Πασίγνωστη φυσικά ως Σκότλαντ Γιαρντ, από το όνομα του δρόμου που ήταν κάποτε το στρατηγείο της, η κρατική υπηρεσία αστυνόμευσης έχει δει στα 200 σχεδόν χρόνια της ύπαρξής της απίστευτα εγκλήματα και ανείπωτη φρίκη, καθώς το Λονδίνο ήταν κάποτε η μητρόπολη του γνωστού κόσμου.
Και βέβαια όσο κι αν η φήμη της εκτινάχθηκε σε παγκόσμια φήμη το 1888 από τις διαβόητες περιπέτειες για τη σύλληψη του Τζακ του Αντεροβγάλτη, η πλούσια ιστορία της δεν περιορίζεται στον γνωστότερο serial killer όλων των εποχών!
Γιατί η Σκότλαντ Γιαρντ έκανε το καθήκον της εδώ και καιρό και είχε προλάβει να μετρήσει ζηλευτά περιστατικά δημοσιότητας αλλά και αμείλικτης κριτικής…
Ο φόνος του Ρόουντ Χιλ Χάους (1860)
O Τζόναθαν Γουίτσερ ήταν ένας από την αρχική οχτάδα του Τμήματος Ερευνών της Σκότλαντ Γιαρντ, όταν πρωτοϊδρύθηκε το 1842. Ταυτοχρόνως, ήταν ο επικεφαλής επιθεωρητής σε μια από τις πλέον διαβόητες και ανατριχιαστικές υποθέσεις του καιρού, που θα έμενε γνωστή ως έγκλημα του Ρόουντ Χιλ Χάους. Ήταν 29 Ιουνίου 1860 όταν εξαφανίστηκε από το σπίτι του ένας τετράχρονος, για να βρεθεί την επόμενη μέρα στο υπαίθριο αποχωρητήριο του υπηρετικού προσωπικού με τον λαιμό πετσοκομμένο.
Εξαιτίας της ειδεχθούς φύσης του εγκλήματος, η αστυνομία πιεζόταν να βρει τον δράστη και σύντομα κατέληξε σε βασικό ύποπτο, την νταντά του μικρού, η οποία αποδείχτηκε ωστόσο αθώα. Μην έχοντας σημειώσει βήμα προόδου, ο τοπικός αστυνομικός διοικητής κάλεσε τη Σκότλαντ Γιαρντ σε βοήθεια, όταν και αρχίζει η ιστορία του Γουίτσερ.
Ο δαιμόνιος ντετέκτιβ έστρεψε την προσοχή του στη 16χρονη ετεροθαλή αδερφή του πιτσιρικά, το νυχτικό της οποίας είχε εξαφανιστεί υπόπτως, κάνοντας τον επιθεωρητή μας να ψυλλιαστεί ότι κάποια σχέση πρέπει να είχε με το φονικό. Κοινή γνώμη και συνάδελφοι αρνούνταν φυσικά να δεχθούν ότι ένα αθώο νεαρό κορίτσι μπορεί να είχε κάνει ένα τέτοιο φρικιαστικό έγκλημα και σύντομα ο Γουίτσερ ήταν μόνος εναντίον όλων. Και μιας και δεν ανακαλύφθηκε ποτέ το νυχτικό, η υπόθεση μπήκε στο αρχείο.
Πέντε χρόνια αργότερα, η ετεροθαλής αδερφή ομολόγησε το έγκλημα και καταδικάστηκε σε θάνατο, αν και η ποινή μετατράπηκε αργότερα σε κάθειρξη 20 ετών…
Ο δηλητηριαστής του Γουίμπλεντον (1881)
Ο Τζορτζ Χένρι Λάμσον ξεκίνησε τη ζωή του με όλα τα εφόδια: αποφοίτησε από την ιατρική σχολή, πήρε μέρος εθελοντικά ως χειρουργός σε μπαρουτοκαπνισμένες περιοχές (από τη Γάλλια μέχρι και τα Βαλκάνια) και έπειτα από 8 χρόνια προσφοράς, επέστρεψε στην Αγγλία με ένα σεντούκι γεμάτο παράσημα. Τώρα άνοιξε ένα ιατρείο και όλα φαίνονταν να πάνε καλά, εκτός από το πρόβλημα εθισμού στη μορφίνη που είχε αναπτύξει υπηρετώντας την πατρίδα.
Ο γιατρός χρωστούσε πια και χρωστούσε πολλά, γι’ αυτό και έβαλε στο στόχαστρο τον 19χρονο παραπληγικό κουνιάδο του, ο οποίος ζούσε εσώκλειστος σε πανάκριβο ιδιωτικό σχολείο του Γούιμπλεντον. Το παιδί ήταν καθηλωμένο σε αναπηρικό καροτσάκι και δυστυχώς γι’ αυτό, η περιουσία του θα μοιραζόταν στα αδέρφια του αν κάτι του συνέβαινε. Μία εκ των στενών συγγενών του ήταν και η γυναίκα του γιατρού.
Ο Λάμσον θεώρησε πως όλες οι οικονομικές σκοτούρες του θα ήταν παρελθόν μόλις επισκεπτόταν τον κουνιάδο του, ο οποίος πράγματι πέθανε μαγικά ένα βράδυ από οξεία δηλητηρίαση. Ο γιατρός πίστευε ότι ήταν ασφαλής, μιας και η τοξικότατη ακονιτίνη που είχε χρησιμοποιήσει είχε μάθει στη σχολή ότι ήταν εντελώς μη ανιχνεύσιμη. Δεν είχε διαβάσει βέβαια τις νεότερες εξελίξεις στην τοξικολογία, καθώς είχε ανακαλυφθεί εντωμεταξύ μια νέα μέθοδος για τον εντοπισμό της. Η Σκότλαντ Γιαρντ απέδειξε εύκολα ότι ο κουνιάδος είχε δηλητηριαστεί με ακονιτίνη, την οποία είχε προμηθευτεί ο γιατρός λίγες μέρες πρωτύτερα. Καταδικάστηκε σε θάνατο και κρεμάστηκε…
Το έγκλημα του Γκρέιτ Κόραμ Στριτ (1872)
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της, η Σκότλαντ Γιαρντ δέχθηκε σφοδρότατες κριτικές για ανικανότητα και ανεπάρκεια και η υπόθεση του συγκεκριμένου εγκλήματος δύσκολα θα ξεπερνιόταν σε όρους λαϊκής κατακραυγής για τα πεπραγμένα της Μητροπολιτικής Αστυνομίας του ευρύτερου Λονδίνου. Το θύμα ήταν μια χορεύτρια που δούλευε περιστασιακά και ως ιερόδουλη και διέμενε στο Νο 12 του Γκρέιτ Κόραμ Στριτ.
Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1872, επέστρεψε στο διαμερισματάκι της με έναν πελάτη, αν και την επομένη το πρωί μόνο εκείνος βγήκε από το κτίριο. Την ιερόδουλη βρήκε νεκρή η σπιτονοικοκυρά της, με το φονικό να είναι το λιγότερο ανατριχιαστικό: ο λαιμός του θύματος ήταν κομμένος από αυτί σε αυτί.
Αυτόπτες μάρτυρες χαρακτήριζαν «Γερμανό» τον δράστη και σύντομα η Σκότλαντ Γιαρντ είχε βασικό ύποπτο στα χέρια της, έναν γερμανό ναύτη το καράβι του οποίου είχε αγκυροβολήσει στο λιμάνι για τις διακοπές. Ο ναύτης και οι συνάδελφοί του σύρθηκαν στο τμήμα για αναγνώριση και πράγματι αρκετοί αυτόπτες μάρτυρες αναγνώρισαν τον ύποπτο. Όχι τον αρχικό ύποπτο βέβαια, αλλά άλλον ναύτη του ίδιου καραβιού!
Ο τύπος είχε όμως καλό άλλοθι και σύντομα αφέθηκε ελεύθερος. Κανείς άλλος δεν κατηγορήθηκε για το έγκλημα και η Σκότλαντ Γιαρντ αφέθηκε βορά στο αδηφάγο πλήθος…
Η δολοφονία της Οδού Βατερλό (1838)
Πέντε δεκαετίες πριν γίνει το Λονδίνο ο ζοφερός παιδότοπος του Τζακ του Αντεροβγάλτη, η μητρόπολη δονούνταν από τον φόνο μιας άλλης ιερόδουλης που ήταν εξίσου ανατριχιαστικός με τα μελλοντικά στυγερά εγκλήματα του serial killer. Το θύμα ήταν μια κοπέλα στα 25 της, κάποια Ελίζα Γκρίμγουντ, η οποία πουλούσε φτηνό έρωτα έξω από την οικία της.
Στις 26 Μαΐου 1838, η σορός της εντοπίστηκε στην κάμαρά της με τον λαιμό ανοιγμένο από άκρη σε άκρη. Ο δράστης είχε ακρωτηριάσει το σώμα και προσπάθησε ξεκάθαρα να το αποκεφαλίσει. Οι αστυνομικές έρευνες στράφηκαν στον σύντροφο και προαγωγό της ιερόδουλης, αν και δεν υπήρχε τίποτα το αξιόμεμπτο στη συμπεριφορά του. Όταν όμως τον απελευθέρωσαν χωρίς να του απαγγείλουν κατηγορίες, εκείνος το έσκασε για τις ΗΠΑ και κανείς δεν ξανάκουσε ποτέ νέα του.
Αν ήταν ή δεν ήταν ο δολοφόνος της Ελίζα, κανείς δεν θα το μάθαινε ποτέ. Οι αρχές δεν είχαν πάντως άλλο ύποπτο στα χέρια τους, στέλνοντας την υπόθεση στο αρχείο αλλά και τη Σκότλαντ Γιαρντ στη δημόσια κατακραυγή. Λέγεται ότι η συγκεκριμένη υπόθεση ενέπνευσε τον Τσαρλς Ντίκενς να δώσει στη Νάνσι του την ανατριχιαστική της μοίρα στον «Όλιβερ Τουίστ»…
Ο δολοφόνος του Εντζγουέρ Ρόουντ (1836)
Το ημερολόγιο έγραφε 28 Δεκεμβρίου 1836 όταν ένας οικοδόμος εντόπισε τον ακρωτηριασμένο κορμό μιας 50άρας γυναίκας στο Εντζγουέρ Ρόουντ του Λονδίνου. Ανθρωποκυνηγητό στήθηκε για τη σύλληψη του δράστη αλλά και τιτάνια έρευνα για τον εντοπισμό του υπόλοιπου σώματος. Το κεφάλι θα βρισκόταν βέβαια συμπτωματικά σε ένα κανάλι στις 7 Ιανουαρίου και ήταν σε τέτοια αποσύνθεση που η διακρίβωση της ταυτότητας του θύματος ήταν πρακτικά αδύνατη.
Στις 20 Μαρτίου, ένας άντρας επιβεβαίωσε ότι τα απομεινάρια ανήκαν στη δηλωμένη ως εξαφανισμένη αδερφή του Χάνα Μπράουν. Η αστυνομία έστρεψε τις έρευνές της στον αρραβωνιαστικό του θύματος, ο οποίος συζούσε ήδη με άλλη γυναίκα. Ο τύπος συνελήφθη μία μέρα πριν μετακομίσει στις ΗΠΑ και παρέθεσε ως άλλοθι και δικαιολογίες ένα σωρό ανακρίβειες, οι οποίες τον ενέπλεξαν ακόμα περισσότερο στην υπόθεση.
Η Σκότλαντ Γιαρντ τον στρίμωξε όμως και στο τέλος ομολόγησε: ένα βράδυ που ήταν μεθυσμένοι, η κοπέλα σκοτώθηκε από ατύχημα και εκείνος πανικοβλημένος διαμέλισε το σώμα της προσπαθώντας να το εξαφανίσει. Ο πρώην αρραβωνιαστικός και η νέα του σύντροφος καταδικάστηκαν τελικά, εκείνος σε απαγχονισμό και εκείνη σε εξορία σε ποινική αποικία της Αυστραλίας.