Από την αρχαία Ελλάδα στη σύγχρονη εποχή το σουβλάκι είναι ένα από τα πιο δημοφιλή εδέσματα.
Αποτελείται από κομμάτια χοιρινού κρέατος περασμένου σε μικρή ξύλινη σούβλα από καλαμιά τα οποία για να καταναλωθούν πρέπει να ψηθούν.
Η πρώτη αναφορά γίνεται στα Ομηρικά Έπη που θέλουν τον Αχιλλέα να ψήνει στη θράκα κομμάτια κρέατος. Επίσης, χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Αθήναιου στο έργο του Δειπνοσοφιστές, ότι ο Ηγήσιππος στο Οψαρτυτικό του, δηλ. στον οδηγό μαγειρικής που έγραψε, αναφέρει ένα έδεσμα που λεγόταν κάνδαυλος και ήταν κάτι ανάλογο με το σημερινό σουβλάκι. Συνδύαζε κομμάτια από ψητό κρέας, πίτα, τυρί και άνηθο και σερβιριζόταν με ζουμί (Αθήναιος, Δειπνοσοφιστές, 12, 516d).
Το σουβλάκι από εντόσθια αναφέρεται σε ρωμαϊκά κείμενα του 1ου αιώνα μ.Χ. αλλά και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη, όπου μετά την άλωση, μικροπωλητές πωλούσαν στους δρόμους, εκτός από φρούτα ή λαχανικά, και σουβλάκι με πίτα.
Η λέξη «σουβλάκι» προέρχεται από τη σούβλα, που με τη σειρά της προέρχεται από το λατινικό subulus. Στη δεκαετία του 1940 αρχίζει να διαδίδεται σε προσφυγικές γειτονιές, ενώ στον Πειραιά ένας Κωνσταντινουπολίτης έφτιαξε το 1950 το πρώτο τυλιχτό σουβλάκι με κεμπάπ.
Μοναδικό εύρημα που εκτίθεται στην πρώτη αίθουσα του Μουσείου των Μυκηνών αποτελεί αδιάσειστο τεκμήριο για την προτίμηση των Μυκηναίων στα σουβλάκια: μια φορητή πήλινη εσχάρα όπτησης κρέατος σε καλαμάκια με πλευρά όχι μεγαλύτερη από μισό μέτρο.
Πρόκειται για μια ορθογώνια βάση με ελαφρά ανυψωμένες τις τρεις πλευρές και ανοιχτή την τέταρτη ώστε να καθαρίζεται πιθανότατα η στάχτη και με υποδοχές στις πλαϊνές πλευρές, επάνω στις οποίες μπορούν να τοποθετηθούν οριζόντια και σε απόσταση πέντε έξι εκατοστών από τη βάση της καμιά δεκαριά ράβδοι όπτησης τεμαχίων κρέατος, σουβλάκια. Καθώς είναι φορητή φέρει στις πλαϊνές πλευρές δύο λαβές. Στο Μουσείο εκτίθεται μαζί με ένα χάλκινο μαχαιρίδιο και με ένα μικρό λεκανίδιο γεμάτο με οστά ζώων.
Επίσης, στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, σε προθήκη υπάρχει η κρητική εκδοχή της σχάρας, πάνω στην οποία οι Μινωίτες έψηναν τα δικά τους σουβλάκια, εύρημα κοινό σε πολλούς αρχαιολογικούς χώρους τόσο της Κρήτης όσο της Σαντορίνης, και βεβαίως ολόκληρης της χώρας. Οι αρχαίες αυτές ψησταριές ήταν πήλινες με εγκοπές για τη στήριξη των σουβλών.
Οι κρατευτές των προγόνων μας ήταν εργονομικοί, καθώς χάρη στις οπές τους επέτρεπαν τη διατήρηση της θερμοκρασίας για το ψήσιμο χωρίς να σβήνουν τα κάρβουνα, και φυσικά υγιεινοί, αφού το λίπος έλιωνε πάνω στις σχάρες. Η συνταγή επιβίωσε στους αιώνες ως οβελίσκος, ονομασία που προέρχεται φυσικά από το οβελός, δηλαδή τη σούβλα, όπως παραθέτουν αρχαίοι συγγραφείς, όπως ο Αριστοφάνης, ο Ξενοφών και ο Αριστοτέλης.