Σφραγίδα συνταγματικότητας έβαλε το Συμβούλιο της Επικρατείας στην πριμοδότηση των διακριθέντων αθλητών για την εισαγωγή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Κατά την Ολομέλεια του ΣτΕ, η πριμοδότηση δεν αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας, αξιοκρατίας και ορθολογικής οργάνωσης της εκπαίδευσης, ενώ υπογραμμίστηκε ότι οι πανελλήνιοι αγώνες δεν είναι ήσσονος σημασίας.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου με την υπ΄ αριθμ. 1537/2023 απόφασή της έκρινε ότι η πριμοδότηση των διακριθέντων αθλητών για την εισαγωγή τους στα ΑΕΙ, «δεν αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας και της σταδιοδρομίας εκάστου κατά λόγο της προσωπικής του αξίας, καθώς και της ορθολογικής οργανώσεως της παρεχόμενης εκπαιδεύσεως, σε συνδυασμό και με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας μέτρου/σκοπού».
Η υπόθεση έφτασε στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο όταν προσέφυγε τελειόφοιτος Λυκείου που έδωσε εισαγωγικές εξετάσεις το ακαδημαϊκό έτος 2020-2021 με το νέο σύστημα του νόμου 4186/2013 για την εισαγωγή του στις Ιατρικές Σχολές της χώρας.
Οι σύμβουλοι επικρατείας έκριναν πως η επίμαχη ρύθμιση: α) για την εισαγωγή διακριθέντος αθλητή σε σχολή της προτιμήσεώς του, απαιτείται πλέον αυτός να συγκεντρώνει, μετά την προσαύξηση από τις αθλητικές διακρίσεις, αριθμό μορίων τουλάχιστον ίσο με το 100% των μορίων του τελευταίου εισαχθέντος στην ίδια σχολή κατά το ίδιο ακαδημαϊκό έτος, αντί του αντίστοιχου ποσοστού 90% που προβλεπόταν υπό το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς, ήτοι με τη ρύθμιση αυτή δεν επιτρέπεται πλέον εισαγωγή αθλητή σε σχολή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με συνολικό αριθμό μορίων, μετά την -συνταγματική καταρχήν- προσαύξηση λόγω των αθλητικών διακρίσεων, μικρότερο από τον αριθμό των μορίων που έλαβε ο τελευταίος εισαχθείς στην ίδια σχολή και β) επαναφέρεται το ποσοστό των εισακτέων για την καθ’ υπέρβαση εισαγωγή διακριθέντων αθλητών στα Α.Ε.Ι. σε 3%, το οποίο ίσχυε πριν την τροποποίηση της παρ. 8 του άρθρου 34 του ν. 2725/1999 με το άρθρο 17 του ν. 4429/2016 και το οποίο δεν παρίσταται αυθαίρετο.
Με την ίδια απόφαση κρίθηκε ότι «η πριμοδότηση των διακρινόμενων σε πανελλήνιους αγώνες όλων των κατηγοριών αθλητών δεν αντίκειται στις κατά τα ανωτέρω συνταγματικές αρχές. Τούτο διότι το προβλεπόμενο στον νόμο πλέγμα προϋποθέσεων για την αναγνώριση διακρίσεως στους πανελλήνιους αγώνες όλων των κατηγοριών παρέχει επαρκή εχέγγυα ως προς την ποιοτική στάθμη των αγώνων αυτών, δεδομένου ότι απαιτείται εκ του νόμου συμπλεκτικώς: α) η διάκριση να αφορά άθλημα ή αγώνισμα που καλλιεργείται από αναγνωρισμένη ομοσπονδία, β) η συμμετοχή ελάχιστου αριθμού (6) σωματείων για τα ομαδικά αθλήματα, γ) η συμμετοχή ελάχιστου αριθμού (8) αθλητών, προερχόμενων από τον ως άνω αριθμό των σωματείων, για τα ατομικά αθλήματα και δ) στα ομαδικά αθλήματα ο διακριθείς αθλητής πρέπει να έχει συμμετοχή τουλάχιστον στο 50% των αγώνων της διοργανώσεως, ενώ παραλλήλως, ο συνολικός αριθμός των συμμετασχόντων αθλητών της ομάδας του πρέπει να μην υπερβαίνει το 20% του αριθμού των αθλητών που δικαιούνται, βάσει των κανονισμών του αθλήματος, να συμμετάσχουν στη διοργάνωση».