Ο Έλληνας ηθοποιός έκανε διεθνή καριέρα. Ο ίδιος έχει λάβει μέρος σε σημαντικές Ευρωπαϊκές παραγωγές. Ο γνωστός ηθοποιός έχει λάβει επίσης μέρος και σε παραγωγές του Χόλιγουντ. Ο Σπύρος Φωκάς γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1937. Γεννέτηρά του θεωρείται η Πάτρα. Εκεί, πέρασε τα μαθητικά χρόνια του, πηγαίνοντας σε ιδιωτικό σχολείο.
Το σχολείο, οι σπουδές και ο κινηματογράφος
Ο πατέρας του ήταν ταξιδιωτικός πράκτορας και η μητέρα του, η οποία καταγόταν από την Κέρκυρα, νοικοκυρά. Όταν ήταν 9 ετών, η οικογένειά του μετακόμισε στην πρωτεύουσα και έτσι ο Σπύρος Ανδρουτσόπουλος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, τελείωσε το σχολείο στην Καλλιθέα. Ολοκληρώνοντας τη σχολική του ζωή, δεν είχε κανένα δίλημμα, όπως οι συνομήλικοι του, για το τι επάγγελμα θα ακολουθούσε.
Από μικρός ήθελε να γίνει ηθοποιός. Η μητέρα του είχε: «Διαφωνούσαμε γιατί δεν μπορούσε να δεχτεί καμιά υπαλληλική δουλειά γραφείου. Από τα παιδικά του χρόνια ήθελε να γίνει ηθοποιός. Ήταν η οθόνη μέσα στα όνειρα του». Ο ίδιος έχει δηλώσει πως το να γίνει ηθοποιός ήταν η φυσική εξέλιξη της παιδικής του συνήθειας να βλέπει 5 ή και περισσότερες ταινίες ημερησίως.
Πολλές φορές το έσκαγε και από το σχολείο για να πάει στον κινηματογράφο. Πριν ακόμα ολοκληρώσει τις σπουδές του στη δραματική σχολή Μιχαηλίδη, έκανε το κινηματογραφικό ντεμπούτο του στην ταινία, «Ματωμένο Ηλιοβασίλεμα» του Ανδρέα Λαμπρινού. Το υποκριτικό του ταλέντο και γοητευτική του παρουσία σχολιάστηκαν θετικά από κοινό και κριτικούς.
Την επόμενη χρονιά πρωταγωνίστησε στην ιταλική ταινία, «Ο θάνατος ενός φίλου» του Φραντσέσκο Ρόσι. Η Ιταλία έγινε δεύτερο σπίτι του ηθοποιού ο οποίος συνέχισε τις σπουδές του στη Ρώμη. Όλη τη δεκαετία του ’60 ο Σπύρος Φωκάς έζησε και εργάστηκε στην Ιταλία. Έτσι, όπως διαπίστωσε και ο ίδιος «έχασε τα καλά χρόνια του ελληνικού σινεμά», ενώ για τον ίδιο λόγο δεν έγινε μεγάλος σταρ στην Ελλάδα.
Παρά την απουσία του πάντως, συμμετείχε σε κάποιες ταινίες όπως η «Ντάμα Σπαθί», «Στεφανία», «έρωτας στην καυτή άμμο», «εκείνοι που ξέρουν να αγαπούν» και άλλες. Κατάφερε όμως, αυτό που πολλοί Έλληνες ηθοποιοί δεν τολμούσαν ούτε να διανοηθούν. Ο ξένος Τύπος αποθέωνε εκτός από το ταλέντο και την ομορφιά του Σπύρου Φωκά.
Σε ξένο δημοσίευμα γράφτηκε πως ξεπερνούσε σε ομορφιά τον Αλέν Ντελόν. Ο ίδιος ο ηθοποιός γνώριζε ότι αυτό ήταν ένα ατού, αλλά όπως λέει, ποτέ δεν το εκμεταλλεύτηκε.
Η είσοδός του στο Χόλιγουντ
Το 1985 κατάφερε να μπει στο Χόλιγουντ. Ο ατζέντης του πληροφορήθηκε ότι έλειπε ένας ηθοποιός για την ταινία «Το διαμάντι του Νείλου» με πρωταγωνιστή τον Μαικλ Ντάγκλας και ειδοποίησε τον Φωκά. Όταν τον είδε ο σκηνοθέτης τον ξεχώρισε ανάμεσα στους υπόλοιπους υποψήφιους για τον ρόλο και είπε «αυτόν θέλω». Έτσι, ο έλληνας ηθοποιός πήρε τον ρόλο που δεν ήταν ο μοναδικός στο Χόλιγουντ, καθώς έπαιξε και σε άλλες ταινίες με πιο γνωστή το «Ράμπο ΙΙΙ».
Έζησε και εργάστηκε πολλά χρόνια στην Αμερική, αλλά επέστρεψε στην Ελλάδα, γιατί δεν του άρεσε η νοοτροπία των Αμερικανών. Στην πατρίδα του ένιωθε πιο οικεία. Από τους έλληνες συναδέλφους του ξεχωρίζει, από τις γυναίκες την Έλενα Ναθαναήλ, την οποία θεωρεί την ομορφότερη ελληνίδα ηθοποιό, τον Αλέκο Αλεξανδράκη, που αποκαλεί «πραγματικό σταρ» και τον Μάνο Κατράκη.
Ο Σπύρος Φωκάς έχει παντρευτεί 4 φορές. Ο πρώτος γάμος ήταν στα 21 του χρόνια και ο τελευταίος του στα 76. Δεν έχει αποκτήσει παιδί γιατί όπως λέει, δεν του αρέσει ο κόσμος που ζει ο ίδιος και έτσι δεν θέλησε να «υποχρεώσει ένα παιδί να ζήσει σ’ αυτόν τον κόσμο».
Οι νεότεροι τον θυμούνται από τις τηλεοπτικές σειρές «Δύο ξένοι», όπου είχε μια έκτακτη συμμετοχή και «Της Αγάπης Μαχαιριά», όπου πρωταγωνιστούσε. Είναι από τους λίγους τυχερούς Έλληνες που κατάφερε να κάνει καριέρα στο εξωτερικό, αν και το άξιζαν πολλοί περισσότεροι.
Τι δήλωσε πρόσφατα για τη ζωή του
«Έφυγα οριστικά από την Αθήνα, γιατί ήταν θέμα επιβίωσης για εμένα και την γυναίκα μου. Ζούμε με μια σύνταξη 600 ευρώ και προσπαθούμε να στεκόμαστε στα πόδια μας αξιοπρεπώς. Ευτυχώς και οι δυο είμαστε λιτοδίαιτοι και δεν μας ενδιαφέρουν τα πολλά πολλά. Έχω μια μικρή σύνταξη 600 ευρώ.
Με αυτό ζούμε και ευτυχώς είμαστε ολιγαρκείς. Έπρεπε να το κάνουμε γιατί ήταν οικονομική ανάγκη. Δεν μπορείς να επιβιώσεις στην Αθήνα. Τα έξοδα έτρεχαν και δεν ξέραμε πώς να τα καλύψουμε. Φυσικά και απέκτησα χρήματα. Όμως μου έτυχε μια στραβή. Ένα πολύ δικό μου πρόσωπο πήγε στην τράπεζα και σήκωσε όλα όσα είχα αποταμιεύσει. Έτσι έχασα τα πάντα».