Το 531 ένας “βενετός” και ένας “πράσινος” συνελήθησαν. Ο λόγος ήταν η κατηγορία της δολοφονίας. Οι δύο κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε πρώτη φάση σε θάνατο με απαγχονισμό. Ωστόσο, ο Ιουστινιανός ήταν οπαδός των Βένετων και μετέτρεψε τη θανατική ποινή σε φυλάκιση. Από την άλλη, οι οργανώσεις απαίτησαν την ελευθερία τους και την απαλλαγή τους από κάθε κατηγορία.
Ο Ιουστινιανός αρνήθηκε να τους δώσει χάρη και εξαγρίωσε το πλήθος. Έτσι, στις 11 Ιανουαρίου του 532 πυρπόλησαν κτίρια, πολιόρκησαν το παλάτι και προξένησαν ζημιές στην Αγία Σοφία. Μάλιστα, το σύνθημα που επικρατούσε ήταν «Νίκα». Αυτό φώναζαν στον Ιππόδρομο, ενώ οι διαμαρτυρίες μετατράπηκαν σε λαϊκή εξέγερση. Ο λόγος ήταν πως υπήρχε μεγάλη δυσφορία στον λαό για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις του αυτοκράτορα. Παράλληλα, του χρέωναν τη βαριά φορολογία και την κρατική αυθαιρεσία.
Οι απαιτήσεις του λαού και η τελική απόφαση του Ιουστινιανού
Ο λαός απαιτούσε την παραίτηση του Ιωάννη Καππαδόκη (σ.σ. Υπουργού Οικονομικών της εποχής). Παράλληλα, απαιτούσε και την παραίτηση του διάσημου νομομαθούς Τριβωνιανού. Στο πλευρό τους τάχθηκαν οι Συγκλητικοί, οι οποίοι ανέβασαν στον θρόνο τον Υπάτιο. Εκείνος ήταν ανιψιός του πρώην αυτοκράτορα Αναστάσιου.
Ο Ιουστινιανός βρισκόταν σε αδιέξοδο. Είχε στεφθεί αυτοκράτορας μόλις πριν από μια πενταετία και δεν ήξερε πώς να ελέγξει το πλήθος. Αρχικά, σκέφτεται να εγκαταλείψει την Πόλη, όμως, λέγεται ότι η Θεοδώρα τον έπεισε να παραμείνει στη θέση του. Τότε, ανέλαβαν δράση οι στρατηγοί Βελισάριος και Μούνδος. Εκείνοι οδήγησαν τους επαναστάτες στον Ιππόδρομο, όπου υπολογίζεται πως έσφαξαν 30.000 ανθρώπους.
Την επόμενη ημέρα ο Ιουστινιανός διέταξε την εκτέλεση του σφετεριστή του θρόνου, Υπάτιου και του αδελφού του. Ήταν η αρχή της αυτοκρατορικής θητείας του Ιουστινιανού, ενός από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες του Βυζαντίου.