Συγκλόνισε με την κατάθεση του στο δικαστήριο ο φίλος του Άλκη Καμπανού ο οποίο ήταν και ο μοναδικός μάρτυρας τα ξημερώματα που δέχτηκε την δολοφονική επίθεση.
Στο βήμα ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, κατέθεσε ο κολλητός του Άλκη Καμπανού, ο οποίος ήταν ο μόνος που έμεινε μαζί του μέχρι το τέλος, κατά την διάρκεια της δολοφονικής επίθεσης που δέχτηκαν, την 1η Φεβρουαρίου του 2022, στην περιοχή της Χαριλάου όπως μεταφέρει το thesstoday.
Προσπαθώντας να ρίξει «φως» σε όσα συνέβησαν το μοιραίο βράδυ της δολοφονίας του Άλκη, ο Α.Β. , ψύχραιμος, εξήγησε πως συναντήθηκαν όλοι μαζί (η παρέα, πέντε άτομα) περίπου στις 20:00 το απόγευμα, και ήταν στο πάρκο του Άρη, καθώς είχαν κανονίσει να πιουν καφέ.
«Πήγαμε στην Χαριλάου, μετά από τον σύνδεσμο του Άρη να πιούμε έναν καφέ για λιγότερο από μισή ώρα, και μετά πήγαμε ξανά στο πάρκο, κι εκεί κάτσαμε αρκετά. Στη συνέχεια πήγαμε στα σκαλιά και καθίσαμε, δηλαδή στο σημείο της δολοφονίας. Πήραμε ενεργειακό ποτό, και ήρθαν αυτοί οι δώδεκα και έγινε ότι έγινε. Δεν είμαι οργανωμένος οπαδός, ούτε εγώ, ούτε τα παιδιά, απλά ήρθαν αυτοί οι δώδεκα και σκότωσαν τον κολλητό μου».
Όπως λέει ο ίδιος, δεν συνηθίζαν να βγαίνουν σε μαγαζιά και προτιμούσαν να βρίσκουν μέρη ώστε να κάθονται. Την συγκεκριμένη μέρα, επέλεξαν το συγκεκριμένο σημείο (στα σκαλιά) γιατί όπως κατέθεσε, έκοβε ο αέρας, και είχε κρύο. «Ήμασταν περίπου 40 λεπτά εκεί. Μιλούσαμε για παιχνίδια στους υπολογιστές αλλά και για την σχολή».
Η περιγραφή της δολοφονικής επίθεσης
Στη συνέχεια, ξεκίνησε να περιγραφεί τα όσα θυμόταν ο ίδιος από εκείνη την νύχτα, που όπως είπε δεν περίμενε σε καμία περίπτωση να κινδυνεύσει σε τέτοιο βαθμό. «Ήταν άγνωστο και πολύ ακραίο για εμένα. Δεν περίμενα να συμβεί κάτι τέτοιο, την νύχτα που απλά βγήκαμε για έναν καφέ.
«Τι ομάδα είστε;»
Καθόμασταν στα σκαλιά, πρώτα αντιλήφθηκα να έρχονται τέσσερα άτομα από την οδό Πλαστήρα, και ένας από αυτούς μας ρώτησε «τι ομάδα είστε;». Ο συγκεκριμένος, φορούσε half face, δηλαδή μέχρι την μύτη. Ήταν ψηλός, γεροδεμένος και ξανθός. Είναι το μοναδικό άτομο που μπορώ να πω, ότι τον αναγνωρίζω, έως ένα ποσοστό. Ήταν καλυμμένα τα πρόσωπά τους με κουκούλες, fullface, φαινόντουσαν μόνο τα μάτια τους. Όλοι ήταν μαυροφορεμένοι για να μην φαίνονται μέσα στο σκοτάδι. Αυτό έγινε ξεκάθαρα επίτηδες. Ήταν σίγουρα οργανωμένο.
«Όταν είδα το δρεπάνι, κοκκάλωσα»
Είδα ότι ένας κρατούσε ένα ξύλινο κοντάρι, και σίγουρα και οι υπόλοιποι κρατούσαν κάτι στα χέρια τους, δεν μπορούσα να αναγνωρίσω τι είναι. Όταν μας ρώτησαν για την ομάδα, εγώ απάντησα Άρης. Δεν κατάλαβα τον λόγο που είχαν έρθει, περπατούσαν, δεν ήρθαν γρήγορα, ήταν ήρεμοι και ψυχροί. Έπειτα, αντιλήφθηκαν πως ήρθαν ακόμη 5-6 άτομα από την δεξιά πλευρά, από την οδό Γαζή.
Εκείνη την στιγμή το μόνο που είδα ήταν το δρεπάνι και κοκκάλωσα. Ήταν το πρώτο πράγμα που ξεχώρισα. Αυτό που έκανα εγώ αρχικά, ήταν να αμυνθώ, οπότε σήκωσα το κράνος μου όσο ερχόταν κατά πανω μου όλοι μαζί.
«Χτυπούσαν τον Άλκη πάνω από δέκα άτομα και φώναζε βοήθεια»
Φαινόντουσαν οι προθέσεις τους. Σήκωσα το κράνος, και χτύπησα έναν στο κεφάλι. Αυτός έκανε δύο βήματα πίσω και με κάρφωσε με το μαχαίρι. Δεν ήμασταν ένας προς έναν. Σε εμένα ήρθαν τέσσερα άτομα, κάποιοι με κρατούσαν για να με χτυπήσουν οι υπόλοιποι. Δεν ξέρω ποιος με μαχαίρωσε, είχα αρκετές μαχαιριές. Όλα έγιναν σε δευτερόλεπτα, με χτύπησαν και με το ξύλο και με το δρεπάνι.
Με κρατούσαν πίσω, άκουσα τον Άλκη να φωνάζει βοήθεια, ήταν πεσμένος δίπλα από τα σκαλιά. Όταν άκουσα την φωνή του προσπαθούσα να τον βρω. Ήταν πάρα πολλά άτομα από επάνω του και τον χτυπούσαν, φώναζε συνεχώς βοήθεια. Ήταν σίγουρα πάνω από 10 άτομα από πάνω του εκείνη την στιγμή. Προσπάθησα να τον σώσω αλλά με κράτησαν στην γωνία (στα σκαλιά) και με χτυπούσαν».
«Προσπάθησα να μην πέσω κάτω, γιατί θεώρησα ότι θα με σκοτώσουν»
Στη συνέχεια, όπως περιγράφει ο φίλος του Άλκη, ένα από τα άτομα που χτυπούσε τον 19χρονο, κατευθύνθηκε προς τον ίδιο και τον χτύπησε με ένα ξύλο στο κεφάλι. «Σε αυτό το σημείο, προσπάθησα να μην λιποθυμήσω, γιατί πίστευα ότι αν πέσω κάτω, θα με σκοτώσουν. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι να με χτυπάνε στο κεφάλι και μετά να φεύγουν τρέχοντας από την οδό Πλαστήρα. Εγώ προσπαθούσα να σταματήσω το αίμα, δεν πρόλαβα να τους δω».
«Προσπάθησα να βοηθήσω τον Άλκη αλλά άδικα»
Με σταθερή φωνή, συνέχισε, πως κατέβηκε τα σκαλιά και πήγε να σηκώσει τον Άλκη. Πλέον, είχαν μείνει οι δυο τους, γιατί οι φίλοι τους πρόλαβαν να φύγουν. «Ο Άλκης σηκώθηκε, έκανε τέσσερα βήματα και μετά κάτσαμε στο παρτέρι. Προσπαθούσα να τον βοηθήσω αλλά άδικα. Πήρα τηλέφωνο τον πατέρα μου και του είπα όσα έγιναν, και μετά από λίγα λεπτά, ήρθε η αστυνομία».