Η Σκλήρυνση κατά Πλάκας είναι ένα χρόνιο αυτοάνοσο νόσημα το οποίο προσβάλει κυρίως νεαρούς ενήλικες, στην πλειοψηφία τους γυναίκες. Χαρακτηρίζεται από προσβολή του κεντρικού νευρικού συστήματος (εγκέφαλος και νωτιαίος μυελός) από φλεγμονή αλλά και νευροεκφύλιση οδηγώντας, συχνά, σε άλλοτε άλλου βαθμού αναπηρία, κινητική και γνωσιακή. Πρακτικά έχει δύο μορφές, την υποτροπιάζουσα διαλείπουσα και την προϊούσα.
Είναι μία από τις σημαντικότερες αιτίες αναπηρίας στα νεότερα άτομα στον δυτικό κόσμο. Στην Ελλάδα φαίνεται να νοσούν από Σκλήρυνση κατά Πλάκας περισσότερα από 20.000 άτομα.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘90 δεν υπήρχε καμία θεραπεία που να περιορίζει την εξέλιξη της νόσου. Τότε κυκλοφόρησαν οι λεγόμενες «κλασικές» θεραπείες 1ης γραμμής, οι ιντερφερόνες και η οξική γλατιραμέρη. Πρόκειται για μία μεγάλη επανάσταση στην θεραπεία της πάθησης. Τα φάρμακα αυτά μειώνουν τις υποτροπές και καθυστερούν την επιδείνωση της αναπηρίας. Εχουν προσφέρει πολλά, μέχρι σήμερα, στους ασθενείς, επειδή, όμως, χορηγούνται με ενέσεις και συχνά εμφανίζουν ανεπιθύμητες ενέργειες, επηρεάζουν σημαντικά την ποιότητα της ζωής των πασχόντων και η χορήγησή τους έχει πλέον περιορισθεί σημαντικά. Λόγω των παραπάνω μειονεκτημάτων κυκλοφόρησαν πολλές νεότερες θεραπείες χορηγούμενες είτε από το στόμα, είτε υποδόρια ή και ενδοφλέβια με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, καλύτερη ποιότητα ζωής, αλλά και μείωση της απώλειας όγκου εγκεφάλου. Υπάρχουν, σήμερα, θεραπείες που δεν στοχεύουν μόνον στην κινητική αναπηρία, αλλά και στη γνωσιακή η οποία είναι πολύ σημαντική, αν όχι σημαντικότερη από την κινητική. Και βέβαια περιμένουμε στο εγγύς μέλλον και άλλα, καινούργια φάρμακα.
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι όλες οι μέχρι σήμερα χορηγούμενες θεραπείες στοχεύουν στην αναστολή ή επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου έτσι ώστε να αποτραπεί η συσσώρευση αναπηρίας και να μπορέσουν οι ασθενείς να παραμείνουν ενεργοί και δραστήριοι για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενδεχομένως και για όλη τους τη ζωή. Δυστυχώς, καμία αγωγή δεν μπορεί να αναστρέψει τη μόνιμη αναπηρία. Η δράση των φαρμάκων που κυκλοφορούν αφορά στη φλεγμονή, κατά κύριο λόγο, και λιγότερο στην εκφύλιση του κεντρικού νευρικού συστήματος. Ετσι, είναι ιδιαίτερα σημαντικό η διάγνωση να τίθεται πρώιμα και η θεραπεία να άρχεται το ταχύτερο δυνατόν, πριν προλάβει να συσσωρευθεί η αναπηρία. Ολες αυτές οι θεραπείες είναι αποτελεσματικές στην υποτροπιάζουσα διαλείπουσα μορφή της Σκλήρυνσης κατά Πλάκας, ενώ αντίθετα στις προϊούσες μορφές της η δράση τους είναι πολύ μικρή έως μηδαμινή.
Η θεραπεία για κάθε ασθενή εξατομικεύεται. Δεν αντιδρούν όλοι οι ασθενείς το ίδιο σε κάθε φαρμακευτική αγωγή. Υπάρχουν εν γένει δύο τάσεις στη θεραπευτική προσέγγιση των πασχόντων. Στην πρώτη τάση χρησιμοποιούνται αρχικά φάρμακα μικρότερης αποτελεσματικότητας αλλά μεγαλύτερης ασφάλειας και εν συνεχεία, επί αποτυχίας, χορηγούνται ισχυρότερα φάρμακα. Στη δεύτερη τάση, που υποστηρίζεται τελευταία από όλο και περισσότερους νευρολόγους, ξεκινά κανείς εξ αρχής με φάρμακα μεγάλης αποτελεσματικότητας και ενίοτε μικρότερης ασφάλειας.
Ανεξάρτητα από ποια τάση υποστηρίζει κανείς, ο νευρολόγος, είναι πια στην ευχάριστη θέση να δυσκολεύεται να επιλέξει ποια θεραπεία είναι η ιδανικότερη για τον κάθε ασθενή τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Ετσι, η επιλογή γίνεται κατά την κρίση του γιατρού σε συνδυασμό με τις ανάγκες και την επιθυμία του ασθενούς (φύλο, ηλικία, πιθανή εγκυμοσύνη, προτίμηση ασθενούς όσον αφορά στην οδό αλλά και τη συχνότητα χορήγησης, ασφάλεια, επιθετικότητα της νόσου, συννοσηρότητες κ.α.).
Ούτως ή άλλως, οι ασθενείς πρέπει να είναι σε τακτική κλινική αλλά και απεικονιστική παρακολούθηση με μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού, έτσι ώστε να επιβεβαιώνεται η αποτελεσματικότητα της θεραπείας, σε βάθος χρόνου, αλλά και η εντόπιση τυχόν φαρμακευτικών παρενεργειών.
Σήμερα, με όλες τις θεραπείες που έχουμε, έχει αλλάξει σημαντικά η φυσική πορεία της νόσου προς το καλύτερο. Η συντριπτική πλειοψηφία των ασθενών με Σκλήρυνση κατά Πλάκας δεν οδηγείται στο αναπηρικό αμαξίδιο. Αντιθέτως, κάνει μία φυσιολογική ζωή, εργάζεται, κάνει οικογένεια και παιδιά και χαίρεται τη ζωή.
Το τίμημα που πρέπει να πληρώσει είναι η στενή νευρολογική παρακολούθηση, η έγκαιρη και αδιάλειπτη χορήγηση μιας αποτελεσματικής φαρμακευτικής αγωγής και η άμεση αντικατάσταση της με άλλη, σε περίπτωση αναποτελεσματικότητας ή παρενεργειών.