Σουέζ, Γιομ Κιπούρ, Ουκρανία: Οι πόλεμοι που άλλαξαν ενεργειακά τον κόσμο

Κοινοποίηση:
fc9075564adb4feadc604d361ad1a079_XL

Έχει καταστεί πλέον σαφές, πως ένας δύσκολος χειμώνας είναι προ των πυλών. Εν μέσω του «ενεργειακού πυρετού», που εγείρει φόβους ακόμα και για φυσικό αέριο με το δελτίο σε ορισμένα κράτη μέλη, οι πολιτικοί, οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης εστιάζουν τώρα στο πώς θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν την κρίση.

Όμως ο «εφιάλτης» δεν θα έχει τελειώσει μέχρι την άνοιξη και κανείς δεν πρέπει να αυταπατάται, υπογραμμίζει σε ανάλυσή του ο Hugo Dixon στο Reuters.

Αντιθέτως, η γηραιά ήπειρος είναι αντιμέτωπη με ένα πολυετές πρόβλημα που θα την καταστήσει φτωχότερη και λιγότερο ανταγωνιστική, ενώ θα επιβαρύνει την περιοχή με υψηλότερο δημόσιο χρέος.

Παράλληλα, θα υπάρξουν φθορές – σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη «μάχη» για αντιμετώπιση του υψηλού πληθωρισμού – οι οποίες θα υποχωρήσουν με τα χρόνια.

Οι ενεργειακές κρίσεις έχουν άλλωστε τη συνήθεια να δημιουργούν τραύματα που παραμένουν ανοιχτά για πολλά χρόνια, όπως επισημαίνει η Helen Thompson στο βιβλίο της «Disorder: Hard Times in the 21st Century».

Ας πάρουμε για παράδειγμα την κρίση στη Διώρυγα του Σουέζ το 1956, όταν η Βρετανία, η Γαλλία και το Ισραήλ ματαίωσαν την εισβολή τους στην Αίγυπτο μετά την αμερικανική αντίθεση. Αυτό βοήθησε να πειστούν πολλές ευρωπαϊκές χώρες να στραφούν στη Σοβιετική Ένωση για προμήθειες υδρογονανθράκων, τις συνέπειες των οποίων… βλέπουμε σήμερα.

Από την άλλη, υπήρξε και ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ το 1973 (ή αλλιώς Δ’ Αραβοϊσραηλινός Πόλεμος) – που οδήγησε σε τεράστιες αυξήσεις στις τιμές του αργού πετρελαίου, εκτοξεύοντας τον πληθωρισμό – ο οποίος συνοδεύτηκε από τρομερές υφέσεις και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού στις αρχές της δεκαετίας του 1980.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2022, είναι πιθανό να προκαλέσει ένα παρόμοιο μακροχρόνιο πρόβλημα με την Ευρώπη να είναι ήδη ιδιαίτερα εκτεθειμένη.

«Μαύρες προβλέψεις»

Για να υπολογίσουμε τις συνέπειες, θα πρέπει να δούμε πόσο υψηλότεροι θα είναι οι λογαριασμοί ενέργειας, με βάση τις προθεσμιακές τιμές του φυσικού αερίου.

Οι αναλυτές υπηρεσιών κοινής ωφελείας της Goldman Sachs υπολογίζουν ότι οι πελάτες θα πρέπει να πληρώσουν 1,3 τρισεκατομμύρια ευρώ περισσότερα το επόμενο έτος από πέρυσι – ακόμα και αν υπάρξει πλαφόν για τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας για υπερβολικά κέρδη.

Σύμφωνα με το Reuters, η Ευρώπη επρόκειτο να πλήρωνε πάντα υψηλό τίμημα για το ρωσικό φυσικό αέριο, αφού αγνοούσε τα «προειδοποιητικά σημάδια», όταν ο Πούτιν εισέβαλε στη Γεωργία το 2008 και προσάρτησε την Κριμαία το 2014.

Ο απεγνωσμένος αγώνας για εύρεση εναλλακτικών προμηθειών φυσικού αερίου έχει ωθήσει τις τιμές σε άκρως υψηλά επίπεδα.

Δεν είναι μόνο οι βραχυπρόθεσμες τιμές που εκτινάσσονται στα ύψη. Η τιμή του φυσικού αερίου φέτος τον χειμώνα είναι περίπου 215 ευρώ ανά μεγαβατώρα, δηλαδή επτά φορές υψηλότερη από ό,τι πριν από ένα χρόνο. Όμως το φυσικό αέριο για παράδοση τον επόμενο χειμώνα εξακολουθεί να κοστίζει κοντά στα 200 ευρώ ανά μεγαβατώρα.

Επιπλέον, για να πείσει τους προμηθευτές φυσικού αερίου – για παράδειγμα από τη Βόρεια Αφρική – να αυξήσουν την παραγωγή, η Ευρώπη θα χρειαστεί να δεσμευτεί για μακροπρόθεσμα συμβόλαια σε υψηλές τιμές, ενώ θα πρέπει να κατασκευάσει ακριβούς αγωγούς και άλλες υποδομές.

Οι Ευρωπαίοι ηγέτες, φυσικά, θα επιταχύνουν την εξάπλωση της πράσινης ενέργειας, η οποία είναι πλέον μια ακόμη πιο συναρπαστική επενδυτική πρόταση. Αλλά με την Αμερική και την Κίνα να αυξάνουν επίσης τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η κατασκευή αιολικών πάρκων δεν θα είναι τόσο φθηνή όσο πριν.

Όλα αυτά, θα διαβρώσουν την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης. Η ευρωζώνη, η οποία στο παρελθόν είχε μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα με τον υπόλοιπο κόσμο, έχει εκτοξευθεί σε έλλειμμα. Οι χαμηλότερες συναλλαγματικές ισοτιμίες μπορούν να αντισταθμίσουν μερικά από αυτά: το ευρώ και η λίρα έχουν υποχωρήσει 10% και 13%, αντίστοιχα, έναντι του δολαρίου ΗΠΑ μέχρι στιγμής φέτος. Αλλά η υποτίμηση κάνει την Ευρώπη φτωχότερη και δεν θα εξοικονομήσει από μόνη της βιομηχανίες έντασης ενέργειας όπως ο χάλυβας, τα χημικά και το χαρτί, που έχουν ήδη περικόψει την παραγωγή.

Σε έναν κόσμο σχολικών βιβλίων, οι δυνάμεις της αγοράς θα βοηθούσαν στη μείωση της ζήτησης για φυσικό αέριο για να ευθυγραμμιστεί με την προσφορά, ενώ η βαριά βιομηχανία θα μετεγκατασταθεί σε μέρη του κόσμου με φθηνότερη ενέργεια. Οι κυβερνήσεις θα επικεντρωθούν στο να βοηθήσουν τους φτωχότερους ανθρώπους να περάσουν τον σκληρό χειμώνα και στην επανεκπαίδευση των εργαζομένων σε βιομηχανίες που είχαν καταστεί μη ανταγωνιστικές.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση εργάζεται επίσης για ένα τεράστιο πακέτο στήριξης. Μέρος του σχεδίου της ΕΕ θα είναι να «σπάσει» τη σχέση μεταξύ των τιμών του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας.

Υπάρχουν όμως δύο προβλήματα με τις γενικές επιδοτήσεις που παρέχουν ορισμένες κυβερνήσεις. Πρώτον, δεν κάνουν αρκετά για να περιορίσουν τη ζήτηση. Ως αποτέλεσμα, οι τιμές είναι υψηλότερες από ό,τι έπρεπε και θα παραμείνουν υψηλότερες για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

Δεύτερον, το κόστος των μεγάλων προγραμμάτων διάσωσης θα προστεθεί στο δημόσιο χρέος, το οποίο είχε ήδη αυξηθεί, ως αποτέλεσμα των προγραμμάτων διάσωσης που σχετίζονται με την πανδημία.

Η Ευρώπη αντιμετωπίζει ήδη υψηλό πληθωρισμό ενώ τα επιτόκια αυξάνονται. Οι μέρες που οι κυβερνήσεις μπορούσαν να βασίζονται στις κεντρικές τράπεζες για να αγοράσουν το χρέος τους – παρέχοντάς τους ουσιαστικά πιστωτικές κάρτες χωρίς όριο μηδενικού επιτοκίου – έχουν τελειώσει, υπογραμμίζει το Reuters.

Εν τω μεταξύ, οι οικονομικές δυσκολίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν φθορές στην πολιτική. Αυτό γιατί οι υφιστάμενες κυβερνήσεις μπορεί να υιοθετήσουν πιο βραχυπρόθεσμες πολιτικές, οι εξτρεμιστές πολιτικοί να «κερδίσουν έδαφος».

Πράγματι, δύσκολες στιγμές είναι μπροστά – και όχι μόνο αυτό το χειμώνα, καταλήγει το δημοσίευμα.

ΚΟΙΝΟΠΟΗΣΗ: