρά ασβεστολιθικά ριζώματα του βουνού.
Ο τάφος είχε σχήμα ακανονίστου σπηλαίου, του οποίου τοστόμιον εφράσσετο από πελωρίας πλάκας. Οι κατάδικοι αφήρεσαν τας πλάκας και τότε νέος τρόμος κατέλαβε και αυτάς ακόμη τας κολασμένας ψυχάς των. Η σύγχυσίς των ήτο τοιαύτη, ώστε, δυστυχώς, δεν έχομεν ακριβείς περιγραφάς του θεάματος, το οποίον αντίκρυσαν οι οφθαλμοί των. Πάντως όμως εις τας γενικάς γραμμάς κατέχομεν ασφαλή την περιγραφήν του εσωτερικού του τάφου:
Εντός αυτού ανεπαύετο εις θέσιν υπτίαν, με τους βραχίονας ανοικτούς, σκελετός πελωρίου ανδρός, ο οποίος, κατά τας αφηγήσεις των αξιοπιστοτέρων και ψυχραιμοτέρων εκ των καταδίκων, υπερέβαινεν ασφαλώς τα 2,5 μ. Εντύπωσιν επροξένησεν ιδίως το πάχος των οστών και η πελωρία κεφαλή του νεκρού.
Πέριξ του σκελετού, ανεκαλύφθησαν άφθονα οστά και οδόντες προβάτων, χοίρων και μοσχαριών. Ταύτα ηρμήνευσαν βραδύτερον οι κατάδικοι ως διαρπαγέντα και κλοπιμαία ζώα, τα οποία είχον τεθεί ως θυσία εις τον τάφον του νεκρού γίγαντος, και πιθανώτατα η ερμηνεία των είναι ορθή.
Πλησίον της δεξιάς χειρός του σκελετού ευρέθη μια πήλινη κανάτα, η οποία περιείχε το ρακί, με το οποίον κατά τα νεκρόδειπνα εδρόσιζε τα χείλη ο νεκρός. Αλλά το σπουδαιότερον εύρημα υπήρξε πηλίνη κεφαλή, η οποία, κατά τρόπον αριστοτεχνικόν απεικονίζει τα χαρακτηριστικά του ταφέντος. Επίσης ευρέθη εν νόμισμα ανάμεσα εις τας σιαγόνας του νεκρού, το οποίον εχρησίμευε δια να πληρωθή ο Χάρων, όστις θα διεπόρθμευε εις την κόλασιν την ψυχήν του αποθανόντος.
Πάντα τα ευρήματα ταύτα μετεφέρθησαν εις το Μουσείον Αργοστολίου. Εκεί τα εξήτασαν ειδικοί αρχαιολόγοι, οι οποίοι, από τα χαρακτηριστικά της πηλίνης κεφαλής και τας λοιπάς περιγραφάς των καταδίκων ανεγνώρισαν, ότι πρόκειται περί του γενάρχου των αρχαίων Ληξουρέων πορθμεύων, όστις μέχρι τούσε εθεωρείτο πρόσωπον μυθικόν. Από τα ευρήματα συνήγαγον οι ειρημένοι αρχαιολόγοι, ότι πρόκειται περί προϊστορικής εποχής, η δε απουσία παντός μετάλλου εις τον τάφον, εκτός από το περιγραφέν νόμισμα, τους ωδήγησαν εις το συμπέρασμα ότι πρόκειται περί “Προμηκυναϊκής εποχής” ήτοι περίπου 1500-2000 έτη π.Χ.(….)».
Ακολουθεί αντιγραφή από το βιβλίο καταγραφής ευρημάτων ανασκαφών, που βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αργοστολίου:
«Α/α 1745 Γλυφάδα Λιβαδίου, ευρέθη υπό καταδίκων των αυτόθι φυλακών εν τινι λατομείω την 15ην Ιουνίου 1937 ομού μετά του επομένου αριθμού και εφθαρμένου νομίσματος.
Αρύβαλλος εξ΄ απλού πηλού εν σχήματι γελοιγραφικώς κεφαλής δούλου στιγματίου. Ρις σκαλιά, στόμα μέγα και λοξόν, οφρύας λοξάς και ταχείας, μέτωπον στενόν, αυλακούμενον και εστιγματισμένον. Γένειον, μύσταξ και κεφαλή εξυρημένα, πλήν μικρού σκόλλυος όπισθεν του κρανίου. Επί της κορυφής της κεφαλής το στόμιον του αρυβάλλου μετά δυο οπών προς ανάρτησιν. Διατήρισης πολύ καλή. (ύψος 0,11 – από δεύτερο βιβλίο καταγραφών)
Α/α Πρόχους εξ απλού πηλού πορώδους και ακαθάρτου. Σώμα κυλινδροειδές, χείλη στρογγύλα κατά το ήμισυ ελλιπή. Ζώναι ελαφρώς εγχάρακτοι κατά το μέσον της κοιλίας και την βάσιν του ώμου. Δύο οπαί εκ βλάβης. (0,175 – από δεύτερο βιβλίο καταγραφών)».
Όπως βλέπετε… δεν υπάρχει καμμιά καταγραφή ή περιγραφή οστών…
ΠΗΓΕΣ:
«Από τα μυστήρια της Αρχαιολογικής Επιστήμης – Ανεκαλύφθη ο γενάρχης του Ληξουριού», περ. «Ηχώ», τ. 1937, σελ. 9-11, «Ο Αρχαιολόγος» από τα αρχεία του Σωτήρη Καραβά.